Εν μέσω θυέλλης στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων το υπουργείο Οικονομικών και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους αφήνουν όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά όσον αφορά τις επόμενες κινήσεις διαχείρισης του ελληνικού χρέους.
Στελέχη του οικονομικού επιτελείου εμφανίζονται ιδιαίτερα καθησυχαστικά επικαλούμενα αφενός τα εξαιρετικά υψηλά ταμειακά διαθέσιμα – ξεπέρασαν και πάλι τα 40 δισ. ευρώ – τις πολύ περιορισμένες χρηματοδοτικές ανάγκες για τη φετινή χρονιά, αλλά και το γεγονός ότι έχει ήδη καλυφθεί πάνω από το μισό πρόγραμμα δανειοδότησης για φέτος.
Στις τάξεις του οικονομικού επιτελείου υπάρχουν, μάλιστα, και οι αισιόδοξοι που εκτιμούν ότι – παρά το κλίμα μεγάλης αβεβαιότητας στις διεθνείς αγορές- ο μήνας θα κλείσει με τουλάχιστον μία αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από την πλευρά των οίκων αξιολόγησης.
Η μεγαλύτερη ημερήσια αύξηση στο κόστος δανεισμού της Γερμανίας από τον Μάρτιο του 1990 και την περίοδο της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου ήταν επόμενο να επηρεάσει το σύνολο των ομολόγων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς οι αγορές προεξοφλούν την αύξηση του κρατικού χρέους για τη χρηματοδότηση των αμυντικών δαπανών. Ειδικά για τη Γερμανία το ποσό των 500 δισ. ευρώ που έπεσε στο τραπέζι ισοδυναμεί με αύξηση του χρέους της κατά τουλάχιστον 20%.
Έτσι, η απόδοση του 10ετούς γερμανικού αναρριχήθηκε χθες ακόμη και στο 2,9% (το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 10ετίας, ισοφαρίζοντας την επίδοση του περασμένου Οκτωβρίου), παρασύροντας προς τα πάνω όλα τα ευρωπαϊκά ομόλογα. Στο στόχαστρο βρέθηκαν κυρίως οι χώρες με χρέος άνω του 100% του ΑΕΠ, αλλά και μεγάλες ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες. Το κόστος δανεισμού της Ιταλίας, για παράδειγμα, ανήλθε χθες ακόμη και στο 3,91%, ενώ η Γαλλία ανέβηκε στο 3,55%. Το ελληνικό 10ετές διαμορφώθηκε στο 3,69%, εμφανίζοντας ανάλογη συμπεριφορά με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά «χαρτιά».
Τα 3 πλεονεκτήματα
Η Ελλάδα, σε αυτό το περιβάλλον έντονης ανησυχίας, προβάλλει τα ακόλουθα πλεονεκτήματα:
1. Τα εξαιρετικά υψηλά ταμειακά διαθέσιμα της χώρας. Ήδη επανήλθαν πάνω από τα επίπεδα των 40 δισ. ευρώ, κάτι που οφείλεται όχι μόνο στην ολοκλήρωση του μισού χρηματοδοτικού προγράμματος του 2025 ήδη από τον Ιανουάριο, αλλά και στη συνεχιζόμενη παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων ήδη με το ξεκίνημα της νέας χρονιάς.
Εντός της επόμενης εβδομάδας αναμένεται να ανακοινωθεί νέα υπέρβαση στο σκέλος των φορολογικών εσόδων και για τον μήνα Φεβρουάριο. Καμία άλλη χώρα στην Ευρωζώνη δεν διαθέτει αυτήν τη στιγμή τόσο υψηλά ταμειακά διαθέσιμα. Το ποσό ουσιαστικά επιτρέπει στον διαχειριστή του χρέους να παραμείνει εκτός αγορών για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να παρουσιαστεί πρόβλημα με την εξυπηρέτηση του χρέους.
2. Τις πολύ περιορισμένες χρηματοδοτικές ανάγκες. Για φέτος έχει προγραμματιστεί η άντληση 8 δισ. ευρώ από τις αγορές και ήδη έχει καλυφθεί το μισό πρόγραμμα.
Αυτό επιτρέπει στον ΟΔΔΗΧ να προγραμματίζει με άνεση χρόνου την επόμενη έκδοση ομολόγου. Αρκεί δε μία και μόνο επιτυχημένη έκδοση για να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα.
3. Τα ενεργά swaps που ουσιαστικά προστατεύουν τον προϋπολογισμό από τον κίνδυνο της αύξησης της δαπάνης για τόκους (έχουν ενεργοποιηθεί για τμήμα του χρέους συνολικού ύψους άνω των 50 δισ. ευρώ.
Η μαντική των αγορών
Βασική επιδίωξη των αγορών θα είναι να προσπαθήσουν να «μαντέψουν» το επόμενο χρονικό διάστημα την επίπτωση στο χρέος της κάθε χώρας από την αύξηση του δανεισμού για τη χρηματοδότηση των αμυντικών δαπανών.
Η Ελλάδα ήδη δαπανά ποσό της τάξεως του 3% του ΑΕΠ, ενώ έχει δρομολογήσει φυσικές παραλαβές αξίας ακόμη και άνω των 2 δισ. ευρώ ετησίως για το επόμενο χρονικό διάστημα.
Προς το παρόν, λοιπόν, δεν προκύπτει από κάπου ότι θα προστεθούν πολύ μεγάλα ποσά τα οποία θα ανατρέψουν την προοπτική περαιτέρω πτώσης της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ, η οποία για το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 153%-154% (σ.σ.: σήμερα ανακοινώνονται και τα στοιχεία του ΑΕΠ, οπότε θα έχουμε πλήρη εικόνα και για τον παρονομαστή του κλάσματος).
Το ενδιαφέρον αναγκαστικά στρέφεται και στο πώς θα τοποθετηθούν οι οίκοι αξιολόγησης επί αυτών των στοιχείων, αλλά και με δεδομένο το κλίμα αβεβαιότητας στις αγορές.
Ο Μάρτιος έχει δύο αξιολογήσεις: μία σήμερα από την DBRS, η οποία χαρακτηρίζει θετικές τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, και μία από τη Moody’s την επόμενη Παρασκευή. Ακόμη και μία από τις δύο εκθέσεις να φέρει αναβάθμιση, θα αποτελέσει θετική εξέλιξη ακριβώς λόγω του κλίματος που διαμορφώνεται στις αγορές, καθώς θα θεωρηθεί «ψήφος εμπιστοσύνης».
Διαβάστε ακόμη:
→Η ώρα της αξιολόγησης για την Ελλάδα: Τον χορό ανοίγει η DBRS, ακολουθεί η Moody’s