Το πολιτικό ρίσκο – έχοντας αποτιμηθεί ούτως ή άλλως ως περιορισμένο πριν από τις εκλογές – έχει πια φύγει τελείως από την εξίσωση οίκων αξιολόγησης και αγοράς. Η σαρωτική νίκη της ΝΔ και η προοπτική αυτοδυναμίας μετά τις κάλπες της 25ης Ιουνίου, έχει δώσει ώθηση σε ελληνικές μετοχές και ομόλογα. Μετά το χθεσινό άλμα, που συνοδεύθηκε από εκρηκτική εισροή κεφαλαίων, ο Γενικός Δείκτης καταγράφει άνοδο 0,6%. Νωρίτερα είχε ενισχυθεί έως και 1,2%. Σε υψηλά επίπεδα και σήμερα ο τζίρος. Στις 15:15 η αξία των συναλλαγών είχε σπάσει το φράγμα των 137 εκατ. ευρώ.
Τα βλέμματα και σήμερα σε τράπεζες και βαριά χαρτιά. Ο κλαδικός δείκτης των τραπεζών ενισχύεται 1,8% και οι τηλεπικοινωνίες ακολουθούν με άνοδο 1,6%. Τράπεζες, ΔΕΗ και ΟΤΕ είναι και οι τίτλοι με τον υψηλότερο τζίρο (Δείτε την επισκόπηση της αγοράς ΕΔΩ). Στην αγορά κρατικού χρέους η απόδοση του 10ετους ομολόγου παραμένει στο 3,9%.
Αίρεται η πολιτική αβεβαιότητα
Οι εξελίξεις στο πολιτικό πεδίο προχωρούν γρήγορα και αυτό είναι κάτι που ευνοεί την άνοδο της αγοράς. Σήμερα ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, αρνήθηκε να παραλάβει τη διερευνητική εντολή, ενώ το απόγευμα του Προεδρικού Μεγάρου θα περάσει και ο Νίκος Ανδρουλάκης του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος επίσης δεν σκοπεύει να την αξιοποιήσει. Αύριο η ΠτΔ θα διαπιστώσει αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, την Κυριακή το απόγευμα θα ορκιστεί η νέα Βουλή και τη Δευτέρα θα ανακοινωθεί η διάλυσή της ώστε να πάμε σε κάλπες στις 25 Ιουνίου. Η αγορά έχει προεξοφλήσει ισχυρή πλειοψηφία της ΝΔ στη νέα Βουλή που θα προκύψει μετά τις εκλογές του καλοκαιριού.
Αυτό που παραμένει ερωτηματικό είναι αν η πολιτική σταθερότητα επισπεύδει και την έλευση της επενδυτικής βαθμίδας. Ο S&P έδωσε σήμα ότι αυτή θα έρθει μέσα στους επόμενους 12 μήνες, αποφεύγοντας βεβαίως να πει εάν αυτό σημαίνει πως θα μας τη δώσει στις 20 Οκτωβρίου, όταν και έχει προγραμματιστεί η επόμενη αξιολόγηση από τον συγκεκριμένο οίκο. Ο Scope Ratings, που έχει προγραμματισμένη αξιολόγηση στις 4 Αυγούστου, χαρακτήρισε το αποτέλεσμα των εκλογών «credit positive», αν και σχολίασε πως οι οικονομικές προκλήσεις επιμένουν και δεν αφήνουν περιθώρια στη χώρα να ξεστρατίσει από τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής σύνεσης. Ο DBRS σημειώνει ότι το αποτέλεσμα των εκλογών σηματοδοτεί τη συνέχεια της πολιτικής και μία μεταρρυθμιστική πορεία που θα μπορούσε να ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη. «Θεωρούμε τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις που ενισχύουν τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας ως ισχυρούς παράγοντες για το αξιόχρεό της», αναφέρει ο οίκος. Θετικό σήμα είχε στείλει από χθες και ο Moody’s.
Στις 9 Ιουνίου, πριν ακόμη δηλαδή πάμε στις δεύτερες κάλπες, περιμένουμε ετυμηγορία του οίκου Fitch. Η συντριπτική επικράτηση της ΝΔ κάνει τους αναλυτές να διατηρούν κάποιες μικρές ελπίδες για ένα καλοκαιρινό δώρο αναβάθμισης, αν και σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτό το επικρατέστερο σενάριο. Θεωρείται πιο λογικό ο οίκος να περιμένει πρώτα να ολοκληρωθεί η εκλογική διαδικασία και απλά να στείλει ένα θετικό σήμα μέσα από τις επισημάνσεις του.
Πώς σχολιάζουν στη «Ν» Bank of America και Goldman Sachs
Μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι θεωρούν σε κάθε περίπτωση πως το 2023 θα είναι το έτος κατά το οποίο θα πούμε αντίο ύστερα από 13 χρόνια στα «σκουπίδια». Σε δήλωσή του στο Naftemporki.gr ο Αθανάσιος Βαμβακίδης, Managing Director, Global Head G10 FX Strategy της Bank of America- Merrill Lynch αναφέρει: «Οι αγορές έχουν αντιδράσει πολύ θετικά στο αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών, βλέποντας μία σταθερή και ισχυρή κυβέρνηση μετά τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση σε λίγες εβδομάδες».
Σημειώνει δε πως «η Ελλάδα θα πρέπει να επιμείνει στη μεταρρυθμιστική ατζέντα, που θα διασφαλίσει τη δημοσιονομική σταθερότητα και θα επιτρέψει την αποδέσμευση κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Η παραμονή στο μονοπάτι αυτό μετά τις εκλογές, πιστεύουμε ότι μπορεί να φέρει την επενδυτική βαθμίδα πριν από τα τέλη του έτους».
Από την πλευρά του ο Filippo Taddei, εκτελεστικός διευθυντής της Goldman Sachs, δήλωσε στο Naftemporiki.gr: «Το αποτέλεσμα των γενικών εκλογών είναι σημαντικό, καθώς αντιμετωπίζει το εναπομείναν, αλλά ουσιαστικό επίπεδο αβεβαιότητας για την πολιτική. Η οριστικοποίηση της εφαρμογής του Σχεδίου Ανάκαμψης και η εξασφάλιση μακροπρόθεσμης ανάπτυξης μέσω επενδύσεων είναι μία αλλαγή που χρειαζόταν εδώ και καιρό στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Ελλάδα. Ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο αποτέλεσμα των γενικών εκλογών, μία δέσμευση για στήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης και για διευκόλυνση του δομικού ανασχηματισμού της οικονομίας είναι, βραχυπρόθεσμα, ο πιο σημαντικός παράγοντας που πρέπει να κοιτάζει κανείς».
Όπως επισημαίνει «η Ελλάδα αναμένεται να λάβει μία ευρωπαϊκή δημοσιονομική στήριξη διαρκείας, που υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ ετησίως, που επικεντρώνεται στις επενδύσεις και εκτείνεται έως και το 2026. Τέτοιου είδους στήριξη προσφέρει στη χώρα την ευκαιρία, χωρίς να το εγγυάται, να αντιμετωπίσει το μακροχρόνιο επενδυτικό κενό, που είναι στο 7% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση. Στα τέλη του 2022 η Ελλάδα εξακολουθούσε να είναι 25% κάτω από το 2008 σε όρους ΑΕΠ. Η ενίσχυση της ανάπτυξης που στηρίζεται σε επενδύσεις είναι πιθανότατα ο πιο εύκολος δρόμος για την ελληνική οικονομία να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα στο αξιόχρεό της».