Ισχυρή παραμένει η κινητικότητα εξαγορών στην εγχώρια βιομηχανία τροφίμων, όπου οι στρατηγικοί επενδυτές και τα funds «σπέρνουν» κεφάλαια ανάπτυξης και αναδιάρθρωσης, «θερίζοντας» σημαντικές αποδόσεις.
Για πολλές επιχειρήσεις τροφίμων, κυρίως μικρομεσαίες, το momentum προσφέρει τη δυνατότητα βιώσιμης συνέχειας μέσα σε έντονα αβέβαιους καιρούς, ενώ από πλευράς επενδυτών ο κλάδος τροφίμων, στη δεδομένη συγκυρία, ενισχύει την ελκυστικότητά του.
Σύμφωνα με στελέχη και αναλυτές της αγοράς, αυτή η κινητικότητα στις εξαγορές αποτελεί μια «διέξοδο» βιωσιμότητας για τις ασθενικές επιχειρήσεις και ταυτόχρονα τον «οδηγό» στην επιβεβλημένη μετεξέλιξη του εγχώριου παραγωγικού μοντέλου, που αναπόφευκτα σηματοδοτεί περαιτέρω συγκέντρωση στον κλάδο.
Η εγχώρια βιομηχανία τροφίμων εμφανίζει δυναμική κύκλου εργασιών 17 δισ., εκ των οποίων 7 δισ. αφορούν εξαγωγές. Η πλειονότητα των εξαγορών στον κλάδο τα τελευταία χρόνια αφορά μικρομεσαίες εταιρείες με δυναμική εσόδων που δύσκολα ξεπερνούν τα 100 εκατ. ευρώ, με εξαίρεση την πώληση της Chipita και του ομίλου Vivartia. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον πρώτο μήνα του 2025 η λίστα των deals στον κλάδο μετράει ήδη τέσσερις μεταβιβάσεις εταιρειών: Κάμπος Χίου, Semeli Οινοποιητική, Μπάρμπα Στάθης, Georgoudis Parthenon, ενώ τη διετία 2023-2024 καταγράφηκαν τουλάχιστον 26 συμφωνίες εξαγοράς.
Αύξηση εγχώριων PE – VCs
Όπως αναφέρει μιλώντας στη «Ν» ο κ. Τάσος Ιωσηφίδης, εταίρος, επικεφαλής Τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβούλων, Εταιρικής Στρατηγικής και Συναλλαγών της EY Ελλάδος, «πέρα από την αυξημένη, σε σχέση με το παρελθόν, δράση μεγάλων διεθνών private equity (PE) funds σε μία σειρά από κλάδους στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου του κλάδου τροφίμων, τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε σημαντική αύξηση των εγχώριων PE και venture capital funds (VCs). Αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, στους διαθέσιμους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και τη χρηματοδότηση των funds αυτών από την Αναπτυξιακή Τράπεζα Επενδύσεων. Σε αντίθεση με τα διεθνή funds, που αναζητούν μεγάλα “tickets” και market leaders, τα τοπικά funds “στοχεύουν” κυρίως σε δυναμικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η μεγάλη διαφορά των PΕs από τους στρατηγικούς επενδυτές, είναι πως δεν επενδύουν, ουσιαστικά, σε επιχειρήσεις αλλά σε επιχειρηματίες. Συγκεκριμένα, αναζητούν να διοχετεύσουν κεφάλαια ανάπτυξης (growth capital) σε νέους και δυναμικούς επιχειρηματίες, με προοπτική για οργανική, ή και μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών, ανάπτυξη.
Ωστόσο, τα funds αναφέρουν ότι, δυστυχώς, τέτοιοι επενδυτικοί στόχοι γίνονται ολοένα και πιο δυσεύρετοι στην ελληνική αγορά, που χαρακτηρίζεται από υψηλό κατακερματισμό, με την πλειονότητα των ΜμΕ -που αποτελούν το 99% του συνόλου των επιχειρήσεων της χώρας- να είναι πολύ μικρού μεγέθους (με λιγότερους από 9 εργαζόμενους) και με χαμηλή προοπτική ανάπτυξης.
Μετά τον “κύκλο ζωής” της επένδυσης -συνήθως 5 με 7 έτη- οι επιχειρηματίες έχουν την ευκαιρία, είτε να αγοράσουν πίσω το ποσοστό της επιχείρησής τους είτε να την πουλήσουν -μαζί με το fund- κυρίως σε στρατηγικούς επενδυτές, ή, τέλος, να αποεπενδύσουν μερικώς, από κοινού, μέσω του χρηματιστηρίου. Το τελευταίο, αποτελεί παγκόσμια πρακτική τα τελευταία χρόνια, καθώς, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της EY, το 46% των εσόδων από IPOs στα διεθνή χρηματιστήρια το 2024 προήλθε από την εγγραφή επιχειρήσεων που η ανάπτυξή τους στηρίχθηκε σε κεφάλαια από PEs και VCs».
