Όλα τα βλέμματα των επενδυτών είναι στραμμένα στις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ, που θα καθορίσουν τη νέα σύνθεση του Κογκρέσο και σε ποιο βαθμό αυτό θα είναι «φιλικά» ή «εχθρικά» προσκείμενο στον πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν. Εάν οι Ρεπουμπλικάνοι- που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, αλλά και τα «στοιχήματα» των αγορών είχαν το προβάδισμα- κερδίσουν τελικά τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, της Γερουσίας ή και των δύο σωμάτων, θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε μετωπική σύγκρουση με τον Δημοκρατικό Μπάιντεν και τελικά να βάλουν στον «πάγο» εξαγγελίες του προέδρου.
Η σύγκρουση (και η επακόλουθη πολιτική παράλυση) πάντως δεν ερμηνεύεται απαραίτητα ως πρόβλημα από τις αγορές – ειδικά όταν οι εξαγγελίες που παγώνουν αφορούν αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο για τη Wall Street ή υψηλότερη φορολογία των πλουσίων. Ας δούμε όμως τι αποκαλύπτουν τα ιστορικά δεδομένα για τις ενδιάμεσες εκλογές και την επίδρασή τους στις αγορές.
Το κόμμα του προέδρου σπάνια βγαίνει κερδισμένο
Αν και ο προέδρος Τζο Μπάιντεν έχει καλέσει τους ψηφοφόρους να αντιμετωπίσουν τις ενδιάμεσες κάλπες ως μία μάχη για την προστασία της Δημοκρατίας και των θεσμών και ως μία επιλογή για το μέλλον τους, οι ενδιάμεσες εκλογές πολύ συχνά εξελίσσονται σε ισχυρό μήνυμα αν όχι ψήφο διαμαρτυρίας για το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία.
Ο Τζορτζ Γ. Μπους ήταν η εξαίρεση σε αυτή την τάση, με τους αναλυτές να το αποδίδουν στις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, οι οποίες και συσπείρωσαν τους πολίτες γύρω από τον ηγέτη. Επί Μπιλ Κλίντον οι Δημοκρατικοί έχασαν 54 έδρες, επί Τζορτζ Μπους οι Ρεπουμπλικάνοι κέρδισαν 8 έδρες, επί Μπαράκ Ομπάμα οι Δημοκρατικοί έχασαν 63 έδρες και επί Ντόναλντ Τραμπ οι Ρεπουμπλικάνοι έχασαν 41 έδρες.
Σήμερα η Γερουσία είναι μοιρασμένοι (50 – 50 έδρες), ενώ στη Βουλή οι Δημοκρατικοί έχουν απόλυτη πλειοψηφία με διαφορά 10 εδρών.
Τι λέει η Ιστορία για την αντίδραση των αγορών
Η μέση ετήσια απόδοση για τον S&P 500 είναι 14% σε περίπτωση διχασμένου Κογκρέσου (κάθε ένα από τα δύο κόμματα έχει τον έλεγχο ενός σώματος) και 13% όταν το Κογκρέσο ελέγχεται πλήρως από τους Ρεπουμπλικανούς σε διακυβέρνηση Δημοκρατικού προέδρου. Αυτό προκύπτει από στοιχεία που έχει αναλύσει η RBC Capital Markets από το 1932 έως σήμερα.
Σημειώνεται πάντως πως ο S&P έχει υποχωρήσει 20% φέτος.
Ο δείκτης έχει σημειώσει άνοδο σε κάθε περίοδο 12 μηνών μετά την ενδιάμεση ψηφοφορία για 19 συνεχόμενα χρόνια από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με την Deutsche Bank, ενώ κατά τα τελευταία 18 ενισχύθηκε κατά μέσο όρο πάνω από 15% για το έτος μετά την ενδιάμεση ψηφοφορία, σύμφωνα με την Oxford Economics.
Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές είναι επιφυλακτικοί ότι το σερί κινδυνεύει φέτος, δεδομένων των ανησυχιών ότι η οικονομία οδεύει σε ύφεση.
Ενώ οι επενδυτές τείνουν να ευνοούν το πολιτικό αδιέξοδο, μια διχασμένη κυβέρνηση μπορεί να φέρει μια σκληρή μάχη για την αύξηση του ανώτατου ορίου του χρέους των ΗΠΑ που θα μπορούσε να πυροδοτήσει ανησυχίες για μια χρεοκοπία των ΗΠΑ και να τονώσει την αστάθεια της αγοράς.
Η υγειονομική περίθαλψη, η ενέργεια και η άμυνα είναι από τους τομείς του χρηματιστηρίου που θα μπορούσαν να δουν τη μεγαλύτερη αστάθεια στον απόηχο των εκλογών.
Μια νίκη των Ρεπουμπλικανών θα μπορούσε να μετριάσει τις ανησυχίες σχετικά με πρωτοβουλίες των Δημοκρατικών να προωθήσουν σκληρότερες πολιτικές για τις τιμές των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, υποστηρίζοντας πιθανώς τις φαρμακευτικές και βιοτεχνολογικές μετοχές. Μια νίκη του GOP (Grand Old Party, Ρεπουμπλικανοί) θα μπορούσε επίσης να αυξήσει τις προσδοκίες για υψηλότερες αμυντικές δαπάνες και ευνοϊκότερη νομοθεσία για τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων.
Μια αιφνιδιαστική νίκη των Δημοκρατικών θα μπορούσε να ενισχύσει τις μετοχές των εταιρειών καθαρής ενέργειας και κάνναβης, δεδομένων των προσδοκιών ότι το κόμμα θα ευνοούσε πιθανότατα τη νομοθεσία πιο φιλική προς αυτές τις βιομηχανίες.
Στρατηγικοί αναλυτές της Morgan Stanley έγραψαν τη Δευτέρα ότι μια νίκη των Δημοκρατικών θα μπορούσε να αυξήσει τις αποδόσεις του Δημοσίου και να ενισχύσει το δολάριο, αντανακλώντας την άποψη ότι δυνητικά υψηλότερες δημοσιονομικές δαπάνες θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τον πληθωρισμό και να αναγκάσουν την Federal Reserve να αυξήσει τα επιτόκια υψηλότερα από το αναμενόμενο .