Skip to main content

Συντάξεις πείνας «θέλουν» οι νέοι μη μισθωτοί: Γιατί επιμένουν στην κατώτατη ασφαλιστική κατηγορία

Έλλειμμα εμπιστοσύνης στο ασφαλιστικό σύστημα - Άγνοια κινδύνου - Χαμηλές αποδοχές

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας κινδυνεύει όχι μόνο από το δημογραφικό πρόβλημα, αλλά και από το έλλειμμα εμπιστοσύνης που έχει καλλιεργηθεί στις νεότερες γενιές, συνδυαστικά με την απουσία γνώσης επί του συγκεκριμένου αντικειμένου.

Μια ξεκάθαρη ένδειξη ως προς αυτό είναι οι συντάξεις «πείνας» που περιμένουν τους ελεύθερους επαγγελματίες που επιλέγουν την κατώτατη ασφαλιστική κατηγορία. Ειδικοί στην Κοινωνική Ασφάλιση εκτιμούν ότι αν για 30 χρόνια γίνεται η συγκεκριμένη επιλογή, τότε η σύνταξη που προκύπτει με τη λήξη του εργασιακού βίου, σε σημερινές τιμές, μόλις και μετά βίας υπερβαίνει τα 600 ευρώ τον μήνα. Αν, πάλι, η 1η ασφαλιστική κατηγορία επιλέγεται για 40 έτη ασφάλισης, που είναι και το ανώτατο όριο, τότε η σύνταξη που προκύπτει κυμαίνεται στα επίπεδα των 800 ευρώ, δηλαδή πάλι είναι πολύ χαμηλή.

Για να αλλάξει το συγκεκριμένο status και να προκύψουν υψηλότερες συντάξεις για τους μη μισθωτούς ασφαλισμένους πρέπει το λιγότερο για 10 – 15 έτη να προτιμούν υψηλότερες ασφαλιστικές κατηγορίες. Αν διαπιστώσουν το πρόβλημα λίγο πριν από τη συνταξιοδότηση και σπεύσουν τότε να αυξήσουν τις καταβαλλόμενες εισφορές, ακόμα και αν το πράξουν στον μέγιστο βαθμό, δηλαδή επιλέξουν την 6η και υψηλότερη ασφαλιστική κατηγορία, το όφελος θα είναι πολύ περιορισμένο και πρακτικά δεν θα αξίζει να γίνει η συγκεκριμένη δαπάνη.

Παρά το συγκεκριμένο πρακτικό πρόβλημα, οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι επιμένουν να επιλέγουν σχεδόν μόνιμα την 1η και χαμηλότερη ασφαλιστική κατηγορία. Πάνω από 1 εκατ. εξ αυτών προέβησαν στη συγκεκριμένη επιλογή το 2024, αριθμός που αντιστοιχεί στο 80% του συνόλου. Ανάλογη εκτιμάται ότι είναι η προτίμηση που έγινε και φέτος. Προφανώς η έλλειψη οικονομικών πόρων παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτή την επιλογή. Με βάση την τελευταία αύξηση στις εισφορές (2,7%) για το τρέχον έτος, η πρώτη ασφαλιστική κατηγορία για κύρια σύνταξη αυξήθηκε στα 244,65 ευρώ, από 238,22 ευρώ που ήταν το 2024, χωρίς να υπολογίζονται τα 10 ευρώ που είναι η πρόσθετη εισφορά υπέρ ανεργίας. Αντίστοιχα στην υψηλότερη, 6η ασφαλιστική κατηγορία, η μηνιαία δαπάνη εκτινάσσεται στα 659,39 ευρώ φέτος, από 642,06 ευρώ που ήταν πέρσι.

Πρόκειται για αύξηση που κυμαίνεται από 6,43 ευρώ (1η κατηγορία) τον μήνα ή 77,16 ευρώ το έτος και φτάνει έως τα 17,33 ευρώ (6η κατηγορία) τον μήνα ή 207,96 ευρώ το έτος.

