Πριν από τρία χρόνια με τον Ντόναλντ Τραμπ στο τιμόνι τους οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να πείσουν τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία να μειώσουν την παραγωγή πετρελαίου, καθώς τα lockdowns και η ύφεση είχαν οδηγήσει σε μία άνευ προηγουμένη κατάρρευση την τιμή του πετρελαίου. Μέσα σε τρία χρόνια, όμως, πολλά μπορούν να συμβούν. Τα περισσότερα από αυτά που ζήσαμε την τελευταία τριετία; Απροσδόκητα, ανατρεπτικά και συχνά επώδυνα.
Η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία επαναφέροντας έναν συμβατικό πόλεμο στην καρδιά της Ευρώπης. Η Ευρώπη πάλεψε να «καθαρίσει» την οικονομία της από τη ρωσική ενέργεια για να πληγώσει το Κρεμλίνο και αναγνωρίζοντας ότι θα πρέπει βραχυπρόθεσμα έστω να ματώσει πρώτα τον ίδιο της τον εαυτό. Η εκτίναξη των τιμών έφερε έναν ανεξέλεγκτο πληθωρισμό και οδήγησε στις πιο απότομες επιτοκιακές αυξήσεις των τελευταίων 4 δεκαετιών.
Το παιχνίδι της Σαουδικής Αραβίας
Αλλά αυτή τη φορά η Σαουδική Αραβία δεν ήταν διατεθειμένη να βοηθήσει. Τι και εάν ο Τζο Μπάιντεν είχε προσπαθήσει να επαναφέρει στη διεθνή σκηνή απαλλαγμένο από τα αμαρτήματά του τον Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν. Τι και εάν ο Γερμανός Όλαφ Σολτς θέλησε να σφίξει και εκείνος το χέρι του de facto ηγέτη του βασιλείου, που έπαψε έτσι να είναι έτσι ένας παρίας, που έφερε τη σκιά της δολοφονίας Κασόγκι; Το Ριάντ διάλεξε ξεκάθαρα στρατόπεδο: το ρωσικό.
Έβαλε μαζί με τα υπόλοιπα κράτη – μέλη του ΟΠΕΚ «μαχαίρι» στην παραγωγή του τον περασμένο Οκτώβριο και το έπραξε πάλι πριν από λίγες ημέρες Έτσι οι τιμές που πέρυσι θύμιζαν ασανσέρ και φέτος είχαν σταθεροποιηθεί σε σχετικά χαμηλά επίπεδα (ακόμη και κάτω από τα 70 δολάρια το βαρέλι), εκτινάχθηκαν και πάλι στα 85 δολάρια το βαρέλι. Απέχουν μεν από τα ιστορικά υψηλά επίπεδα, αλλά οι ειδικοί προειδοποιούν ότι δεν θα μείνουν εκεί. Και τούτο γιατί στην εξίσωση πρέπει να βάλουμε και την Κίνα. Η δεύτερη μεγαλύτερη καταναλώτρια πετρελαίου στον κόσμο (και κορυφαία εισαγωγέας) ανοίγει την οικονομίας και διψάει για ενέργεια. Και αυτός ο παράγοντας, σε συνδυασμό με την μειωμένη προσφορά, είναι ικανός να φέρει γρήγορα την τιμή κοντά στα 100 δολάρια.
Και αν το καρτέλ του ΟΠΕΚ καταφέρει να διατηρήσει τις τιμές σε αυτά τα επίπεδα, για αρκετό διάστημα μπορεί επίσης να θέσει σε κίνδυνο τις προσπάθειες των δυτικών χωρών να περιορίσουν τη ροή πετροδολαρίων προς την πολεμική μηχανή του Πούτιν.
Όπως σχολιάζουν και οι Financial Times, πάνω από όλα, οι τελευταίες ενέργειες των πετρελαιοπαραγωγών αποκαλύπτουν ακόμη μεγαλύτερη αστάθεια στη γεωπολιτική της ενέργειας. Σε μια εποχή που πολλοί πίστευαν ότι τα κράτη των πετροδολαρίων χάνουν σε δύναμη, το Ριάντ γίνεται και πάλι ξαφνικά δύναμη επιρροής.
«Η Σαουδική Αραβία είναι πλέον έτοιμη να υπομείνει πιέσεις με την Ουάσιγκτον επιδιώκοντας το δικό της οικονομικό συμφέρον», εξηγεί στους FT η Helima Croft, επικεφαλής εμπορευμάτων για την RBC Capital Markets. «O ΟΠΕΚ επέστρεψε στη θέση του οδηγού» προσθέτει.
Οι προβλέψεις των οίκων
O Fitch Solutions υπολογίζει ότι η μέση τιμή του μπρεντ φέτος θα διαμορφωθεί στα 100 δολάρια το βαρέλι, ενώ του αμερικανικού αργού θα ακολουθήσει πολύ κοντά στα 98 δολάρια. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει έως το τέλος του 2023 να δούμε τις τιμές να εκτινάσσονται αρκετά πέρα από το όριο των 100 δολαρίων, ακόμη και στα 120 δολάρια το βαρέλι.
Και η JPMorgan Chase υπολογίζει ότι μέσα στους επόμενους μήνες οι τιμές θα σπάσουν το φράγμα των 100 δολαρίων. Έτσι η μέση τιμή του μπρεντ για το 2023 θα διαμορφωθεί στα 96 δολάρια. Αντιθέτως η Citi δεν βλέπει ουσιαστική μεταβολή σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα και υπολογίζει τη μέση τιμή στα 84 δολάρια το βαρέλι.
Η πιο δραματική πρόβλεψη έρχεται από την ANZ με την μέση τιμή του μπρεντ στα 104,5 και τη μέση τιμή του αμερικανικού αργού στα 103,3 δολάρια για το 2023.
Brent WTI
Citi 84 79
Goldman Sachs 88 82
JP Morgan 96 89
Fitch Solutions 100 98
Standard Chartered 91 88
ANZ 104,5 103,3
Commerzbank 90 87
(Τιμή σε δολάρια ανά βαρέλι)