Το καταστροφικό 2022 για τις αγορές άνοιξε την όρεξη σε μία ομάδα επενδυτών που ποντάρει σε αποτυχίες: τους περιβόητους (ή διαβόητους για κάποιους) short sellers. Έτσι το 2023 ήρθε με μεγάλα σορταρίσματα, που όμως μέχρι τώρα έχουν κάψει τους θιασώτες τους.
Οι short sellers βγάζουν κέρδος από την πτώση μίας μετοχής δανειζόμενοι μετοχές εταιρειών που πιστεύουν ότι είναι υπερεκτιμημένες. Τις πωλούν και όταν πέσει η μετοχή, τις επαναγοράζουν σε χαμηλότερο κόστος. Έβγαλαν τεράστια κέρδη το 2022 από την τακτική αυτή, καθώς οι αγορές αιμορραγούσαν διαρκώς και ακόμη και πανίσχυροι κολοσσοί είδαν την μετοχική τιμή τους να καταποντίζεται.
Τον Ιανουάριο όμως οι χρηματιστηριακοί δείκτες πέτυχαν δυναμικό comeback. Δείκτης της Goldman Sachs που παρακολουθεί τις 50 πιο σορταρισμένες μετοχές στον Russell 3000 καταγράφει κέρδος 15% από τις αρχές του έτους – έναντι ανόδου 6% για τον S&P 500. Μετοχές που δέχθηκαν σφυροκόπημα πέρυσι, τώρα ανακάμπτουν δυναμικά. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Tesla. Την Παρασκευή πάτησε γκάζι, εξασφαλίζοντας άνοδο 11% και συνολικά τον Ιανουάριο εμφανίζει κέρδη 44%. Αυτά έρχονται ύστερα από πτώση 65% το 2022, που ήταν το χειρότερο έτος για την εταιρεία του Έλον Μασκ από την εισαγωγή της στο χρηματιστήριο. Ακόμη και το ανταλλακτήριο κρυπτονομισμάτων Coinbase Global έχει ανακάμψει τον τελευταίο μήνα 73%.
Τι έχει φέρει την ανάκαμψη της αγοράς
Σύμφωνα με στοιχεία της S3 Partners, που παρουσιάζει η Wall Street Journal, μόνο στην αμερικανική αγορά οι short sellers έχουν έρθει αντιμέτωποι με mark-to- market ζημιές ύψους 81 δισ. δολαρίων τον Ιανουάριο, ύστερα από κέρδη 300 δισ. δολαρίων μέσα στο 2022.
Τι είναι αυτό που προκαλεί κύμα ευφορίας στην αγορά και «σκοτώνει» το short selling; Περισσότερο μία αίσθηση πως τα χειρότερα πέρασαν, παρά πραγματικά στοιχεία. Ο πληθωρισμός έχει επιβραδυνθεί, γεγονός που γεννά σε πολλούς προσδοκίες ότι ο κύκλος των αυξήσεων επιτοκίων θα κλείσει σύντομα. Μία γεύση για το εάν αυτές οι προσδοκίες είναι δικαιολογημένες θα λάβουμε την Τετάρτη από τη Federal Reserve. Η αμερικανική κεντρική τράπεζα αναμένεται να αυξήσει το βασικό επιτόκιο κατά 25 μονάδες βάσης, ύστερα από αλλεπάλληλες αυξήσεις 50 και 75 μονάδων βάσης.
Ένας ακόμη παράγοντας που δίνει ώθηση στους «ταύρους» των αγορών είναι το γεγονός ότι τόσο η αμερικανική όσο και η ευρωπαϊκή οικονομία φαίνεται ότι τελικά θα αποφύγουν την ύφεση φέτος, παρουσιάζοντας ισχνή έστω ανάπτυξη, ενώ και η Κίνα προβλέπεται να ανεβάσει ταχύτητα.
Στήριγμα για τις μετοχές συνιστούν και οι ευνοϊκές τους αποτιμήσεις. Για παράδειγμα ο Nasdaq παρουσιάζει αναλογία P/E (μετοχική τιμή προς κέρδη ) 22, όταν τον Φεβρουάριο του 2021 το P/E του είχε εκτιναχθεί στο 37.
Οι επενδυτές της αγοράς ομολόγων φαίνεται επίσης να πιστεύουν ότι ο κύκλος της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής θα κλείσει. Η απόδοση του αμερικανικού 10ετους υποχώρησε στο 3,5% από 4,2% τον Οκτώβριο.
To (προς αποφυγή) παράδειγμα της δεκαετίας του 1970
Κάποιοι πάντως παραμένουν επιφυλακτικοί ως προς τη δυνατότητα της Fed να επαναφέρει τον πληθωρισμό σύντομα κοντά στον στόχο της – κάτι που είναι προϋπόθεση για να σταματήσει τις αυξήσεις επιτοκίων, πόσο μάλλον για να μειώσει το κόστος δανεισμού. «Νομίζω ότι οι πληγές του πληθωρισμού παραμένουν υπερβολικά βαθιές για να περιμένει κανείς να δει μειώσεις επιτοκίων» σχολιάζει στη WSJ o Τζέισον Μπρέιντι, διευθύνων σύμβουλος της Thornburg Investment Management.
Ο διοικητής της Fed έχει διαμηνύσει πως η κεντρική τράπεζα θέλει να αποφύγει τα λάθη της δεκαετίας του 1970, όταν οι υπεύθυνοι της νομισματικής πολιτικής βιάστηκαν να μειώσουν τα επιτόκια, πυροδοτώντας υψηλό πληθωρισμό και άνιση ανάπτυξη. Η μόνη περίπτωση να μειωθούν τα επιτόκια πριν υποχωρήσει αισθητά ο πληθωρισμός, είναι να “τρομάξει” η κεντρική τράπεζα από μία βαθιά ύφεση. Και αυτό δεν το εύχεται κανείς.