Έχουμε εισέλθει σε μια εποχή καταιγιστικών εξελίξεων. Είναι η εποχή του Ντόναλντ Τραμπ, αφού τα πάντα κινούνται στη βάση των προθέσεων, σχεδίων και διαθέσεων του Αμερικάνου προέδρου.
Ενός προέδρου που εμφανίζεται αποφασισμένος να κάνει όλα όσα υποσχέθηκε προεκλογικά: από τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία έως την επιβολή βαρύτατων δασμών σε εμπορικούς εταίρους που πιστεύει ότι «εξαπατούσαν» τις ΗΠΑ και θα πρέπει τώρα να πληρώσουν. Είναι δε πεπεισμένος για τα μακροπρόθεσμα οφέλη και δεν φαίνεται να κάμπτεται από την αιμορραγία στις αγορές και τις φωνές που προειδοποιούν για ύφεση της οικονομίας.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον πόσο θα «πονέσει» η Ευρώπη και ποιος θα είναι ο αντίκτυπος στις αγορές; Πώς θα αντιδράσουν κυβερνήσεις και ΕΚΤ; Και τι άμυνες μπορεί να έχει μια μικρή οικονομία όπως η Ελλάδα;
Θέσαμε όλα αυτά τα ερωτήματα στον Filippo Taddei, Senior European Economist της Goldman Sachs. Ο κ. Taddei εκτιμά ότι μετά τους δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο το επόμενο χτύπημα του Τραμπ θα έρθει στη μορφή δασμών 25% στην αυτοκινητοβιομηχανία – και αυτό βεβαίως θα πλήξει πολύ περισσότερο τη γηραιά ήπειρο. Ο εμπορικός πόλεμος, όπως εκτιμά η Goldman Sachs, θα «φάει» τουλάχιστον 0,5% με 0,6% από τον ρυθμό ανάπτυξης της Ε.Ε., προσγειώνοντάς τον στο 0,8% φέτος, με την επίδραση να γίνεται αισθητή άμεσα.
Από την άλλη οι γεωπολιτικές εξελίξεις, με την «αφύπνιση» της Ευρώπης και τα σχέδια για αύξηση των αμυντικών δαπανών θα μπορούσαν από το 2026 και έπειτα να δώσουν κάποια ώθηση – αν και πολλά θα εξαρτηθούν από το πόσο έγκαιρα και πόσο αποφασιστικά θα εφαρμοστούν τα όσα εξαγγέλλονται.
Ο παράγοντας εκείνος, ωστόσο, που θα επηρεάσει περισσότερο από κάθε άλλον το ΑΕΠ δεν είναι άλλος, όπως εξηγεί ο κ. Taddei, από την ποσότητα του φυσικού αερίου, που θα εισρεύσει στην Ευρώπη μετά από μια κατάπαυση πυρός στην Ουκρανία.
Ο κ. Taddei αναλύει τα διάφορα σενάρια και επισημαίνει 3 πλεονεκτήματα που έχει η Ελλάδα μέσα σε αυτό το περιβάλλον των διαρκών ανατροπών, αλλά και ένα μεγάλο, επίμονο «κενό», που δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοήσει.
Οι δασμοί
«Aυτό που υποθέτουμε πλέον ως βασικό μας σενάριο, στα στοιχεία και στις προβλέψεις μας, είναι ότι οι ΗΠΑ θα κινηθούν κατά της Ευρώπης αυξάνοντας τους δασμούς στην αυτοκινητοβιομηχανία στο 25% και στους λεγόμενους κρίσιμους εισαγωγικούς τομείς, που περιλαμβάνουν όλα τα βιομηχανικά, ενδιάμεσα και φαρμακευτικά προϊόντα, κατά 10%. Αναμένουμε, επίσης, ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα επιβάλει και αμοιβαίους δασμούς. Αυτό σημαίνει ότι όποτε η Ευρώπη επιβάλλει υψηλότερους δασμούς, οι ΗΠΑ θα κινούνται αναλόγως», αναφέρει ο κ. Taddei.
H Goldman υπολογίζει αρνητικό αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή ανάπτυξη της τάξεως του 0,5%-0,6%, με τον Ταντέι να σημειώνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του αντίκτυπου θα γίνει αισθητό ήδη από το τέλος του πρώτου τριμήνου και μέσα στο δεύτερο τρίμηνο.
