Εν μέσω σφοδρών γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων, ενεργειακής κρίσης και αβεβαιότητας, θα πίστευε κανείς πως ο χρυσός θα είναι το απόλυτο καταφύγιο για τους επενδυτές το 2022. Οι επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων ωστόσο οδήγησαν πολλούς στο να προτιμήσουν το δολάριο. Έτσι το πολύτιμο μέταλλο είδε την τιμή του να παραμένει εν πολλοίς σταθερή. Ούτε για τον «μαύρο χρυσό», δηλαδή το πετρέλαιο, τα πράγματα ήταν όσο εντυπωσιακά προμήνυε η έναρξη του περασμένου έτους. Έχοντας εκτιναχθεί έως και τα 140 δολάρια το βαρέλι τον περασμένο Μάρτιο, το μπρεντ έκλεισε τελικά την περασμένη χρονιά λίγο πάνω από τα 80 δολάρια, με άνοδο περίπου 10%. Στο 7% περιορίστηκαν τα ετήσια κέρδη για το αμερικανικό ελαφρύ αργό (WTI).
Τι περιμένουμε λοιπόν μέσα στο 2023; Θα μπορέσει ένας από τους δύο πρωταγωνιστές της αγοράς εμπορευμάτων να λάμψει πραγματικά; Ή θα επιμείνουν οι αντικρουόμενες εκείνες δυνάμεις, που θα περιορίσουν τα κέρδη και των δύο; Η Goldman Sachs επιχειρεί να δώσει την απάντηση, με την επισήμανση πάντα πως οι εκπλήξεις δεν αποκλείονται. Αν υπάρχει μία «σταθερά» τα τελευταία χρόνια στο γεωπολιτικό- οικονομικό πεδίο και τις αγορές, αυτή είναι η αστάθεια.
Τι έγινε την περασμένη χρονιά
Τα εμπορεύματα ήταν μία φωτεινή εξαίρεση σε ένα ζοφερό έτος για τις αγορές το 2022. Για δεύτερη διαδοχική χρονιά ο δείκτης εμπορευμάτων S&P GSCI ξεπέρασε κάθε άλλη κατηγορία ενεργητικού, προσφέροντας στους επενδυτές κέρδος 23%. Αλλά αυτή η εντυπωσιακή απόδοση στο σύνολο του έτους κρύβει το μάλλον απογοητευτικό δεύτερο εξάμηνο. Στις αρχές Ιουνίου τα κέρδη του δείκτη είχαν φτάσει στο 54%, για να χαθούν τους επόμενους μήνα τα μισά εξ αυτών. Μάλιστα επιμέρους στοιχεία του δείκτη, όπως τα βιομηχανικά και πολύτιμα μέταλλα, έκλεισαν τελικά τη χρονιά με απώλειες.
Ουσιαστικά στις αγορές εμπορευμάτων αυτό που είχαμε στο δεύτερο μισό του 2022 και θα επιμείνει ίσως και για μεγάλο διάστημα το 2023 ήταν ένας συνδυασμός πιέσεων στην προσφορά (που ωθούν τις τιμές προς τα επάνω), αλλά και ανησυχιών στο επίπεδο της ζήτησης (που τις οδηγούν χαμηλότερα).
Αν και τα χρόνια υποεπενδύσεων αποτελούν τη βασική υποστήριξη για πολλές τιμές των εμπορευμάτων, μια βαθύτερη παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση θα μπορούσε γρήγορα να υπονομεύσει τη ζήτηση, ειδικά δεδομένης της αβέβαιης ακόμα τροχιάς της οικονομίας της Κίνας εν μέσω μεταβαλλόμενων πολιτικών για τον COVID.