Οι ανεκμετάλλευτοι τρεις πυλώνες

Το πρόβλημα όμως γίνεται πολύ πιο σύνθετο με δεδομένο ότι υπάρχουν θεσμοθετημένοι τρεις πυλώνες ασφάλισης, που όμως φαίνεται ότι αξιοποιούνται ελάχιστα από τους πολίτες. Όπως διαπιστώνει ο Γαβριήλ Αμίτσης, καθηγητής Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας / διευθυντής του Ερευνητικού Εργαστηρίου Κοινωνικής Διοίκησης του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, «η ισόρροπη ανάπτυξη των τριών πυλώνων συνταξιοδοτικής προστασίας (δημόσια υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, προαιρετική μη κερδοσκοπική επαγγελματική ασφάλιση, προαιρετική κερδοσκοπική ιδιωτική ασφάλιση) αποτελεί μία από τις πλέον κρίσιμες προκλήσεις για την ενίσχυση του εισοδήματος των ηλικιωμένων, υπό το πρίσμα των συνθηκών της δημογραφικής κρίσης στη χώρα μας. Όμως, η πρόσβαση των μελλοντικών ηλικιωμένων σε επαρκείς συνταξιοδοτικές παροχές δυσχεραίνεται από σύνθετους παράγοντες, όπως οι υψηλές εισφορές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με περιορισμένη ανταποδοτικότητα, η απουσία κινήτρων για ένταξη στον πυλώνα της επαγγελματικής ασφάλισης και η περιορισμένη δυνατότητα αποταμίευσης για αγορά ασφαλιστικών προϊόντων. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν αποτελεί έκπληξη η υπολειμματική ανάπτυξη του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα και η πολύ μικρή συμβολή τους στο συνταξιοδοτικό καλάθι ενός μέσου εργαζόμενου».

Το σκέλος των υψηλών εισφορών στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, που αναδεικνύει ο κ. Αμίτσης, επιβεβαιώνεται πλήρως και από τα φετινά ποσά εισφορών. Η διαφορά ανάμεσα στην 1η και στην 6η ασφαλιστική κατηγορία είναι (πάντα για κύρια σύνταξη) 403,84 ευρώ τον μήνα ή 4.846,08 ευρώ τον χρόνο, ποσό που φαντάζει υπέρογκο για να καλυφθεί από τους μη μισθωτούς ασφαλισμένους.

Ασφαλιστικός αναλφαβητισμός

Το πρόβλημα όμως έχει και τη διάσταση του ασφαλιστικού αναλφαβητισμού, καθώς είναι ελάχιστοι εκείνοι οι μη μισθωτοί που γνωρίζουν τον κίνδυνο που διατρέχουν, δηλαδή να λάβουν στο μέλλον πενιχρή σύνταξη εξαιτίας της εισφοράς που έχουν καταβάλει. Ο δρ Χρήστος Νούνης, οικονομολόγος / πρόεδρος του Δ.Σ. της Ελληνικής Ένωσης Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης, παραδέχεται πως «είναι γεγονός ότι στη χώρα μας η ελληνική κοινωνία και οι συμμετέχοντες στην αγορά εργασίας εμφορούνται από σημαντικό ασφαλιστικό αναλφαβητισμό και παράλληλες τραυματικές παρελθούσες εμπειρίες από αποτυχίες της ασφαλιστικής και χρηματοπιστωτικής αγοράς.

Έτσι, διαχρονικά οι Έλληνες υποτιμούν συστηματικά τους βραχυπρόθεσμους αλλά και μακροπρόθεσμους ασφαλιστικούς κινδύνους που δύναται να αντιμετωπίσουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους (εργασιακή και συνταξιοδοτική), θεωρώντας ότι η συμμετοχή στη συμπληρωματική αγορά επαγγελματικής και ιδιωτικής ασφάλισης, αλλά και η συμμετοχή στην κοινωνική ασφάλιση με μεγαλύτερα ποσά ετήσιων εισφορών, είναι αχρείαστη ή περίπλοκη/δυσνόητη, με αποτέλεσμα να παραμένουν ανασφάλιστοι ή ανεπαρκώς ασφαλισμένοι εντός του εγχώριου ασφαλιστικού συστήματος των τριών πυλώνων».

«Αφού δεν πρόκειται να πάρω σύνταξη»

Το ζήτημα του ελλείμματος εμπιστοσύνης που υπάρχει από μεγάλη μερίδα πολιτών, ειδικά νέων σε ηλικία, προς το ασφαλιστικό σύστημα είναι επίσης υπαρκτό. Άλλωστε, διαπιστώνεται και από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας.

