Οι δημόσιες δαπάνες απογειώνονται – όχι παντού μόνο στον άμυνα. Οι χώρες καταφεύγουν στις αγορές για δανεισμό. Ελλείμματα και χρέη «φουσκώνουν», αλλά δεν τιμωρούνται, χάρη στη ρήτρα διαφυγής. Και οι τιμές πιέζονται ανοδικά, καθώς ένας εμπορικός πόλεμος είναι παράλληλα σε εξέλιξη.
Το παραπάνω σκηνικό δεν είναι φανταστικό. Είναι η νέα πραγματικότητα, που φαίνεται να διαμορφώνεται για την Ευρώπη. Και μέσα σε αυτό το περιβάλλον ανατροπής, τίποτα δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστο. Σίγουρα όχι η νομισματική πολιτική. Η ΕΚΤ θα χρειαστεί να αναθεωρήσει τα σχέδιά της. Και έτσι ενώ στις αρχές του έτους πολλοί προέβλεπαν ότι το 2025 θα είναι η χρονιά κατά την οποία η Κριστίν Λαγκάρντ θα ανακοινώσει πολύ βαθύτερες μειώσεις επιτοκίων από τον Τζερόμ Πάουελ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού – δεν αποκλείεται τελικά να δούμε το αντίστροφο να συμβαίνει.
Χωρίς να είναι σε εμπόλεμη κατάσταση, έχοντας αντιληφθεί πως δεν μπορεί πια να στηρίζεται στις ΗΠΑ για την άμυνά της, η ΕΕ εισέρχεται σε μία φάση που θυμίζει πολύ τις οικονομίες εν καιρώ πολέμου. Οι δαπάνες σε οπλικά συστήματα είναι εκείνες που στηρίζουν την ανάπτυξη και τα κέρδη στα χρηματιστήρια. Το σήμα το έδωσε η Γερμανία. Ο Φρίντριχ Μερτς έδωσε το σήμα, ανακοινώνοντας ένα ταμείο 500 δισ. ευρώ.
«Η δημοσιονομική ανακοίνωση της Γερμανίας ισοδυναμεί με μια ενδεχομένως τεράστια αύξηση της ζήτησης στον δημόσιο τομέα και της έκδοσης ομολόγων και θα μπορούσε να οδηγήσει στο μεγαλύτερο διαρκές έλλειμμα από την επανένωση», επισημαίνει η Capital Economics.
Η γερμανική «πολεμική μηχανή»
Η αγορά αντέδρασε ανάλογα, με τις αποδόσεις των 10ετών ομολόγων Bund να εκτοξεύονται κατά περίπου 40 μονάδες βάσης.
Το σχέδιο Μερτς έρχεται να αντιμετωπίσει μερικές από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της Γερμανίας. Ο βιομηχανικός τομέας βρίσκεται σε πτώση από το 2017, με τη χρησιμοποίηση παραγωγικής ικανότητας να είναι πλέον εξαιρετικά χαμηλή και την αυτοκινητοβιομηχανία να παρουσιάζει ιδιαίτερη αδυναμία. Ωστόσο, αναφορές υποδεικνύουν ότι, ως απάντηση στην αναμενόμενη εκτίναξη των αμυντικών δαπανών, ορισμένες εταιρείες σχεδιάζουν ήδη να μετατρέψουν εργοστάσια που παράγουν εξαρτήματα αυτοκινήτων ώστε να κατασκευάζουν στρατιωτικό εξοπλισμό.
Επιπλέον, το νέο προτεινόμενο ταμείο υποδομών θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις ύψους 1,2% του ΑΕΠ ετησίως για την επόμενη δεκαετία, προκειμένου να βελτιώσει τις διαβόητα κακές υποδομές της Γερμανίας.
Πέρα από αυτό, και άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν λάβει το πράσινο φως για να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες, με τους ηγέτες της ΕΕ να συμφωνούν σε ένα πακέτο που, όπως λένε, θα μπορούσε να απελευθερώσει χρηματοδότηση ύψους 800 δισ. ευρώ (4,5% του ΑΕΠ).
«Παρότι δεν πρέπει να υποβαθμίσουμε τη σημασία των γεγονότων αυτής της εβδομάδας, δεν πρέπει να παρασυρθούμε υπερβολικά», προειδοποιεί η Capital Economics.
Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις λόγοι για να είμαστε επιφυλακτικοί σχετικά με το ύψος της επιπλέον κυβερνητικής δαπάνης που θα πραγματοποιηθεί και τον τρόπο με τον οποίο θα επηρεάσει την οικονομία.
- Πρώτον, οι κυβερνήσεις μπορεί να μην αυξήσουν τις δαπάνες όσο ελπίζει η αγορά. Μέρος της χρηματοδότησης του γερμανικού ταμείου υποδομών ενδέχεται να κατευθυνθεί σε έργα που θα πραγματοποιούνταν ούτως ή άλλως. Παράλληλα, ορισμένες κυβερνήσεις, όπως της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, ενδέχεται να αισθάνονται λιγότερη πίεση να αυξήσουν δραματικά τις αμυντικές δαπάνες. Άλλες, που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα δημοσιονομικά προβλήματα, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, πιθανότατα θα πρέπει να περικόψουν άλλους τομείς των προϋπολογισμών τους για να εξοικονομήσουν χώρο για περισσότερες αμυντικές δαπάνες.
- Δεύτερον, θα χρειαστεί χρόνος για να αυξηθούν σημαντικά οι δαπάνες. Για παράδειγμα, μια αύξηση των επενδύσεων σε υποδομές στη Γερμανία κατά 1,2% του ΑΕΠ ετησίως θα ήταν τεράστια, δεδομένου ότι η συνολική δημόσια επένδυση κινείται σήμερα περίπου στο 3% του ΑΕΠ. Αυτό θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο, δεδομένου ότι οι κατασκευαστικές εταιρείες αναφέρουν ακραίες ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Η αύξηση της παραγωγικής ικανότητας του κλάδου δεν θα συμβεί από τη μια μέρα στην άλλη.
- Τρίτον, μέρος των αυξημένων αμυντικών δαπανών θα κατευθυνθεί σε εισαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού και, επομένως, δεν θα αυξήσει το εγχώριο ΑΕΠ.
- Τέταρτον, το πακέτο ύψους 800 δισ. ευρώ σε επίπεδο ΕΕ δεν είναι τόσο ουσιαστικό όσο φαίνεται. Τα 150 δισ. ευρώ προέρχονται από νέο δανεισμό της ΕΕ, αλλά η δήλωση των ηγετών της ΕΕ αυτή την εβδομάδα απλώς «λαμβάνει υπόψη την πρόθεση της Επιτροπής να προτείνει ένα νέο μέσο της ΕΕ για την παροχή δανείων στα κράτη μέλη ύψους έως 150 δισ. ευρώ (0,8% του ΑΕΠ)». Ακόμα και αν προχωρήσει το σχέδιο, οι κυβερνήσεις με χαμηλότερα κόστη δανεισμού ενδέχεται να προτιμήσουν να χρηματοδοτήσουν επιπλέον δαπάνες από μόνες τους. Τα υπόλοιπα 650 δισ. ευρώ από εθνικό δανεισμό βασίζονται στη χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ και είναι απλώς μια ενδεικτική εκτίμηση. Όπως είπε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν: «Αν τα κράτη μέλη αύξαναν τις αμυντικές τους δαπάνες κατά 1,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο, αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο ύψους σχεδόν 650 δισ. ευρώ σε διάστημα τεσσάρων ετών». Ορισμένες χώρες μπορεί να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες κατά αυτό το ποσό, άλλες όμως όχι.
Ο αντίκτυπος
Τίποτα από τα παραπάνω δεν μειώνει τη σημασία των γεγονότων αυτής της εβδομάδας. Υπάρχει μια θεμελιώδης αλλαγή στην προσέγγιση της Ευρώπης όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες και τη δημοσιονομική πολιτική γενικότερα, κάτι που θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη στήριξη της συνολικής ζήτησης από τις κυβερνήσεις.
Υπό το πλαίσιο αυτό αναθεωρούνται προς τα επάνω οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη, αλλά και για το ύψος των επιτοκίων της ΕΚΤ. Η Capital Economics υπολογίζει πλέον ότι έως το τέλος του 2025 το βασικό επιτόκιο του ευρώ θα είναι στο 2% και όχι στο 1,5% όπως αρχικά εκτιμούσε. Μάλιστα πιστεύει, όπως σημειώνει, ότι το 2026 οι αυξήσεις επιτοκίων θα έιναι πιο πιθανές από τις μειώσεις.