Ενάντια σε αυτούς τους κινδύνους, σημειώνουμε ότι τα παγκόσμια αποθέματα παρέμειναν χαμηλά στα περισσότερα εμπορεύματα παρά τους μήνες αδύναμης κινεζικής ζήτησης – ένδειξη εξίσου αδύναμων τάσεων προσφοράς. Τα χαμηλά αποθέματα αφήνουν επίσης τις τιμές ευαίσθητες σε πιθανές διαταραχές του εφοδιασμού σε πολιτικά ασταθείς περιοχές, όπως η Νότια Αμερική για τα βασικά μέταλλα ή τη Ρωσία και τη Μέση Ανατολή για το πετρέλαιο. «Δεδομένων αυτών των αντικρουόμεμων ρευμάτων, πιστεύουμε ότι οι κίνδυνοι γύρω από το βασικό μας σενάριο είναι εν πολλοίς ισορροπημένοι για τις τιμές των βιομηχανικών μετάλλων και του πετρελαίου φέτος» αναφέρουν οι αναλυτές της Goldman Sachs. «Όσον αφορά sτον χρυσό, εξακολουθούμε να αμφιβάλλουμε για την ικανότητά του να παρέχει στους επενδυτές μια αξιόπιστη αντιστάθμιση έναντι του πληθωρισμού ή του πολιτικού κινδύνου, δεδομένης της αξιοσημείωτης αποτυχίας του να το πράξει το περασμένο έτος» συμπληρώνουν.
Πετρέλαιο: Υψηλοί κίνδυνοι, χαμηλά αποθέματα
Οι τιμές του πετρελαίου στο πρώτο εξάμηνο του 2022 ωθήθηκαν από γεωπολιτικές εξελίξεις σε βαθμό που δεν έχει παρατηρηθεί από την ταραγμένη δεκαετία του 1970. Σχεδόν το 10% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου βρέθηκε σε κίνδυνο διακοπής σχεδόν εν μία νυκτί στον απόηχο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και της επακόλουθης εφαρμογής των δυτικών κυρώσεων. Δεδομένων των ήδη χαμηλών παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου και της λεπτής πλεονάζουσας χωρητικότητας, οι τιμές του πετρελαίου ευλόγως εκτινάχθηκαν υψηλότερα.
Οι τιμές έκτοτε υποχώρησαν ξανά κάτω από τα προπολεμικά επίπεδα. Αυτή η εκπληκτική ανατροπή αντικατοπτρίζει όχι μόνο την αποτυχία υλοποίησης των κινδύνων προσφοράς, αλλά και έναν συνδυασμό πτωτικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης μιας άνευ προηγουμένου απελευθέρωσης 200 εκατομμυρίων βαρελιών από το Στρατηγικό Αποθεματικό Πετρελαίου των ΗΠΑ, μια πτώση στην κινεζική ζήτηση πετρελαίου λόγω του COVID και τους φόβους για επικείμενη ύφεση.
Αν και οι τιμές του πετρελαίου έχουν υποχωρήσει, οι ανοδικοί κίνδυνοι που υποστήριξαν το αρχικό τους ράλι δεν έχουν εξαφανιστεί. Το πλήρες αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών κυρώσεων στη Ρωσία δεν θα είναι ορατό στις ενεργειακές αγορές πριν από το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Αυτοί οι περιορισμοί επηρεάζουν άμεσα 0,5 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως (b/d) θαλάσσιου αργού πετρελαίου και 1,1 εκατομμύρια b/d διυλισμένων προϊόντων.
Ενώ η Ρωσία έχει μέχρι στιγμής επιτύχει να ανακατευθύνει τις εξαγωγές αργού στην Ινδία και την Κίνα, αυτή η στρατηγική αρχίζει να παρουσιάζει κάποια όρια. Επιπλέον, θα είναι δύσκολο για τη Ρωσία να επαναλάβει αυτή τη στρατηγική στα διυλισμένα προϊόντα, καθώς τόσο η Κίνα όσο και η Ινδία ήταν καθαροί εξαγωγείς σε αυτήν την κατηγορία πέρυσι. Ως αποτέλεσμα, σχεδόν 2 εκατομμύρια b/d ρωσικών προμηθειών στην Ευρώπη παραμένουν σε κίνδυνο.
Ανοδική πίεση στις τιμές της ενέργειας θα μπορούσε επίσης να προκύψει από διαταραχές του εφοδιασμού σε άλλες χώρες, δεδομένων των γεωπολιτικών εντάσεων στη Μέση Ανατολή και της εγχώριας αστάθειας στη Λιβύη και σε άλλες χώρες εξαγωγής.
