Η ενεργειακή κρίση ακύρωσε την πρόθεση αρκετών εισηγμένων να συνεχίσουν και το 2022 να εκδίδουν εταιρικά ομόλογα αφενός για να υλοποιήσουν επενδύσεις και αφετέρου να περιορίσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις.
Η επιθετική πολιτική που ακολουθούν οι κεντρικές τράπεζες ακριβαίνοντας το χρήμα από το καλοκαίρι λόγω του υψηλού πληθωρισμού, ουσιαστικά έβαλε φρένο στον θεσμό των εταιρικών ομολόγων, τουλάχιστον μέχρι την άνοιξη του 2023.
Δεν είναι μικρό πράγμα για τις εισηγμένες να μπορείς να δανειστείς για πέντε ή επτά χρόνια με κλειδωμένο επιτόκιο 2% ή 3%, χωρίς να έχεις το ρίσκο μιας μελλοντικής μεγάλης ανόδου στο κόστος του χρήματος.
Σήμερα, όπως αποτυπώνεται και στον πίνακα, η τρέχουσα απόδοση για τις εισηγμένες που έχουν εταιρικά ομόλογα στην πλατφόρμα του Χρηματιστηρίου έχει ξεπεράσει το 5% από 2%-2,5% που ήταν το επιτόκιο έκδοσης, με την εικόνα να χειροτερεύει όσο αυξάνεται και το βασικό επιτόκιο χρηματοδότησης του ευρώ (2%).
Από την άλλη πλευρά, οι αποταμιευτές, μέσω των εταιρικών ομολόγων, βρίσκουν διέξοδο σε αποδόσεις που είναι πολύ καλύτερες από αυτές των τραπεζικών επιτοκίων, αναλαμβάνοντας φυσικά και το σχετικό -περιορισμένο σε γενικές γραμμές- ρίσκο.
Ένας επενδυτής που τοποθετεί σήμερα 200.000 ευρώ σε ένα εταιρικό ομόλογο μπορεί να εισπράττει τόκους 4.000 ευρώ ετησίως, όταν το αντίστοιχο έσοδο από τις προθεσμιακές τραπεζικές καταθέσεις είναι μικρότερο των 200 ευρώ.
Αντί για ΑΜΚ
Είναι απόλυτα σαφές ότι η πλατφόρμα των εταιρικών ομολόγων είχε αντικαταστήσει την τελευταία εξαετία (2016-2021), αλλά και το πρώτο εξάμηνο του 2022, την παραδοσιακή αγορά της αύξησης κεφαλαίων με μετρητά στο Χρηματιστήριο, αφού αναδεικνύεται η νέα δεξαμενή άντλησης κεφαλαίων για εισηγμένες και μη εταιρείες.
Η αγορά των ομολόγων προσφέρει στις εταιρείες μια αξιόπιστη, εναλλακτική πηγή άντλησης κεφαλαίων. Με φθηνότερο επιτόκιο από τον τραπεζικό δανεισμό, αλλά και χωρίς να χρειαστεί η έξοδος στις διεθνείς αγορές, αφού το ελληνικό στοιχείο έχει αποδείξει ότι μπορεί να συνδράμει αποφασιστικά στην κάλυψη ακόμη και των ιδιαίτερα απαιτητικών εκδόσεων. Ζητούμενο βεβαίως είναι και η βαθμιαία διεύρυνση της συμμετοχής των ξένων επενδυτών.
Οι κάτοχοι ομολόγων με τόσα χρόνια μηδενικά επιτόκια είχαν ξεχάσει τι θα πει λογιστική απώλεια στα χαρτοφυλάκιά τους. Η αγορά ήξερε και περίμενε τι θα συμβεί και το timing του 2020-2021 θεωρήθηκε σαν ένα παράθυρο ευκαιρίας. Πολλές εταιρείες έσπευσαν να εκδώσουν ομόλογα πριν από το ξεκίνημα της αύξησης επιτοκίων, ωστόσο δεν είχαν υπολογίσει την ενεργειακή κρίση, που ήταν το κερασάκι στην τούρτα.
Από τις αρχές του 2022 έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αθηνών μόνο τέσσερα νέα ομόλογα (Premia τον Ιανουάριο, Safe Bulkers τον Φεβρουάριο, Lamda Development τον Ιούνιο και CLPL τον Ιούλιο) -εξαιρουμένων των τραπεζικών (Eurobank και Alpha Bank)-, σχεδόν τα μισά από αυτά που εισήχθησαν το 2021, με μόλις 530 εκατ. ευρώ να έχουν αντληθεί, ενώ πέραν του τίτλου της Coca-Cola δεν έχει εκδοθεί κανένα διεθνές ελληνικό ομόλογο (με διαπραγμάτευση στις διεθνείς αγορές).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τρίτης 1ης Νοεμβρίου 2022, όλα τα ομόλογα που είναι εισηγμένα στο Χ.Α. διαπραγματεύονται κάτω από την ονομαστική τους αξία, με εξαίρεση τους τίτλους των Lamda Development (λήξης) 2029 και B&F, ενώ κοντά στην ονομαστική του αξία διαπραγματεύεται το ομόλογο της Coral. Τη μεγαλύτερη πτώση τιμών, άνω του 10%, σημειώνουν τα ομόλογα των Noval Property, Premia, ΕΛΒΑΛΧαλκόρ, Prodea, Motor Oil και ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ (λήξης 2028).
Άνοδος αποδόσεων
Σε ό,τι αφορά τις αποδόσεις, η άνοδος είναι εκρηκτική τη στιγμή που το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, όπως αποτυπώνεται στην απόδοση του 10ετούς ομολόγου, έχει υπερ-τριπλασιαστεί φέτος και κινείται στο 4,5% έχοντας ξεπεράσει κάποιες φορές και το 5,09%, στα υψηλότερα επίπεδα από το 2017, όταν ουσιαστικά πήρε «μπρος» η ελληνική αγορά εταιρικών ομολόγων. Η τρέχουσα απόδοση στη λήξη σε σύγκριση με αυτή στις αρχές του έτους έχει εκτοξευθεί άνω του 100% για τους τίτλους των Premia, Motor Oil, ΟΠΑΠ και ΕΛΒΑΛΧαλκόρ, ενώ σημαντική αύξηση έχουν καταγράψει οι αποδόσεις σχεδόν όλων των τίτλων, με μόνο το ομόλογο της Lamda Development (λήξης 2029) να βλέπει πτώση και τον τίτλο (χαμηλής εμπορευσιμότητας) της B&F να σημειώνει οριακή μόνο άνοδο.
Αν και οι περισσότερες από τις μεγάλες εταιρείες έχουν μεγάλα ταμεία με χαμηλό κόστος δανεισμού, ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις που θέλουν να κάνουν μεγαλύτερες επενδύσεις, με το κόστος δανεισμού πλέον να αρχίζει να είναι απαγορευτικό. Όσο τα επιτόκια ανεβαίνουν, οι επενδύσεις με ακριβό κόστος δανεισμού έχουν σημαντικό βαθμό ρίσκου. Άλλωστε η αύξηση των επιτοκίων έχει σκοπό να φέρει ύφεση για να υποχωρήσει ο πληθωρισμός. Για να δούμε και πάλι διέξοδο στην αγορά ομολόγων για νέο δανεισμό από πολλές εταιρείες ή και το ίδιο το κράτος, θα πρέπει να δούμε την ομαλοποίηση της κατάστασης και ένα περιβάλλον όπου θα μπορούν να μειωθούν τα επιτόκια.