Μπορεί πολλοί αναλυτές να προειδοποιούν ότι ο πληθωρισμός ήρθε για να μείνει και ότι ο περιοριστικός κύκλος της νομισματικής πολιτικής δεν έχει κλείσει ακόμη, αλλά οι traders ποντάρουν στα θετικά σενάρια. Δύο λέξεις έκλεψαν αυτή την εβδομάδα την προσοχή των επενδυτών και οδήγησαν τους χρηματιστηριακούς δείκτες στο πιο δυναμικό ράλι από τον Μάρτιο. Επόμενο στοιχείο στη λίστα της ανόδου; Τα ομόλογα, λέει τώρα η JP Morgan.
Σήμερα τόσο ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 όσο και ο παγκόσμιος MSCI All Country παρουσιάζουν σταθεροποιητικές τάσεις. Ωστόσο από τη Δευτέρα καταγράφουν άνοδο μεγαλύτερη του 3% χάρη στις εκτιμήσεις για «αποπληθωρισμό» και «ομαλή προσγείωση». «Οι αγορές κάνουν πάρτι σαν να είναι 1999 αυτή την εβδομάδα» σχολιάζει στο Bloomberg ο Τζιμ Ράιντ, στρατηγικός αναλυτής της Deutsche Bank. «Είναι δύσκολο αυτή τη στιγμή να σταθεί κάποιος εμπόδιο στο αφήγημα, που έχει προωθηθεί (για υποχώρηση του πληθωρισμού και ήπια ύφεση ή και απλά επιβράδυνση της οικονομίας), ανεξάρτητα από το τι τελικά θα συμβεί» προσθέτει.
Αντίο στον υψηλό πληθωρισμό;
Ουσιαστικά οι επενδυτές είναι ενθαρρυμένοι από τα στοιχεία στις ΗΠΑ, που έδειξαν τη μικρότερη αύξηση του δείκτη τιμών παραγωγού από το 2020 και τη βραδύτερη αύξηση των τιμών καταναλωτή από το 2021. Κάποιοι αναλυτές έσπευσαν να σημάνουν μάλιστα το τέλος του πολέμου κατά του υψηλού πληθωρισμού. «Η Fed κέρδισε ήδη τη μάχη κατά του πληθωρισμού» είπε χαρακτηριστικά στην τηλεόραση του Bloomberg ο Ραφαέλ Μπερτόνι της Gulf Investment Corp. «Εάν θέλουν να είναι σοβαροί στη διατήρηση του πληθωρισμού υπό έλεγχο, πρέπει να εστιάσουν περισσότερο στη μείωση του ισολογισμού ή στην ποσοτική σύσφιξη, παρά στην περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων» τόνισε.
Όχι τόσο γρήγορα
Δεν συμφωνούν όλοι με αυτή την άποψη και πρωτίστως οι αξιωματούχοι της Federal Reserve. Η Μάρι Ντέιλι, επικεφαλής της Fed Σαν Φρανσίσκο, είπε στο CNBC πως «είναι πολύ νωρίς ακόμη να πούμε ότι κάναμε αρκετά για να επιστρέψει ο πληθωρισμός στον στόχο». Ο συνάδελφός της, Κρίστοφορ Γουάλερ, πήγε ένα βήμα παραπέρα. Προέβλεψε ακόμη δύο αυξήσεις επιτοκίων μέσα στο έτος.
Περαιτέρω αυξήσεις θεωρούνται σίγουρες και από την ΕΚΤ στην Ευρώπη, αλλά η αγορά δεν πτοείται. Όσο και εάν η άλλοτε ατμομηχανή της Ευρωζώνης, η Γερμανία, δείχνει να έχει λυγίσει, στο σύνολό της η νομισματική ένωση αποδεικνύει μέχρι στιγμής αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στις αλλεπάλληλες κρίσεις και στις επιτοκιακές αυξήσεις. Είναι βέβαιο πως η Κριστίν Λαγκάρντ καλείται να τηρήσει λεπτές ισορροπίες, αλλά είναι επίσης λίγο – πολύ δεδομένο πως θεωρεί ότι η μάχη κατά του πληθωρισμού δεν έχει κερδηθεί. Κάποιες στιγμές μάλιστα φαίνεται να προσχωρεί εντελώς στο στρατόπεδο με τα «γεράκια» της κεντρικής τράπεζας.
Σήμα για ράλι των ομολόγων
Η τελευταία εβδομάδα είδε πέρα από τις μετοχές και τα ομόλογα να επιδίδονται σε ράλι, με τις τιμές τους να ενισχύονται αισθητά και τις αποδόσεις να υποχωρούν. Η εξέλιξη αποδίδεται και πάλι στα στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού στις ΗΠΑ, που γέννησαν προσδοκίες ότι οι επιτοκιακές αυξήσεις φτάνουν στο τέλος τους – ακόμη και κόντρα στις δηλώσεις των αξιωματούχων.
Ο Μπομπ Μισέλ, CEO σταθερού εισοδήματος στην J.P. Morgan Asset Management, τονίζει πως έφτασε επιτέλους η στιγμή που περίμενε ήδη από το περασμένο έτος. Δίνει έτσι σήμα αγοράς των ομολόγων. Πιστεύει ότι η Fed έχει ήδη αυξήσει υπερβολικά τα επιτόκια και θεωρεί ότι η αμερικανική οικονομία δεν θα αργήσει να διολισθήσει στην ύφεση, αν και αυτή πιθανότατα θα είναι ήπια.
Με τον πληθωρισμό να υποχωρεί και την οικονομία να κατεβάζει ταχύτητα, τα ομόλογα προβάλλουν ως η λογική επιλογή των επενδυτών. Ο Μισέλ, ο οποίος έχει εμπειρία άνω των 4 δεκαετιών στην αγορά, προβλέπει μάλιστα πως η Fed θα αναγκαστεί να μειώσει τα επιτόκια πριν από το τέλος του έτους. Εάν επιβεβαιωθεί, η κίνηση αυτή θα δώσει ώθηση στα ομόλογα.
«Ολοένα και περισσότεροι δείκτες αποκαλύπτουν ότι είμαστε σε ύφεση. Η περιοριστική νομισματική πολιτική έχει αρχίσει να δείχνει τα δόντια της στην πραγματική οικονομία» είπε στο Bloomberg. Πρόσφατη έκθεση της Fed άλλωστε έδειξε ότι το 37% των αμερικανικών επιχειρήσεων είναι σε distress. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό από τη δεκαετία του 1970.