Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Ήταν ίσως η μεγαλύτερη υποχώρηση στρατιωτικών δυνάμεων. Ήταν το θαύμα της σωτηρίας ή μια κολοσσιαία καταστροφή;
«Πρέπει να προσέξουμε πολύ, να μην αποδώσουμε σε αυτή τη διάσωση την ιδιότητα μιας νίκης. Οι πόλεμοι δεν κερδίζονται με εκκενώσεις».
Στον ιστορικό λόγο του στις 4 Ιουνίου 1940 ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, αφού απαριθμεί τις απώλειες, ανθρώπινες και υλικές, προετοιμάζει τους συμπατριώτες του για τον μεγάλο αγώνα που τους περίμενε. Μία μεγάλη ήττα μετατρέπεται σε έκκληση συσπείρωσης, «μια προσπάθεια που παρόμοιά της δεν έχει εμφανιστεί στην Ιστορία μας… Το κεφάλαιο και οι εργάτες έχουν αφήσει κατά μέρος τα συμφέροντά τους, τα δικαιώματα και τις συνήθειές τους και τα έχουν ρίξει στην κοινή πάλη…».
Πάλη που φέρνει ζάλη, μα όχι χωρίς υπόσχεση μεγάλη.
«Θα προχωρήσουμε ως το τέλος, θα πολεμήσουμε στη Γαλλία, θα πολεμήσουμε στις θάλασσες και στους ωκεανούς, θα πολεμήσουμε με όλο και περισσότερη αυτοπεποίθηση, με όλο και περισσότερη δύναμη στον αέρα, θα υπερασπιστούμε το Νησί μας, όποιο και αν είναι το κόστος, θα πολεμήσουμε στις παραλίες, θα πολεμήσουμε στους διαδρόμους προσγείωσης, θα πολεμήσουμε στα χωράφια και στους δρόμους, θα πολεμήσουμε στους λόφους. Δεν θα παραδοθούμε ποτέ!».
Όσοι είδαν τη «Δουνκέρκη» του Κρίστοφερ Νόλαν, έχουν φρέσκο στη μνήμη τους το παραπάνω απόσπασμα. Μ’ αυτό κλείνει η ταινία με την εισπρακτική επιτυχία. Κάποιοι είπαν ότι αλλοιώνει την ιστορική μνήμη, άλλοι γκρίνιαξαν για την απουσία των Γερμανών -είναι μόνο πυρά και αεροπλάνα- κάμποσοι για την προσκόλληση στους εθνικούς μύθους του «Νησιού», οι Γάλλοι για το σενάριο, μα ο αγώνας της επιβίωσης δεν είναι σεμινάριο. Η απόγνωση, ο φόβος και η αίσθηση της απώλειας δεν είναι ηρωικό τροπάριο. Δεν μπορούν να μπουν όλοι «μες στη βάρκα». Χωρίς να έχουν ζήσει πόλεμο, το ξέρουν καλά της Ελλάδας τα νιάτα. Οι πόλεμοι δεν κερδίζονται με εκκενώσεις και η χώρα με διασώσεις. Όταν τελειώσουν τα μνημόνια, θα συνεχίσουν τον βομβαρδισμό τα νετρόνια.