«Ένας κρίσιμος παράγοντας στους δασμούς δεν είναι μόνο η εφαρμογή τους, αλλά και η αβεβαιότητα που δημιουργούν. Αυτή η αβεβαιότητα αλλάζει τις αποφάσεις των επιχειρήσεων για επενδύσεις, οδηγώντας σε μειώσεις δαπανών», εξηγεί και θυμίζει πως αυτό είδαμε και το 2018: Κάθε φορά που οι επενδύσεις μειώνονταν, ακολουθούσε πτώση στη βιομηχανική παραγωγή και, τελικά, χαμηλότερο ΑΕΠ. Για τις ΗΠΑ η Goldman αναμένει επίσης αρνητικό αντίκτυπο, αν και μικρότερο, της τάξεως του 0,2%-0,3%.
Οι αμυντικές δαπάνες
Πέρα από τον εμπορικό πολεμο, έχουμε βεβαίως και ένα ανοιχτό πολεμικό μέτωπο στην Ουκρανία, όπου ο Τραμπ, έχοντας μόλις αποσπάσει το «ναι» του Κιέβου, προσπαθεί να πείσει τώρα τον Πούτιν για μία κατάπαυση πυρός. Η απόφαση των ΗΠΑ να αφήσουν εντελώς εκτός διαπραγματεύσεων τους Ευρωπαίους και τα συνεχή «πυρά» που εξαπολύει ο Αμερικανός πρόεδρος προς όσους δεν πληρώνουν το μερίδιο που τους αναλογεί στο ΝΑΤΟ, αναγκάζει την Ευρώπη να αντιληφθεί πως θα πρέπει να κινηθεί προς περισσότερη στρατιωτική αυτονομία, να φροντίσει η ίδια για την ασφάλειά της. Ήδη είχαμε την πρωτοβουλία της Κομισιόν για ένα ταμείο 150 δισ. ευρώ και τη λεγόμενη ρήτρα διαφυγής, που θα επιτρέψει στα κράτη – μέλη να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες αισθητά. Οδεύουμε λοιπόν προς κάτι που προσομοιάζει με «οικονομία πολέμου»; Ο Filippo Taddei βλέπει την εξέλιξη θετικά.
«Η Ευρώπη έχει σημαντική πλεονάζουσα βιομηχανική ικανότητα, ειδικά στη Γερμανία και την Ιταλία, που μαζί αποτελούν το 60% της ευρωπαϊκής μεταποίησης. Η αύξηση των αμυντικών δαπανών αρχικά δεν θα αφορά τόσο την αγορά εξοπλισμού, όσο την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας. Αυτό σημαίνει περισσότερες επενδύσεις, έρευνα και ανάπτυξη, γεγονός που μπορεί να έχει θετική επίδραση στην ανάπτυξη. Δεν λέμε ότι είναι τέλειο, αλλά δεν είναι τόσο αρνητικό όσο κάποιοι το παρουσιάζουν», σημειώνει.
Τα επιτόκια της ΕΚΤ
Με βάση τα παραπάνω ο αμερικανικός επενδυτικός κολοσσός εκτιμά πως η ΕΚΤ θα συνεχίσει τις μειώσεις των επιτοκίων τον Απρίλιο και τον Ιούνιο. Ωστόσο δεν βλέπει τρίτη μείωση τον Ιούλιο, λόγω της αλλαγής στη δημοσιονομική πολιτική, ιδίως στη Γερμανία, όπου θα αυξηθούν οι δαπάνες για τις υποδομές και την άμυνα.
Κληθείς να σχολιάσει την εκτίμηση μερίδας αναλυτών ότι η ΕΚΤ θα αναγκαστεί την επόμενη χρονιά να επιστρέψει σε σφιχτή νομισματική πολιτική, απαντά: «Εκτιμούμε ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 0,8% το 2025 και 1,3% το 2026. Συνεπώς, δεν βλέπουμε πίεση για αυξήσεις επιτοκίων μέσα στην επόμενη χρονιά», αναφέρει ο κ. Taddei.
Η αντίδραση των αγορων
Οι ραγδαίες, πολυμέτωπες εξελίξεις αφήνουν φυσικά τον αντίκτυπό τους και στις αγορές. Και εδώ βλέπουμε τις ευρωπαϊκές μετοχές να παρουσιάζουν καλύτερες επιδόσεις των αμερικανικών και το ευρώ να ενισχύεται έναντι του δολαρίου.
