Με τον ταχύτερο ρυθμό από το 1967 αγόρασαν χρυσό οι κεντρικές τράπεζες του πλανήτη, με Κίνα και Ρωσία να αναδεικνύονται στους μεγαλύτερους αγοραστές, σε μια σαφή ένδειξη της προσπάθειας που καταβάλλουν ορισμένες χώρες να διαφοροποιήσουν τα αποθέματά τους από το δολάριο.
Στοιχεία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Χρυσού, τα οποία επικαλούνται οι FT, έδειξαν ότι η ζήτηση για το πολύτιμο μέταλλο το 2022 ξεπέρασε την αντίστοιχη σε κάθε άλλο έτος στη διάρκεια των τελευταίων 55 χρόνων. Βεβαίως, η στροφή των κεντρικών τραπεζών προς τον χρυσό αποτελεί και ένδειξη «αμφιβολίας και αβεβαιότητας» με φόντο τη γεωπολιτική από τη στιγμή που οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους «πάγωσαν» τα αποθέματα της Ρωσίας σε δολάρια, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Άντριαν Ας, επικεφαλής έρευνας στην BullionVault.
Ιστορική καμπή
Οι φετινές αγορές σηματοδοτούν μια ιστορική καμπή για το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα. Το 1967, οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες είχαν αγοράσει μαζικά τεράστιες ποσότητες χρυσού από τις ΗΠΑ, ωθώντας σε άνοδο την τιμή του πολύτιμου μετάλλων αλλά και προκαλώντας την κατάρρευση των αποθεμάτων του London Gold Pool, εξέλιξη που επιτάχυνε το τέλος του Συστήματος Μπρέτον Γουντς που συνέδεε την αξία του αμερικανικού δολαρίου με τον χρυσό.
Τον προηγούμενο μήνα, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Χρυσού υπολόγιζε ότι οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο αγόρασαν 673 τόνους χρυσού, ενώ μόνο στο τρίτο τρίμηνο οι αγορές τους έφθασαν τους 400 τόνους, που σηματοδοτεί τη μεγαλύτερη τριμηνιαία αγορά από το 2000, όταν άρχισαν να καταγράφονται τα εν λόγω στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά είναι κατά πολύ υψηλότερα από τα αντίστοιχα του ΔΝΤ και μεμονωμένων κεντρικών τραπεζών, που κάνουν λόγο για αγορές 333 τόνων χρυσού στο εννεάμηνο έως τα τέλη Σεπτεμβρίου.
Οι αγορές στη διάρκεια του τρίτου τριμήνου καθοδηγήθηκαν από την Τουρκία με 31 τόνους, αυξάνοντας τον χρυσό στο 29% των συνολικών αποθεμάτων της. Ακολουθεί το Ουζμπεκιστάν με 25 τόνους, ενώ τον Ιούλιο το Κατάρ έκανε τη μεγαλύτερη μηνιαία αγορά χρυσού από το 1967. Επίσης, η κεντρική τράπεζα της Κίνας έκανε τον Νοέμβριο την πρώτη αύξηση στα αποθέματα χρυσού από το 2019, με αγορά 32 τόνων χρυσού αξίας 1,8 δισ. δολαρίων. Να σημειωθεί ότι οι αγορές αυτές έδωσαν ώθηση και στην τιμή του πολύτιμου μετάλλου, που τον Νοέμβριο εκτινάχθηκε στα 1.787 δολάρια η ουγκιά, έχοντας έκτοτε ξεπεράσει τα 1.800 δολάρια.
Η Ρωσία
Για τη Ρωσία, οι κυρώσεις έχουν δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στη βιομηχανία εξόρυξης χρυσού της, που είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο μετά την Κίνα και η οποία δυσκολεύεται τώρα να κάνει πωλήσεις στις διεθνείς αγορές. Oι κυβερνήσεις της Δύσης έχουν παγώσει αποθέματα σε ξένο νόμισμα που διακρατεί η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας αξίας 300 δισ. δολαρίων, εξαιτίας των κυρώσεων.
Το 2006, η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας είχε εκδηλώσει την επιθυμία ο χρυσός να αντιπροσωπεύει το 20% έως 25% των αποθεμάτων της, ενώ τον Φεβρουάριο του 2022 -τελευταία φορά που είχε δημοσιεύσει στατιστικά στοιχεία- ο χρυσός εκπροσωπούσε το 20,9% των αποθεμάτων της.
Επίσης, έχει μειώσει την ποσότητα των αμερικανικών κρατικών ομολόγων που διακρατεί μόλις στα 2 δισ. δολάρια από άνω των 150 δισ. δολαρίων του 2012, ενώ έχει αυξήσει τα αποθέματά της σε χρυσό περισσότερο από 1.350 τόνους, αξίας 80 δισ. δολαρίων σε τρέχουσες τιμές, σύμφωνα με την ελβετική τράπεζα Julius Baer.
Oι επόμενοι μήνες θα δείξουν εάν οι αγορές ρεκόρ των κεντρικών τραπεζών σε χρυσό ήταν απλά μια ευκαιριακή κίνηση, καθώς η τιμή χρυσού υποχώρησε κάτω από τα 1.700 δολάρια τον Οκτώβριο, ή αποτελούν μια πιο διαρθρωτική αλλαγή.
Προβλέψεις για απογείωση της τιμής το 2023
Μερίδα αναλυτών βλέπει τον χρυσό να λάμπει μέσα στην επόμενη χρονιά. Στους «ταύρους» της αγοράς για το πολύτιμο μέταλλο περιλαμβάνεται και η Swiss Asia Capital. Ο Γιούργκ Κίνερ, γενικός διευθυντής και επικεφαλής επενδύσεων της εταιρείας εκτιμά ότι η τιμή του χρυσού μπορεί να εκτιναχθεί έως και τα 4.000 δολάρια η ουγκιά μέσα στην επόμενη χρονιά, από περίπου 1.825 δολάρια σήμερα.
«Η τιμή του θα φτάσει από 2.500 έως 4.000 δολάρια κάποια στιγμή μέσα στο 2023» τόνισε ο Κίνερ στο CNBC. «Υπάρχουν υψηλές πιθανότητες να δούμε μία μεγάλη ανοδική κίνηση. Δεν πρόκειται να έχουμε αύξηση μόνο 10% ή 20%, αλλά κάτι που θα οδηγήσει την τιμή σε νέα υψηλά» πρόσθεσε.