Σίγουρα, η ζήτηση για πετρέλαιο αντιμετωπίζει εξίσου υψηλό βαθμό κινδύνου εν μέσω μιας πιθανής ύφεσης των ΗΠΑ και της αβέβαιης ακόμα τροχιάς της οικονομίας της Κίνας. H Goldman Sachs υπολογίζει ότι η κινεζική ζήτηση μειώθηκε κατά 0,5 εκατομμύρια b/d κατά μέσο όρο πέρυσι, σημειώνοντας την πρώτη ετήσια πτώση από το 1990.
Ενώ ένα επιτυχές άνοιγμα της οικονομίας της Κίνας θα μπορούσε να βοηθήσει στην αντιστάθμιση της ασθενέστερης ζήτησης πετρελαίου αλλού, ένα πιο παρατεταμένο κύμα COVID θα μπορούσε να εντείνει τις ανησυχίες για τη ζήτηση.
Προς το παρόν «αναμένουμε ότι η παγκόσμια ζήτηση θα παραμείνει σε ανοδική τροχιά στο βασικό μας υπόδειγμα, υπερβαίνοντας τα επίπεδα προ-COVID μέχρι το τέλος του έτους. Η ικανοποίηση αυτής της ζήτησης θα απαιτήσει συνεχή ανάπτυξη από τους παραγωγούς των ΗΠΑ, καθώς ο ΟΠΕΚ έχει ήδη ανεβάσει την παραγωγή του στα προ του COVID-19 επίπεδα και έχει περιορισμένη πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα» αναφέρουν οι αναλυτές του επενδυτικού οίκου.
Αλλά για να δοθούν κίνητρα για πρόσθετες γεωτρήσεις, οι τιμές του πετρελαίου πρέπει να παραμείνουν αρκετά υψηλές ώστε να ξεπεραστεί ο πληθωρισμός του κόστους και η αυτοεπιβαλλόμενη κεφαλαιακή πειθαρχία που τώρα συγκρατεί την παραγωγή των ΗΠΑ. Αντίθετα, οι χαμηλότερες τιμές και η απογοητευτική ζήτηση είναι πιθανό να περιορίσουν την ανάπτυξη της παραγωγής.
Ενδεικτικά, η πτώση της τιμής του πετρελαίου Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου ακολουθήθηκε γρήγορα από μείωση της δραστηριότητας γεώτρησης και ολοκλήρωσης των ΗΠΑ, ενώ ο ΟΠΕΚ ανακοίνωσε αμέσως μείωση της παραγωγής για να σώσει τις τιμές.
Λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παραπάνω (ρευστούς εν πολλοίς) παράγοντες η Goldman Sachs υπολογίζει ότι οι τιμές του πετρελαίου θα κινούνται σε εύρος 70–100 δολαρίων μέχρι το τέλος του έτους. Ωστόσο υπάρχει πάντα ο κίνδυνος μίας ύφεσης των ΗΠΑ ή ενός νέου παγκόσμιου κύματος μολύνσεων από Covid. Σε μία τέτοια περίπτωση – που δεν αποτελεί πάντως βασικό σενάριο- οι τιμές θα μπορούσαν να υποχωρήσουν ακόμη και κάτω από τα 60 δολάρια το βαρέλι. Ακόμη και έτσι πάντως, «δεν θα περιμέναμε να διατηρηθούν αυτές οι χαμηλότερες τιμές για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεδομένης της πιθανής αντίδρασης των παραγωγών».
Χρυσός: «Δεν είναι αυτό που νομίζεις»
Από τη μετεωρική άνοδό του στη δεκαετία του 1970, ο χρυσός χαιρετίστηκε ως αποτελεσματικό μέσο προστασίας έναντι του πληθωρισμού. Όμως αυτή η φήμη αμαυρώθηκε το 2022, καθώς οι τιμές του χρυσού πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος του έτους σε αρνητικό έδαφος παρά τον υψηλότερο πληθωρισμό των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών. Αυτή η απογοητευτική απόδοση ήταν μια ακόμη υπενθύμιση ότι ο χρυσός τελικά δεν είναι «απόλυτο καταφύγιο». Υπόκειται σε μια πληθώρα συχνά αντικρουόμενων παραγόντων. Σήμερα η τιμή του χρυσού είναι κοντά στα 1.920 δολάρι η ουγκιά.
