Skip to main content

Πετρέλαιο: «Ναι μεν αλλά» οι τιμές την Παρασκευή

Ανοδικά κινούνται οι τιμές του πετρελαίου το πρωί της Παρασκευής, ενισχυμένες από τις ελπίδες για ανάκαμψη της ζήτησης από την Κίνα- αν και η εγκατάλειψη της πολιτική των μηδενικών κρουσμάτων έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των κρουσμάτων κορωνοϊού και έκτακτα μέτρα από τις χώρες που υποδέχονται ταξιδιώτες που προέρχονται από την ασιατική χώρα– και μετά τα στοιχεία που έδειξαν ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν χαμηλά αποθέματα καυσίμων.

Το πετρέλαιο σημείωσε άνοδο για δεύτερη συνεδρίαση, αλλά παραμένει σε τροχιά να καταγράψει απώλειες σε εβδομαδιαία βάση, καθώς στην αγορά επικρατούν οι ανησυχίες για ύφεση της οικονομίας και μειωμένη ζήτηση.

Αναλυτικά, οι τιμές του μπρεντ σημείωσαν άνοδο 1%, και διαμορφώθηκαν στα 79,44 δολάρια, ενώ το αμερικανικό αργό κινήθηκε 1% υψηλότερα και οι τιμές διαμορφώθηκαν στα 73,67 δολάρια το βαρέλι.

«Η αισιοδοξία για το άνοιγμα της Κίνας, και ειδικά τα περαιτέρω μέτρα για την τόνωση του κλάδου των ακινήτων, είναι ο κύριος ανοδικός παράγοντας για τις τιμές του πετρελαίου, ο οποίος βελτίωσε τις προοπτικές ζήτησης το επόμενο έτος», εξήγησε στο Reuters η Tina Teng της CMC Markets. «Μια μετριασμένη ισοτιμία του δολαρίου έχει επίσης ανοδική ώθηση στις αγορές πετρελαίου», πρόσθεσε.

Σε εβδομαδιαία βάση, ωστόσο, οι τιμές του πετρελαίου είναι σε τροχιά να κλείσουν χαμηλότερα, με τα συμβόλαια για μπρεντ και αμερικανικό αργό να υποχωρούν περίπου 7% σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα. Η ανησυχία για την πιθανότητα παγκόσμιας ύφεσης έχει επηρεάσει το κλίμα των συναλλαγών.

Εξηγώντας ο Edward Moya της OANDA σημειώνει: «Το πετρέλαιο προσπαθεί να σημειώσει άνοδο, αλλά οι ανησυχίες για τη ζήτηση διατηρούν τα κέρδη μικρά… Οι Σαουδάραβες μειώνουν τις τιμές καθώς η βραχυπρόθεσμη προοπτική ζήτησης αργού φαίνεται ότι δεν θα λάβει σημαντική ώθηση από το ισχυρό άνοιγμα της Κίνας». Ο Moya αναφέρεται στο γεγονός ότι η Σαουδική Αραβία μείωσε τις τιμές του αργού που πωλείται στην Ασία και την Ευρώπη τον Φεβρουάριο, υποδεικνύοντας ότι η ζήτηση στην κύρια αγορά της παραμένει υποτονική, λόγω της διεθνούς οικονομικής επιβράδυνσης και της αύξησης των κρουσμάτων του κορωνοϊού στην Κίνα.