Κέρδη για ευρωπαϊκές μετοχές
«Σε επίπεδο κλάδων, παρακολουθούμε ένα χαρτοφυλάκιο με τις ευρωπαϊκές αμυντικές εταιρείες, το οποίο υπεραποδίδει σε σχέση με την υπόλοιπη αγορά. Αυτή τη στιγμή διαπραγματεύονται σε δείκτη P/E (τιμή προς κέρδη) που είναι πρωτοφανής. Το P/E για την αμυντική βιομηχανία έχει ανέλθει στο 30, την ώρα που κατά μέσο όρο η χρηματιστηριακή αγορά της Ευρωζώνης διαπραγματεύεται με P/E 13-14, αναφέρει, προσθέτοντας ότι «αυτό δείχνει ότι οι αγορές μετοχών έχουν ήδη κινηθεί βάσει της ιδέας ότι θα υπάρξουν αυξημένες αμυντικές δαπάνες. Πρόκειται για μια τομεακή επένδυση αλλά και για μια ευρύτερη μακροοικονομική τάση».
Παράλληλα, υπάρχει και η ευρύτερη προσδοκία ότι η Ευρώπη θα προχωρήσει σε πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, κάτι που στηρίζει την ανάπτυξη. Αυτό εξηγεί, εν μέρει, την υπεραπόδοση της ευρωπαϊκής αγοράς έναντι της αμερικανικής από την αρχή του έτους.
Πίεση για τα ομόλογα
Ωστόσο, δεν υπάρχουν «δωρεάν γεύματα», τονίζει ο κ. Taddei. «Η άνοδος των ευρωπαϊκών μετοχών συνοδεύεται από κινήσεις στις αγορές ομολόγων. Έχουμε δει τις αγορές να προεξοφλούν την επιπλέον δημοσιονομική στήριξη και την ανάγκη αυξημένων εκδόσεων χρέους στο μέλλον. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερη πίεση χρηματοδότησης, η οποία έχει ήδη οδηγήσει σε άνοδο τις αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων, ιδιαίτερα των 10ετών και άνω.Πιστεύουμε ότι αυτή είναι μόνο η αρχή. Αυτό είναι σημαντικό για χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα, των οποίων οι αποδόσεις είναι υψηλότερες από εκείνες των γερμανικών Bund», εξηγεί.
Η Goldman Sachs υπολογίζει ότι η απόδοση του 10ετούς γερμανικού Bund θα φτάσει το 3% μέχρι το τέλος του έτους και θα αυξηθεί περαιτέρω στο 3,25% έως το τέλος του 2026.
«Αυτό σημαίνει ότι, παρά την άνοδο των μετοχών, οι υψηλότερες αποδόσεις θα οδηγήσουν σε αυστηρότερες χρηματοοικονομικές συνθήκες. Και αυτό είναι κάτι που η ΕΚΤ θα λάβει σοβαρά υπόψη της, καθώς οι αυξανόμενες αποδόσεις δημιουργούν ήδη συνθήκες νομισματικής σύσφιξης, χωρίς να χρειάζεται να αυξήσει τα επιτόκια», εξηγεί.
Ευρώ /δολάριο
Η Goldman Sachs πριν από τις ανακοινώσεις Μερτς και φον ντερ Λάιεν για την άμυνα «έβλεπε» το ευρώ να υποχωρήσει ακόμη και κάτω από την απόλυτη ισοτιμία έναντι του δολαρίου μέσα στους επόμενους τρεις μήνες. Τώρα, αντίθετα, περιμένει ότι το ευρώ θα παραμείνει πάνω από το parity για τους επόμενους 12 μήνες. Και για εμάς τους Ευρωπαίους, που είμαστε εισαγωγείς ενέργειας, ένα ισχυρότερο ευρώ σημαίνει φθηνότερες τιμές ενέργειας, όπως εξηγεί ο κ. Taddei.
Οι ενεργειακές τιμές σε πτώση
Πόσο μπορούμε να δούμε τις τιμές της ενέργειας να υποχωρούν; Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα έχει εξετάσει δύο σενάρια. Στο πρώτο, η ροή ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη μέσω Ουκρανίας επανεκκινεί, επιστρέφοντας στα επίπεδα του 2023-2024.
Στο δεύτερο, πιο αισιόδοξο σενάριο, η ροή επιστρέφει στα επίπεδα του 2018-2019, δηλαδή στα προ εισβολής επίπεδα. «Το πόσο φυσικό αέριο θα εισρεύσει στην Ευρώπη μετά από μια εκεχειρία είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη», υπογραμμίζει ο Filippo Taddei. Στο πρώτο σενάριο «βλέπει» τα συμβόλαια του φυσικού αερίου στο TTF να υποχωρούν στα 35 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ενώ στο δεύτερο θα μπορούσε να υποχωρήσει στα 25 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Η θέση της Ελλάδας
«Έχει άμυνες μία μικρή οικονομία, όπως η Ελλάδα, σε ένα περιβάλλον πολλαπλών προκλήσεων;». Αυτή είναι η τελευταία ερώτηση που θέσαμε στον κ. Taddei. «Σε αντίθεση με το παρελθόν, η Ελλάδα αυτή τη φορά είναι καλύτερα προετοιμασμένη», σημειώνει και εξηγεί πως η χώρα μας έχει τρία πλεονεκτήματα.
