Τα άγνωστα στο ευρύ κοινό τμήματα της παγκόσμιας κεφαλαιαγοράς την απειλούν με εμφάνιση επιπλέον πιέσεων, την ώρα που πασχίζει να αποφύγει την αναζήτηση νέων χαμηλών για τους βασικούς χρηματιστηριακούς δείκτες.
Το άγνωστο τρομάζει και προκαλεί συνήθως υπερβολικές αντιδράσεις όταν αποκαλύπτεται η ύπαρξη τμημάτων που έχουν αποκλειστεί τα κεφάλαια των ιδιωτών αλλά και πολλών παραδοσιακών επενδυτικών οντοτήτων. Το τμήμα των subprime mortgages αποτέλεσε το 2008 τη βάση για την εμφάνιση της παγκόσμιας κρίσης αξιοπιστίας των διατραπεζικών συναλλαγών και δεν ξεχνάει το επενδυτικό κοινό την αίσθηση πως πέφτουν από τα σύννεφα καθώς δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής στην αγορά αυτή.
Υπάρχει και στην τρέχουσα φάση μια πιθανή υπό ανάπτυξη μαύρη τρύπα που αφορά την λεγόμενη private market αγορά που ενδέχεται να προκαλέσει όλεθρο σε παγκόσμια κλίμακα στις αγορές μετοχών και ομολόγων. Ο λόγος για κάτι τέτοιο είναι η σύσφιξη στις χρηματοοικονομικές συνθήκες σε όλο τον κόσμο. Έτσι τα κεφάλαια της private market αγοράς απαιτούν από τους διαχειριστές τους να συγκεντρώσουν περισσότερα από τα μετρητά για τα οποία δεσμεύτηκαν κατά τη διάρκεια των ημερών με το εύκολο χρήμα για αναίρεση της κρίσης της πανδημίας. Ο φόβος προκύπτει από την εκτίμηση ότι ένας μεγάλος αριθμός άλλων διαχειριστών θα πρέπει να ρευστοποιήσουν περιουσιακά στοιχεία για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις.
Τι είναι το private market
Είναι όρος που δίνεται σε ένα συγκεκριμένο οικοσύστημα επενδυτών που τον συνιστούν εταιρείες private-equity, κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου (venture capitalists) , θεσμικών επενδυτών, hedge funds, άμεσων δανειστών και διαχειριστών κεφαλαίων αλλά και των εταιρειών που επιδιώκουν να πουλήσουν μετοχές ή να δανειστούν μεγάλα ποσά. Αποκλεισμένο από τους ιδιώτες επενδυτές.
Οι επενδυτές του private market είναι εταιρείες όπως η Bain Capital, η Apollo Global Management, η TPG, η KKR και η Blackstone – διαφέρουν από τους venture capitalists, οι οποίοι παρέχουν εισροή μετρητών σε μικρές νεοφυείς επιχειρήσεις και ελπίζουν πως θα ανθίσουν αναδυόμενοι ως το επόμενο Facebook.
Έγινε πρόσφατα σημαντική πάλι αλλά δεν είναι καινούργια: Είναι ο τρόπος με τον οποίο η J.P. Morgan, εργάστηκε στη διαμόρφωση της βιομηχανίας χάλυβα των ΗΠΑ. Τις δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τέτοιοι dealmakers επισκιάστηκαν από τη συσσώρευση ισχυρών δημόσιων χώρων άντλησης κεφαλαίων, όπως το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και το Nasdaq, που βοήθησαν να καταστούν οι μετοχές ευρέως γνωστές στους Αμερικανούς, ενώ οι παραδοσιακές τράπεζες ήταν η κύρια πηγή δανείων. Μια νέα φάση ξεκίνησε με την έκρηξη των εξαγορών με μόχλευση της δεκαετίας του 1980. Τότε οι καινοτομίες στην αγορά ομολόγων επέτρεψαν στις λεγόμενες εταιρείες εξαγοράς να αγοράσουν πολύ μεγαλύτερες εταιρείες εισηγμένες στο χρηματιστήριο.
Τα περιουσιακά στοιχεία στο private market στον 21ο αιώνα ανήλθαν συνολικά σε 10 τρισεκατομμύρια δολάρια τον Σεπτέμβριο του 2021, σχεδόν πέντε φορές περισσότερα από το 2007, σύμφωνα με την Preqin, έναν πάροχο χρηματοοικονομικών δεδομένων. Οι δημόσιες αγορές εξακολουθούν να είναι πολύ μεγαλύτερες, αλλά έχουν αναπτυχθεί πιο αργά, διπλασιάζοντας περίπου την ίδια περίοδο. Στις ΗΠΑ, οι εταιρείες που παρέμειναν εκτός των επίσημων αγορών έχουν συγκεντρώσει περισσότερα χρήματα από εκείνες των οποίων οι τίτλοι διαπραγματεύονται σε δημόσιες αγορές κάθε χρόνο από το 2009, σύμφωνα με έκθεση της Morgan Stanley για το 2020. Στις αγορές χρέους, η «ιδιωτική πίστωση» αντιπροσωπεύει ένα κλάσμα της χρηματοδότησης που παρέχεται από τράπεζες ή ομόλογα που διαπραγματεύονται στο δημόσιο, αλλά διπλασιάστηκε παγκοσμίως τα τελευταία πέντε χρόνια σε 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια.