Ένα νέο κεφάλαιο στο εγχώριο πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης υδρογονανθράκων ανοίγει η απόφαση της Chevron να αναζητήσει νέα κοιτάσματα φυσικού αερίου στις ελληνικές θάλασσες, «σημαδεύοντας», ταυτόχρονα, την Ελλάδα με ακόμη πιο έντονα χρώματα, στον παγκόσμιο χάρτη της οικείας βιομηχανίας.
Η απόφαση έρχεται σε μια εποχή, που τα ορυκτά καύσιμα επανέρχονται στο προσκήνιο, τόσο με όρους συμβολισμού στα πρότυπα του «drill baby drill», όσο και στο έδαφος των προκλήσεων της ενεργειακής μετάβασης που σε κάθε περίπτωση θέτουν σε νέες βάσεις την προοπτική του «πράσινου» αφηγήματος με το πρώτο βέβαιο δεδομένο ότι το φυσικό αέριο παραμένει συστατικό μέρος της «ενεργειακής εξίσωσης» ως «καύσιμο-γέφυρα» παρά περί του αντιθέτου φιλοδοξίες.
Μετά τις χθεσινές επίσημες ανακοινώσεις του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για το ενδιαφέρον του αμερικανικού κολοσσού για έρευνες στη «Νότια Πελοπόννησο», απτά αποτελέσματα αναμένονται στα τέλη της άνοιξης, έχοντας προηγηθεί η προκήρυξη του διεθνούς διαγωνισμού στα πρότυπα του «open door» από την ΕΔΕΥΕΠ τον Φεβρουάριο με διάρκεια τους 3 μήνες. Σε μια παράλληλη εξέλιξη, σε συνεννόηση με την ανάδοχο εταιρεία Energean, η παραχώρηση «Κατάκολο» που αφορά σε μικρό κοίτασμα πετρελαίου κοντά στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου πρόκειται να απελευθερωθεί, δηλαδή να απενταχθεί από το πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης υδρογονανθράκων και να συμπεριληφθεί στο νέο Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο.
Η παρουσία της Chevron, όπως επισημαίνουν πηγές με γνώση του θέματος που μίλησαν στη «Ν», αναγνωρίζεται ως εχέγγυο για την διεθνή απήχηση του διαγωνισμού, φέρνοντας σε συνέχεια της παρουσίας του έτερου αμερικανικού κολοσσού Exxon Mobil, την Ελλάδα στις «κεραίες» της παγκόσμιας πετρελαϊκής βιομηχανίας, πράγμα που μένει ωστόσο να αποτυπωθεί και σε συμμετοχές στην επικείμενη ανταγωνιστική διαδικασία, καθώς και στα επόμενα βήματα ωρίμανσης των ερευνών.
«Η αξιοπιστία του φυσικού αερίου
«Τα δεδομένα που έως σήμερα υποεκτιμούσαν τη σημασία και τη ζήτηση του φυσικού αερίου σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο ανατρέπονται άρδην όχι μόνο από την αμερικανική αλλαγή πλεύσης κατά την δεύτερη προεδρία Τραμπ αλλά και από την αυξανόμενη ανάγκη για αξιόπιστη και αδιάκοπτη ηλεκτροπαραγωγή υψηλής απόδοσης για την τροφοδοσία κέντρων δεδομένων και μονάδων AI. Αυτήν την αξιοπιστία διασφαλίζει μόνο το φυσικό αέριο σε πολύ μικρότερο κόστος και ρίσκο συγκριτικά με τα πυρηνικά. Από το 2022 η Ελλάδα έχει κάνει σημαντική στροφή προτεραιοποιώντας την εξερεύνηση υδρογονανθράκων και ειδικότερα φυσικού αερίου όσο ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες. Το ενδιαφέρον και η δυνητική είσοδος της Chevron σε αρχικό στάδιο στα τεμάχια νοτίως της Πελοποννήσου αποτελεί μια πολύ θετική εξέλιξη για τη δυναμική του εγχώριου προγράμματος εξερεύνησης το οποίο φτάνει κοντά στο κρίσιμο σημείο, όπου η Exxon θα πρέπει να λάβει τις αποφάσεις της για τις γεωτρήσεις στα τεμάχια νοτιοδυτικά της Κρήτης», αναφέρει σε δήλωση του στη «Ν» ο Καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και σύμβουλος του ΥΠΕΝ κ. Θοδωρής Τσακίρης.
