Σε μόνιμο «πονοκέφαλο» για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη εξελίσσεται η αγορά ενέργειας, ελλοχεύοντας, ωστόσο, ο κίνδυνος να καταστούν εν την γενέσει τους ανεπαρκή τα μέτρα που σχεδιάζει να εξαγγείλει η Κομισιόν περί τα τέλη Φεβρουάριου.
Η εν λόγω «άσκηση» περιλαμβάνει και την επιβολή πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου, όπως αναφέρει σχετικό δημοσίευμα των Financial Times, επικαλούμενο ευρωπαίο αξιωματούχο με την αγορά να αντιδρά άμεσα «κατά ριπάς» ενάντια στο μέτρο. Αρχικά στελέχη της αγοράς με γνώση των ευρωπαϊκών διεργασιών και συζητήσεων που συνομίλησαν με την «Ν», εμφανίζονται από φειδωλοί έως απαισιόδοξοι για την αποτελεσματικότητα του μέτρου με άλλους ακόμη να αναφέρουν χαρακτηριστικά «θέλω να πιστεύω ότι είναι ένα ακόμη πυροτέχνημα».
Την ίδια στιγμή, έντεκα ομάδες, συμπεριλαμβανομένης της Europex, της ένωσης ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων ενέργειας, και της AFME, της ομάδας λόμπινγκ των χρηματοπιστωτικών αγορών, έστειλαν επιστολή στην πρόεδρο της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εχθές όπου αναφέρουν, μεταξύ άλλων, ότι «Πιστεύουμε ότι αυτό το μέτρο, εάν ανακοινωθεί, θα μπορούσε να έχει εκτεταμένες αρνητικές συνέπειες για την σταθερότητα των ευρωπαϊκών αγορών ενέργειας και την ασφάλεια του εφοδιασμού σε ολόκληρη την ήπειρο».
Αναλυτής ενεργειακών αγορών που μίλησε στην «Ν» επισημαίνει ότι η εφαρμογή ενός πλαφόν στην ευρωπαϊκή τιμή αναφοράς του TTF (Ολλανδικός κόμβος φυσικού αερίου) πρακτικά θα αποδειχθεί «δώρον-άδωρον» ως προς την διακύμανση των τιμών του καυσίμου και κατ’ επέκταση των τιμών ενέργειας, με τους συμμετέχοντες στην αγορά να αναζητήσουν άλλες τιμές αναφοράς (βλέπε Χρηματιστήριο του Λονδίνου) για να πραγματοποιήσουν τις συναλλαγές τους.
Σε μια πιο «λαϊκή ανάγνωση» της αποτελεσματικότητας ενός τέτοιου μέτρου, ο ίδιος αναλυτής επισημαίνει ότι «το πλαφόν θα καταλήξει να υποβαθμίσει την αξία του ολλανδικού κόμβου με τις δουλειές να στρέφονται σε άλλες αγορές εκτός ευρωπαϊκών συνόρων, όπως είναι το Χρηματιστήριο του Λονδίνου ή άλλοι δείκτες τιμών, δεδομένου ότι μιλάμε για ένα παγκοσμιοποιημένο προϊόν».
Η πρόσφατη (κακή) εμπειρία
Υπενθυμίζεται ότι η ΕΕ πρότεινε και θέσπισε για πρώτη φορά ένα παρόμοιο ανώτατο όριο το 2022, στο αποκορύφωμα της ενεργειακής κρίσης. Ειδικότερα, το πλαφόν είχε οριστεί στα 180 ευρώ ανά μεγαβατώρα, το οποίο δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ καθώς δεν συνέτρεξαν οι λόγοι εφαρμογής του με βάση την φόρμουλα που είχε ορίσει η Κομισιόν.
Το ανώτατο όριο είχε σχεδιαστεί για να τεθεί σε εφαρμογή εάν οι ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου έφταναν τα 180 ευρώ ανά Μεγαβατώρα και παρέμειναν σε αυτά τα επίπεδα για 3 μέρες. Μια ακόμη προϋπόθεση για την θέση του πλαφόν σε ισχύ ήταν η τιμή να είναι 35 ευρώ/MWh υψηλότερη σε σχέση με την διεθνή τιμή αναφοράς του LNG για 3 μέρες. Οι εν λόγω συνθήκες δεν συνέβησαν ποτέ με αποτέλεσμα να μην γίνει καθόλου χρήση του πλαφόν κατά την διάρκεια ισχύος του έως 31 Ιανουαρίου 2025.
