Και εκεί που η Ευρώπη διεκήρυττε την νίκη της απέναντι στον ενεργειακό πόλεμο με τη Ρωσία, επικαλούμενη τη βουτιά των τιμών του φυσικού αερίου, το σκηνικό στην αγορά άλλαξε άρδην. Οι βουτιές έδωσαν τη θέση τους στα άλματα και παρόλο που οι τιμές εξακολουθούν να κινούνται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το καλοκαίρι του 2022, ο διπλασιασμός τους μέσα σε μόλις 10 ημέρες είναι μία ηχηρή υπενθύμιση πως δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού στο ενεργειακό μέτωπο. Η στροφή σε εναλλακτικές πηγές και σε ένα διαφοροποιημένο μείγμα είναι αναγκαία για να αποφευχθεί μία νέα ενεργειακή κρίση.
Χθες, Πέμπτη, η τιμή αυξήθηκε 27% στα 49,50 ευρώ ανά μεγαβατώρα και σήμερα διαπραγματεύεται μία ανάσα από τα 50 ευρώ στο ολλανδικό χρηματιστήριο. Πρόκειται για τα υψηλότερα επίπεδα από τις αρχές Απριλίου. Στις αρχές Ιουνίου η τιμή του συμβολαίου αναφοράς στο TTF είχε διολισθήσει στα 23 ευρώ/MwH, το χαμηλότερο σημείο εδώ και δύο χρόνια.
Ενώ οι τιμές εξακολουθούν να είναι σημαντικά μειωμένες από τις κορυφές τους το περασμένο καλοκαίρι, όταν η διακοπή των ροών του ρωσικού αερίου τις είχε εκτινάξει πάνω από τα 340 ευρώ, οι traders αρχίζουν να ανησυχούν. Και τούτο γιατί αντιλαμβάνονται ότι έχουμε εισέλθει σε μία νέα περίοδο έντονης μεταβλητότητας. Ύστερα από μία περίοδο ηρεμίας, ήρθε η καταιγίδα.
Το λουκέτο στο Groningen
Φωτιά στις τιμές έβαλαν προσωρινές διακοπές στον εφοδιασμό της Νορβηγίας και κυρίως το δημοσίευμα του Bloomberg, σύμφωνα με το οποίο η Ολλανδία θα προχωρήσει κανονικά στην υλοποίηση των σχεδίων της για κλείσιμο του κοιτάσματος Groningen – που κάποτε ήταν η μεγαλύτερη ενιαία πηγή εγχώριων προμηθειών της Ευρώπης – λόγω των σεισμών που έχει προκαλέσει στην περιοχή. Την άνοδο στηρίζουν και οι εκτιμήσεις για θερμοκρασίες – ρεκόρ το καλοκαίρι, που θα κρατούν ανοιχτά πολλές ώρες τα κλιματιστικά.
«Οι αναφορές για το κλείσιμο του Groningen προστέθηκε σε μια σειρά από άλλους παράγοντες, όπως ο καιρός, που σπρώχνουν ανοδικά τις τιμές του φυσικού αερίου», δήλωσε ο Tom Marzec-Manser της εταιρείας συμβούλων ενέργειας ICIS στους Financial Times. «Οι έντονες διακυμάνσεις αποτελούν απόδειξη ότι εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με τις προοπτικές φυσικού αερίου της Ευρώπης», πρόσθεσε.
Η παραγωγή φυσικού αερίου του Γκρόνινγκεν μειώθηκε στα 2,8 δισ. κυβικά μέτρα πέρυσι, το ελάχιστο για τη διατήρηση της λειτουργίας των αντλιών του, με τους σεισμούς να αποδίδονται σε γεωτρήσεις. Ενώ οι αποθήκες φυσικού αερίου της Ευρώπης έχουν πληρότητα άνω του 70% ήδη και είναι σε καλό δρόμο για την επίτευξη του στόχου του μπλοκ για 90% έως τις αρχές Νοεμβρίου, η αποθήκευση από μόνη της δεν μπορεί να καλύψει τη ζήτηση του χειμώνα χειμώνα.
«Πήραμε ήδη μία γερή πρόγευση των όσων μπορούν να έρθουν» σχολίασε ο Νικ Κάμπελ, διευθυντής της Inspired Energy στο Bloomberg. Οι υψηλές τιμές ενέργειας ήταν ο παράγοντας που πυροδότησε την πλέον σφοδρή κρίση κόστους ζωής στην Ευρώπη τα τελευταία 40 χρόνια, λυγίζοντας ακόμη και την κραταιά Γερμανία, που παγιδεύτηκε σε ύφεση, παρά τις άκρως γενναιόδωρες ενεργειακές επιδοτήσεις. Και ενώ ο γενικός πληθωρισμός υποχωρεί, οι αυξήσεις στα τρόφιμα και άλλα βασικά αγαθά στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης εξακολουθούν να «τρέχουν» σε διψήφια ποσοστά. Μία νέα άνοδος στις τιμές ρεύματος και καυσίμων θα ερχόταν να ρίξει δυσβάσταχτα βάρη σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, σε μία περίοδο που οι κυβερνήσεις δεν έχουν πια περιθώρια να ανοίξουν τα κρατικά ταμεία και να μοιράσουν χρήμα (δημοσιονομική ευελιξία τέλος στην Ευρωζώνη) και που η ΕΚΤ σφίγγει συνεχώς το ζωνάρι. Το κόστος δανεισμού είναι ήδη το υψηλότερο των τελευταίων 22 ετών και η Κριστίν Λαγκάρντ έστειλε χθες σήμα ότι δεν είναι διατεθειμένη για «παύση» ανάλογη με εκείνη της Fed.
Ο ρόλος της Κίνας
Τα βλέμματα όλων στρέφονται τώρα και στην Κίνα. Προς το παρόν η ανάκαμψή της είναι βραδύτερη από ό,τι πολλοί υπολόγιζαν, με αποτέλεσμα και η «δίψα» της για φυσικό αέριο και LNG να είναι σε επίπεδα, που δεν προκαλεί πρόβλημα στους Ευρωπαίους. Αν ωστόσο τον χειμώνα ανεβάσει ταχύτητα, η Ε.Ε. θα έχει να αντιμετωπίσει έναν μεγάλο ανταγωνιστή στη διεκδίκηση προμηθειών, που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη υψηλότερα το κόστος του φυσικού αερίου.