Γιατί νότια της Πελοποννήσου
Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιλογή της Chevron να εκδηλώσει ενδιαφέρον για την θαλάσσια περιοχή νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου και έως δυτικά της Κρήτης δεν είναι τυχαία, καθώς το εν λόγω «οικόπεδο» συνορεύει με τα θαλάσσια οικόπεδα «Νοτιοδυτικά Κρήτης» και «Δυτικά Κρήτης» που έχουν παραχωρηθεί και βρίσκονται υπό εξερεύνηση από την Exxon Mobil (operator και μερίδιο 75%) και την Helleniq Energy (25%). Οι εν λόγω παραχωρήσεις πραγματοποιήθηκαν το 2019 με τις εργασίες στην μεν περίπτωση του μπλοκ «Δυτικά Κρήτης» να βρίσκονται ακόμη στη πρώτη φάση έως τις 9 Απριλίου 2025 και στη δε περίπτωση του μπλοκ «Νοτιοδυτικά Κρήτης» να επίκειται εντός του πρώτου εξαμήνου η απόφαση για τη διενέργεια ή όχι ερευνητικής γεώτρησης. Χρειάζεται να σημειωθεί ότι στο σενάριο που «μπει τρυπάνι» και επιβεβαιωθούν απολήψιμα αποθέματα φυσικού αερίου ή αλλιώς, με βάση την ορολογία της βιομηχανίας πετρελαίου «πετρελαϊκό σύστημα» τότε, όπως επισημαίνουν πηγές του κλάδου, αυτομάτως αποκτά νέα αξία το σύνολο της περιοχής εντός και πέριξ των εν λόγω θαλάσσιων περιοχών και επομένως και οι βόρειες περιοχές που αιτήθηκε προς εξερεύνηση η Chevron. Άλλωστε, η παράπλευρη οριοθέτηση οικοπέδων συνιστά διεθνή πρακτική καθώς τα κοιτάσματα εδράζονται σε μια ευρύτερη γεωλογική λεκάνη που ξεπερνά τα όρια μιας παραχώρησης, όπως συμβαίνει ήδη σε μια σειρά περιπτώσεις ανά τον κόσμο.
Το δυνητικό οικονομικό «αποτύπωμα»
Επιπρόσθετα, η εμπλοκή της Chevron στο εγχώριο πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης υδρογονανθράκων αναμένεται να μεταφραστεί προοδευτικά σε επενδύσεις της τάξης των 165 εκατ. ευρώ που αφορούν τις δαπάνες της εταιρείας για την υλοποίηση των 3 φάσεων ερευνών προκειμένου να διασταυρώσει την ύπαρξη ή κοιτάσματος φυσικού αερίου. Ειδικότερα, όπως επισημαίνουν στελέχη του κλάδου, η πρώτη φάση που αφορά στην πρόσκτηση 2D σεισμικών ερευνών εκτιμάται περίπου στα 10 εκατ. ευρώ κόστος με την επόμενη φάση για την συλλογή 3D σεισμικών ερευνών να φτάνει περί τα 15 εκατ. ευρώ. Αν η επεξεργασία και η αξιολόγηση των δεδομένων που θα συγκεντρωθούν από τις δύο πρώτες φάσεις «δικαιολογούν» το επόμενο βήμα που είναι η υλοποίηση της ερευνητικής γεώτρησης, τότε ο σχετικός «λογαριασμός» αυξάνει κατά περίπου 100 – 140 εκατ. ευρώ προκειμένου η Chevron να φτάσει στο σημείο εξόρυξης και εκμετάλλευσης των υποθαλάσσιων αποθεμάτων φυσικού αερίου.
Η μεγάλη εικόνα
Σε κάθε περίπτωση, η κίνηση της δεύτερης μεγαλύτερης παγκοσμίως ιδιωτικής εταιρείας στον κλάδο των υδρογονανθράκων αντανακλά και επιβεβαιώνει την συνολικότερη στροφή που πραγματοποιείται στο παγκόσμιο ενεργειακό «γίγνεσθαι» με τις πετρελαϊκές εταιρείες να επαναφέρουν στην επενδυτική τους ατζέντα την εξόρυξη υδρογονανθράκων, περιορίζοντας, όπως έχει γράψει σε προηγούμενο ρεπορτάζ της η «Ν», τις «πράσινες» φιλοδοξίες τους, οι οποίες μερικά χρόνια πριν είχαν πάρει κεφάλι στα νούμερα.