«Η αβεβαιότητα των τιμών είναι ο εχθρός»
Ο κ. Ιωάννης Γιώτης, πρόεδρος της βιομηχανίας ΓΙΩΤΗΣ και πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων, μιλώντας στη «Ν» επισημαίνει ότι «η βιομηχανία τροφίμων χαρακτηρίζεται ως αμυντικός κλάδος. Ωστόσο έχει παρέλθει η περίοδος κατά την οποία είχαμε την “πολυτέλεια” των φθηνών πρώτων υλών και κατ’ επέκταση φθηνών τροφίμων. Από την κρίση Covid-19 και μετά, με τις γεωπολιτικές εξελίξεις σε συνδυασμό με τις πολιτικές πρασινίσματος της Ε.Ε. -που ανεβάζουν τα κόστη ενώ πιέζουν την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών αγορών σε σχέση με τρίτες χώρες-, όλα τα παραγωγικά κόστη συνεχώς αυξάνουν και δημιουργούν ένα έντονα προκλητικό περιβάλλον. Ο μεγαλύτερος εχθρός της βιομηχανίας τροφίμων είναι η αβεβαιότητα που επικρατεί στην πορεία των τιμών σε πρώτες ύλες και στα υλικά συσκευασίας. Αυτό καθιστά πολλές επιχειρήσεις, κυρίως μικρομεσαίες, ευάλωτες, καθώς οι μεγαλύτερες βιομηχανίες έχουν συνήθως μεγαλύτερες δυνατότητες δανεισμού και εξεύρεσης κεφαλαίων. Στη γλώσσα του επιχειρείν, η αγορά καθορίζει στον κάθε επιχειρηματία το πώς μπορεί να κινηθεί. Τα funds εισέρχονται στον κλάδο γιατί θεωρούν ότι μπορούν να αναπτύξουν τις κατηγορίες προϊόντων τροφίμων μέσω εξαγωγών, γιατί η ελληνική αγορά είναι πολύ συγκεκριμένη, ενώ επίσης επιδιώκουν να δημιουργήσουν συνενώσεις εταιρειών, να τις ενδυναμώσουν εξασφαλίζοντας πολύ καλύτερη διαχείριση αυτών. Τα funds έχουν συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα αποεπένδυσης. Οι στρατηγικοί επενδυτές κινούνται σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις δίνεται μια διέξοδος. Η “κινητικότητα” εξαγορών που παρατηρείται στον κλάδο βοηθάει γιατί μπορεί οι επιχειρήσεις που μεταβιβάστηκαν να μην είχαν μέλλον και πλέον εξασφάλισαν μέλλον. Εκτιμώ ότι -όπως υποστηρίζουν και διεθνείς αναλυτές, όπως π.χ. η McKinsey- οι εγχώριες επιχειρήσεις τροφίμων πρέπει να μεγαλώσουν σαν οντότητες, να συγχωνευθούν και να ενδυναμωθούν».
«Θα υπάρξει περαιτέρω συγκέντρωση»
Αντίστοιχα, σχολιάζοντας την κινητικότητα που καταγράφεται στον κλάδο τροφίμων, ο κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Bespoke SGA Holdings και πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Βιομηχανιών, αναφέρει στη «Ν» ότι «με το κατάλληλο μάνατζμεντ και την απαραίτητη χρηματοδότηση οι επιχειρήσεις μπορεί να πετύχουν πολλά πράγματα απ’ όσα έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα. Ειδικά στις διεθνείς αγορές. Η αγορά είναι κάτι δυναμικό και πάντα έτσι θα είναι. Τα χρόνια όμως συχνά συσσωρεύουν προβλήματα ή οι δεύτερες και τρίτες γενιές δεν συνεχίζουν τη δραστηριότητα. Η επενδυτική κινητικότητα είναι κάτι θετικό. Ένας στρατηγικός επενδυτής θα επενδύσει με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, ενώ τα funds εστιάζουν περισσότερο σε πιο άμεσες κινήσεις αναδιάρθρωσης και ενδυνάμωσης. Ένα fund μπορεί να προσφέρει εναλλακτικές σε μια επιχείρηση: μπορεί να τη συγχωνεύσει, να πετύχει συνέργειες – οικονομίες κλίμακος, να τη βάλει σε νέες αγορές, να της προσφέρει καλύτερα εργαλεία marketing και διαχείρισης. Η φύση στα δύο αυτά είδη επενδυτών είναι διαφορετική και τα δύο όμως προσφέρουν μια λύση για τη διατήρηση μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας. Για τους επενδυτές η βιομηχανία τροφίμων είναι αμυντικό business, που μπορεί να μην έχει μεγάλες αποδόσεις αλλά είναι πιο προστατευμένο από κρίσεις σε σχέση με άλλους κλάδους. Οι βιομηχανίες τροφίμων έχουν ένα μέγεθος που συνήθως δεν είναι ιδιαιτέρως ελκυστικό για το χρηματιστήριο. Το χρηματιστήριο χρειάζεται μεγάλα “μαγαζιά” και υψηλή ρευστότητα των μετοχών τους. Οι εγχώριες βιομηχανίες συνήθως έχουν ένα μέγεθος 100-200 εκατ. ευρώ, που δεν είναι ελκυστικό για το ταμπλό. Εκτιμώ ότι θα υπάρξει περαιτέρω συγκέντρωση στην εγχώρια βιομηχανία τροφίμων και πιστεύω σιγά σιγά θα δημιουργηθούν και σχήματα ικανά για το χρηματιστήριο».