Παράδειγμα: ο αντίκτυπος της έκπληξης για τον πληθωρισμό του περασμένου έτους αντισταθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον συνδυασμό υψηλότερων επιτοκίων και την άνοδο του δολαρίου ΗΠΑ, με το οποίο ο χρυσός τείνει να συσχετίζεται αρνητικά. Αυτοί οι τύποι αντικρουόμενων ρευμάτων θα υπάρχουν και το 2023.
«Η εκτίμησή μας για χαμηλότερα ονομαστικά και πραγματικά επιτόκια απομακρύνει έναν από τους βασικούς αντίθετους ανέμους του περασμένου έτους προς τον χρυσό. Ωστόσο, τα πραγματικά επιτόκια εξακολουθούν να είναι πιθανό να παραμείνουν σε θετικό έδαφος, γεγονός που ιστορικά έχει οδηγήσει σε χαμηλότερες από τις μέσες αποδόσεις χρυσού. Σε τελική ανάλυση, τα θετικά επιτόκια δημιουργούν ένα κόστος ευκαιρίας για τη διατήρηση του χρυσού κοντά στα σημερινά επίπεδα» αναφέρεται στην έκθεση της Goldman. Σε καμία περίπτωση λοιπόν δεν συμμερίζεται την αισιοδοξία ορισμένων επενδυτών που βλέπουν τον χρυσό να εκτινάσσεται ακόμη και στα 4.000 δολάρια η ουγκιά φέτος.
Οι αναλυτές του αμερικανικού επενδυτικού κολοσσού επίσης δεν βλέπουν επιτακτική ανάγκη για τους επενδυτές να αντικαταστήσουν τις τοποθετήσεις τους σε δολάρια ΗΠΑ με χρυσό φέτος, δεδομένης της προοπτικής περαιτέρω – έστω και ελαφράς- ανατίμησης του αμερικανικού νομίσματος φέτος.
Σκεφτείτε ότι από το 1971 έως σήμερα έχει καταγραφεί μόνο 24% πιθανότητα για ένα σημαντικό ράλι χρυσού άνω του 10% σε περιόδους που το δολάριο ήταν σταθερό ή ανέβαινε. Στην πραγματικότητα, τα πιο σημαντικά ράλι χρυσού έλαβαν χώρα όταν το δολάριο ήταν σε τροχιά υποτίμησης. Με απλά λόγια, όταν το δολάριο ανατιμάται – μια κατάσταση που περιμένουμε και φέτος – η χαμηλή πιθανότητα ισχυρών αποδόσεων του χρυσού δεν δικαιολογεί τον κίνδυνο της αύξησης των τοποθετήσεων στο πολύτιμο μέταλλο.
Υπάρχουν πάντως μερικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τον χρυσό, όπως μία ύφεση στις ΗΠΑ που θα τον βοηθούσε να ανακτήσει τη λάμψη του ως ασφαλούς καταφυγίου. Ο χρυσός θα ωφεληθεί επίσης εάν οι κεντρικές τράπεζες χωρών όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Τουρκία συνεχίσουν να στρέφονται σε αυτόν. Τα τελευταία στοιχεία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Χρυσού δείχνουν ήδη αγορές ρεκόρ το πιο πρόσφατο τρίμηνο. Περαιτέρω γεωπολιτικές διαμάχες θα μπορούσαν ακόμη και να επιταχύνουν αυτή την τάση – αλλά αυτό είναι κάτι που κανείς δεν εύχεται. «Δεδομένων αυτών των αντιφατικών παραγόντων, παραμένουμε ουδέτεροι ως προς τον χρυσό μέχρι να παρουσιαστεί πιο ξεκάθαρη ευκαιρία» καταλήγει η Goldman.