Υπό το πρίσμα αυτό, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές της αγοράς, ένα τέτοιο μέτρο θα είχε νόημα εφόσον συμβάδιζε με ένα πλαίσιο πλησιέστερα στις υφιστάμενες συνθήκες της αγοράς παρά σε ένα «θεωρητικό σχήμα» που δύσκολα θα λάβει χώρα. Αυτή την στιγμή, οι τιμές του φυσικού αερίου κυμαίνονται στα 55 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, σημειώνοντας υψηλό διετίας, με την αγορά να μην έχει καταγράψει υψηλές τιμές διαρκείας κατόπιν της ενεργειακής κρίσης του 2022, στα επίπεδα των 180 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, πέρα από τα «peaks» των τιμών, που ωστόσο, κινούνται σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα.
Προσφορά και ζήτηση
Σε κάθε περίπτωση, πηγές της αγοράς αποδίδουν στα «θεμελιώδη» της αγοράς την τρέχουσα κορύφωση των τιμών ως απόρροια, δηλαδή της προσφοράς και της ζήτησης, όντας σε μια περίοδο που η παραγωγή των αιολικών έχει υποχωρήσει σημαντικά ανά την Ευρώπη με ταυτόχρονη αύξηση των ενεργειακών αναγκών λόγω καιρικών συνθηκών.
Ενδεικτικά, η κατανάλωση αερίου αναμένεται να καταγράφει αύξηση κατά 17% αυτόν τον μήνα, λόγω της ζήτησης για θέρμανση και παγετού στη Βορειοδυτική Ευρώπη, με συνέπεια να αναμένεται ακόμη μεγαλύτερη μείωση των αποθεμάτων. Την ίδια στιγμή, ανησυχίες στην αγορά προκαλεί η αβεβαιότητα αναφορικά με την επιδείνωση των εμπορικών σχέσεων ΕΕ-ΗΠΑ, με την επιβολή δασμών, καθώς και η προοπτική αύξησης του κόστους LNG με μία αύξηση της ζήτησης από την Ασία.
Τα αποθέματα αερίου
Η στάθμη των ταμιευτήρων φυσικού αερίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο γεννούν ανησυχία, καταγράφοντας μια υποχώρηση της τάξης του 5% μόλις το πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του Gas Infrastructure Europe, τα επίπεδα πληρότητας των αποθηκών κυμαίνονται στο 47.89% με ορισμένες χώρες της ΕΕ να βρίσκονται σε αρκετά κατώτερα επίπεδα, λόγω της αυξημένης άντλησης των αποθεμάτων κατά την τρέχουσα περίοδο.
Χρειάζεται ωστόσο να διευκρινίσουμε, όπως επισημαίνουν αρμόδιες πηγές, ότι η διαχείριση των αποθεμάτων συναρτάται με τις καιρικές συνθήκες τόσο από την άποψη των καιρικών συνθηκών όσο και από την άποψη της παραγωγικότητας των ΑΠΕ. Η υφιστάμενη εικόνα της αγοράς, όπως αυτή αποτυπώνεται στα futures του φυσικού αερίου, «προδιαγράφει» μεν την αυξημένη ζήτηση για την αναπλήρωση των αποθεμάτων, συνιστά δε ένα «πρόσκαιρο στιγμιότυπο» για την διακύμανση των τιμών τους επόμενους μήνες στη βάση της αξιολόγησης των σημερινών δεδομένων.
Με άλλα λόγια, όπως υπογραμμίζουν στελέχη της αγοράς, οι τιμές των futures συνιστούν την μία όψη και όχι καθοριστική, της εξέλιξης των τιμών φυσικού αερίου για το επόμενο διάστημα και αντανακλούν για την ώρα το «πέπλο» αβεβαιότητας που σκεπάζει την ευρωπαϊκή αγορά εν συνόλω στον απόηχο και των ανακοινώσεων Τραμπ για την επιβολή δασμών κλπ.
Η «εικόνα» για τον Μάρτιο
Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές του ΥΠΕΝ, η κυβέρνηση και το Υπουργείο παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη των πραγμάτων, διατηρώντας ανοικτό το ενδεχόμενο συνέχισης των επιδοτήσεων στους λογαριασμούς ρεύματος και τον Μάρτιο σε συνέχεια της στρατηγικής στήριξης που ακολουθείται τους τελευταίους μήνες απέναντι στα «ξεσπάσματα» της ενεργειακής αγοράς.
Ας σημειώσουμε τέλος ότι η μέση τιμή χονδρικής ρεύματος για τον Φεβρουάριο μέχρι στιγμής διαμορφώνεται στα 146,17€/MWh έναντι 135,13€/MWh τον Ιανουάριο με όλα τα σημάδια να δείχνουν ότι θα «κλείσει» υψηλότερα από τον προηγούμενο μήνα και επομένως θα συμπαρασύρει και τις χρεώσεις στα τιμολόγια ρεύματος για τον επόμενο μήνα.