- Οι αμυντικές δαπάνες της ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι ήδη πάνω από τον στόχο του ΝΑΤΟ και επομένως δεν απαιτείται ιδιαίτερη προσαρμογή σε αυτό το μέτωπο.
- Η Ελλάδα είναι ο μεγαλύτερος ωφελούμενος από το Ταμείο Ανάκαμψης ως ποσοστό του ΑΕΠ. Και τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης θα της προσφέρουν ισχυρό στήριγμα και το 2026.
- Έχει πολιτική σταθερότητα και ξεκάθαρη δημοσιονομική προοπτική – κάτι που λείπει από αρκετές μεγάλες οικονομίες της γηραιάς ηπείρου.
Παρά τις βελτιώσεις, το ΑΕΠ της Ελλάδας παραμένει 15-20% κάτω από το επίπεδο του 2008.
«Η χώρα έχει σταθερή πορεία και, δεδομένων των συνθηκών, βρίσκεται σε καλή θέση για το μέλλον», λέει ο κ. Taddei. «Η Ελλάδα, ειδικά μέσα σε αυτό το τοπίο, είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία χωρίς πραγματικά να επωμιστεί το κόστος. Και αυτό είναι αρκετά μοναδικό, αν το σκεφτείτε. Αν δείτε, για παράδειγμα, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, όλες αυτές οι χώρες πρέπει να δαπανήσουν περισσότερα, να κάνουν πολλές προσαρμογές, να παλέψουν με τη δημοσιονομική τους κατάσταση για να αναπτύξουν τους πόρους τους, να διευκολύνουν τη βιομηχανική αναδιάρθρωση, να δημιουργήσουν ανάπτυξη μέσα από αυτά», εξηγεί.
Αυτό δεν σημαίνει πως όλα είναι τέλεια. Παρά την υψηλή ανάπτυξη των τελευταίων ετών, το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας παραμένει 15-20% κάτω από το επίπεδο του 2008, θυμίζει. Τι είναι λοιπόν σημαντικό να κάνει στο εξής;
«Τα δεδομένα δείχνουν μια πολύ ισχυρή αγορά εργασίας, και επίσης δείχνουν ότι η παραγωγικότητα, η οποία μειωνόταν στην Ελλάδα τα χρόνια πριν από την πανδημία, και φυσικά στη διάρκεια της πανδημίας, όπως παντού αλλού, ανέκαμψε πολύ δυναμικά μετά την πανδημία. Και αυτό συνέβη λόγω των κεφαλαιουχικών δαπανών—οι επενδύσεις ανέκαμψαν. Πρέπει να καταλάβουμε ότι για να γίνουν οι άνθρωποι πιο παραγωγικοί, χρειάζεται να τους εξοπλίσουμε με περισσότερο κεφάλαιο, να κάνουμε την οικονομία πιο ισχυρή», αναφέρει και εξηγεί ποια είναι η αχίλλειος πτέρνα της χώρας μας.
«Η μόνη μου ανησυχία όταν κοιτάζω την Ευρώπη, αλλά ειδικότερα την Ελλάδα – είναι ότι η κεφαλαιουχική δαπάνη και η συσσώρευση κεφαλαίου πρέπει να συνεχιστούν. Η Ελλάδα είναι μια οικονομία με έλλειμμα κεφαλαίου. Αν κοιτάξετε τον δείκτη επενδύσεων στην Ελλάδα, έχει βελτιωθεί, αλλά ακόμα υπολείπεται. Είναι κοντά στο 15% του ΑΕΠ, ενώ στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, το ποσοστό αυτό είναι 20%. Άρα, η Ελλάδα εξακολουθεί να υποεπενδύει σε σχέση με τους ομοίους της. Αν η Ελλάδα θέλει να κλείσει το επενδυτικό κενό, πρέπει πραγματικά να συνεχίσει να “χτίζει”. Είναι εξαιρετικά σημαντικό, μόλις τελειώσει το Ταμείο Ανάκαμψης, η συσσώρευση κεφαλαίου και οι επενδύσεις να συνεχιστούν». τονίζει.