Όπως σημειώνει ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, Πάνος Τσακλόγλου:

«Συχνά ακούμε συμπολίτες μας, ιδίως νέους, να δηλώνουν “Γιατί να πληρώνω εισφορές, αφού ποτέ δεν πρόκειται να πάρω σύνταξη;”. Η αιτίαση αυτή είναι καταφανώς άδικη. Ακόμα και στα πιο δύσκολα χρόνια της περασμένης δεκαετίας, οι συντάξεις -έστω και με περικοπές- πληρώνονταν πάντα στην ώρα τους. Οι δε προοπτικές είναι σαφώς βελτιωμένες. Παρότι η εμπιστοσύνη του πληθυσμού στο ασφαλιστικό μας σύστημα βρίσκεται ακόμα σε χαμηλά επίπεδα, δημοσκοπικά ευρήματα δείχνουν ότι η γενική εικόνα σταδιακά αλλάζει. Το συνταξιοδοτικό δεν βρίσκεται πλέον στην κορυφή της ατζέντας των ανησυχιών του πληθυσμού. Σε αυτό συμβάλλουν διάφοροι παράγοντες, όπως η εκκαθάριση των εκκρεμών συντάξεων, η δημιουργία των “ατομικών κουμπαράδων” του ΤΕΚΑ που συνδέουν άμεσα εισφορές και παροχές, αλλά και εκθέσεις διεθνών οργανισμών που δείχνουν ότι το συνταξιοδοτικό μας σύστημα είναι βιώσιμο αν τηρηθούν οι υφιστάμενοι κανόνες».

Περιορισμένοι ο 2ος και ο 3ος πυλώνας

Τα στατιστικά στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους στο υπουργείο Εργασίας δείχνουν ότι η συμμετοχή στον 2ο και στον 3ο πυλώνα ασφάλισης, παρά τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει, παραμένει πολύ περιορισμένη. Με τον τρόπο αυτό, όμως, δεν στηρίζεται το μελλοντικό εισόδημα των σημερινών εργαζόμενων όταν ολοκληρωθεί ο εργασιακός τους βίος. Όπως επισημαίνει ο κ. Νούνης, «απόδειξη προς τούτο είναι τα στατιστικά στοιχεία:

α) Οι ετήσιες πληρωμές για συντάξιμες εισφορές γίνονται σε ποσοστό 93,2% από το κράτος, 5,7% από τον 3ο πυλώνα της ιδιωτικής ασφάλισης και 1,1% από τον 2ο πυλώνα των επαγγελματικών ταμείων.

β) Η ασφαλιστική διείσδυση σε προϊόντα της ιδιωτικής ασφάλισης παραμένει πολύ χαμηλή τα τελευταία 40 χρόνια στη χώρα μας, σε ποσοστό που κυμαίνεται γύρω από το 2% του ΑΕΠ (3-4 φορές υποπολλαπλάσιο των χωρών της Ευρωζώνης), και

γ) Η θέση της Ελλάδος είναι εκείνη του ουραγού στη διείσδυση της επαγγελματικής ασφάλισης στην αγορά εργασίας με ποσοστό 1% του ΑΕΠ ως προς την αξία περιουσιακών στοιχείων των ΤΕΑ. Η εκπαίδευση του κοινού σχετικά με την αξία της ασφάλισης προϋποθέτει συντονισμένη και συστηματική προσπάθεια από όλους τους εμπλεκόμενους, ήτοι πολιτεία, εποπτικές αρχές και φορείς της ασφαλιστικής αγοράς, για την ανάπτυξη ασφαλιστικής συνείδησης σε πλατιά κοινωνική βάση».

Ανάλογο έλλειμμα στρατηγικής διαπιστώνει και ο κ. Αμίτσης, εστιάζοντας στο λάθος που γίνεται στις βραχυχρόνιες επιλογές των ασφαλισμένων. Το αποτέλεσμα, όμως, διαφαίνεται μετά από αρκετά χρόνια και όταν μάλλον είναι πολύ αργά: «Η έλλειψη μιας στρατηγικής συνταξιοδοτικού αλφαβητισμού (pension literacy) και προγραμματισμού (retirement planning) στο επίπεδο του πυλώνα της κοινωνικής ασφάλισης εμποδίζει ιδίως τους νέους εργαζόμενους (και κυρίως τους ελεύθερους και ανεξάρτητους επαγγελματίες) να κατανοήσουν τις συνέπειες βραχυπρόθεσμων επιλογών που θα οδηγήσουν de facto σε καταστάσεις διαρθρωτικής συνταξιοδοτικής κρίσης», διαπιστώνει ο κ. Αμίτσης.

Δεδομένο το δημογραφικό πρόβλημα

Ασπίδα για τους ασφαλισμένους μπορεί να γίνει η καλύτερη αξιοποίηση του 2ου και του 3ου πυλώνα ασφάλισης, εν όψει δυσμενών εξελίξεων που έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται -και είναι πιθανό να ενταθούν- από το δεδομένο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), καταγράφεται σημαντική αύξηση του προσδόκιμου ζωής στη χώρα ανάμεσα στο 1951 και το 2023, τόσο στη γέννηση (+15,8 έτη στους άνδρες και +17,5 στις γυναίκες), όσο και για όσους ζουν πάνω από 65 έτη (+5,8 και +7,7 έτη, αντίστοιχα). Την ίδια στιγμή, όμως, διαπιστώνεται μείωση της γονιμότητας (του αριθμού, δηλαδή, των παιδιών) στις μεταπολεμικές γενεές (από 2,05 παιδιά/γυναίκα στη γενεά 1951, σε 1,5 στη γενεά 1981), με αποτέλεσμα και την ταχεία μείωση των γεννήσεων μετά το 1980.

Επίσης, προκύπτει συνεχής αύξηση του ειδικού βάρους των 65 ετών και άνω (από 6,8% το 1951 και 13,1% το 1991 σε 23% το 2023).

Όλα τα ανωτέρω οδήγησαν στην εμφάνιση αρνητικών φυσικών ισοζυγίων (περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις) μετά το 2010. Επιπρόσθετα, καταγράφηκε αναστροφή των μεταναστευτικών ισοζυγίων, που από θετικά μέχρι το 2010 μετατράπηκαν σε αρνητικά (είχαμε πολύ περισσότερες εξόδους από εισόδους την περίοδο 2011-2024).

Μάλιστα, το Ινστιτούτο, στο τελευταίο ενημερωτικό δελτίο σχετικά με τις δημογραφικές εξελίξεις στην Ελλάδα, αναφέρεται εκτενώς και στο μέλλον του προβλήματος, καθώς σύμφωνα με τις πρόσφατες προβολές πληθυσμού για την Ελλάδα (Ην. Έθνη, 2024 και Eurostat, 2023) διαφαίνεται ότι:

* Η αύξηση των θανάτων και η μείωση των γεννήσεων δεν είναι δυνατόν να ανατραπούν μεσοπρόθεσμα, με αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση του πληθυσμού. Το έλλειμμα γεννήσεων έναντι των θανάτων αναμένεται να κυμανθεί από 1,4 εκατ. (δυσμενές σενάριο) έως 1,15 εκατ. (ευνοϊκότατο, αν ληφθούν μέτρα για τη δημιουργία ενός ευνοϊκότερου περιβάλλοντος για την απόκτηση παιδιών, καθώς και μέτρα για τη μείωση της θνησιμότητας στους 60+).

Αυτή θα είναι και η αναμενόμενη μείωση του πληθυσμού της χώρας ανάμεσα στο 2025 και το 2050, εάν η μεταναστευτική ζυγαριά είναι μηδενική. Όσον αφορά τη μείωση των πολιτών 20-64 ετών, σε ένα ενδιάμεσο σενάριο, με δεδομένη την αύξηση των άνω των 65 ετών κατά 700 χιλ. περίπου, αυτή θα κυμανθεί σε περίπου 1,5 – 1,7 εκατ.

Όλα αυτά ασφαλώς και επιδρούν αρνητικά στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, καθιστώντας ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη επανάκτησης της εμπιστοσύνης, αλλά και την καλύτερη αξιοποίηση προαιρετικών εργαλείων, όπως είναι η ιδιωτική ασφάλιση και τα Επαγγελματικά Ταμεία. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει σημαντική αύξηση των μισθών των εργαζομένων, ώστε να μπορούν να αποταμιεύουν, λαμβάνοντας τέτοιες επενδυτικές πρωτοβουλίες, αλλά και μείωση του πληθωρισμού, ώστε να περιοριστεί η μηνιαία απώλεια εισοδήματος.

Πώς θα αντιμετωπιστεί

Δεν είναι τυχαίο ότι το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, στα μέτρα που προτείνει για να δημιουργηθεί ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον που θα βοηθούσε στην αύξηση των γεννήσεων, άρα και στον μεσομακροπρόθεσμο περιορισμό του δημογραφικού προβλήματος, αναφέρεται μεταξύ άλλων:

*Στη μείωση του (άμεσου ή έμμεσου) υψηλού οικονομικού κόστους που προκύπτει από τη γέννηση και το μεγάλωμα ενός παιδιού.

*Στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή.

*Στην ταχεία άρση των έμφυλων διακρίσεων, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό βίο.

*Στην άμεση επίλυση του στεγαστικού προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι νέοι, μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος κοινωνικής ενοικιαζόμενης κατοικίας.

*Στη μείωση της ανεργίας και την αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων των νεότερων γενεών.

*Στην άρση του κλίματος αβεβαιότητας.