Μάλιστα, όπως επισημαίνουν πηγές του κλάδου, η εν λόγω εικόνα με τα «πράσινα» σχέδια να κερδίζουν έδαφος έναντι της εξόρυξης είχε οδηγήσει τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας να κάνει λόγο ότι οδεύουμε κάτω από το όριο ασφαλείας ως προς την παραγωγή φυσικού αερίου και πετρελαίου με τον φόβο σπανιότητας πόρων σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Βέβαια, η στροφή επήλθε, όπως προαναφέρθηκε, στο φόντο των ενεργειακών προκλήσεων που ξεπροβάλουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη και έχουν οδηγήσει, μεταξύ άλλων, σε αύξηση των επενδύσεων στον κλάδο έρευνας και ανάπτυξης υδρογονανθράκων από 300 δις ευρώ το 2020 σε 425 δις ευρώ το 2024, ποσό υψηλότερο από τον μέσο όρο της πενταετίας 2015-2019.
Μάλιστα και προς επίρρωσιν ότι η στροφή «ξεπερνά» ή δεν άρχεται με τη αλλαγή σκυτάλης στο Λευκό Οίκο που σίγουρα παίζει και αναμένεται να παίξει σημαντικό ρόλο στο εξής, η Βόρεια Αμερική αντιπροσωπεύει το 1/3 των επενδύσεων αυτών με εξίσου σημαντικές ενέργειες να υλοποιούνται τα τελευταία χρόνια και στην Ευρώπη.
Η ευρωπαϊκή προσέγγιση
Ωστόσο το ευρωπαϊκό παράδειγμα διαφέρει ως προς τις ΗΠΑ στο γεγονός ότι καταγράφονται περισσότερο μεμονωμένες περιπτώσεις παρά μια ολιστική ευρωπαϊκή πολιτική που μετά τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία και την διακοπή του ρωσικού αερίου, εναποθέτει τις «ελπίδες» ενεργειακής ασφάλειας στην Νορβηγία και το ακριβό LNG που έρχεται από το Κατάρ και την άλλη μεριά του Ατλαντικού. «Δεν βλέπουμε κάτι στο κομμάτι της πολιτικής» ή «παραμένει εύθραυστη η ευρωπαϊκή προσέγγιση για την ενεργειακή ασφάλεια» σχολιάζουν, μεταξύ άλλων, στελέχη της αγοράς για την περίπτωση της Ευρώπης, συμπληρώνοντας ότι αυτό αποτυπώνεται και στο κομμάτι των τραπεζών που έχουν «εξοστρακίσει» από τα σχέδια τους την χρηματοδότηση τέτοιων δραστηριοτήτων σε συνέχεια και των σχετικών οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, μια σειρά χώρες στη Γηραιά Ήπειρο έχουν αντιληφθεί την στροφή και κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.
Ενδεικτικά, τέτοια παραδείγματα αποτελούν το Ηνωμένο Βασίλειο που έθεσε σε λειτουργία παγωμένο κοίτασμα πετρελαίου με παραγωγή 1 δισεκατομμύριο βαρέλια ισοδύναμου πετρελαίου, οι χώρες της Μαύρης Θάλασσας με την Ρουμανία να εξελίσσεται στο μεγαλύτερο παραγωγό φυσικού αερίου της ΕΕ με το κοίτασμα «Neptum Deep», την Βουλγαρία να μετράει βήματα, την Κροατία να μετράει παραγωγή και τελευταία την Κύπρο με τις Exxon Mobil και Qatar Energy, μόλις εχθές, να προχωρούν σε γεώτρηση στο οικόπεδο 5 της ΑΟΖ, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η άλλη όψη του νομίσματος
Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, ο «ούριος άνεμος» με την έλευση της Chevron θα κληθεί να «μετρηθεί» απέναντι σε μια σειρά γραφειοκρατικές διαδικασίες, «αγκυλώσεις» και εν γένει καθυστερήσεις που έχουν οδηγήσει στην έξοδο από την χώρα μια σειρά εταιρείες του κλάδου, όπως Total και Repsol τα προηγούμενα χρόνια με τις παραχωρήσεις οικοπέδων να περιορίζονται σήμερα σε 5 από 13 το 2020 και το «πηλίκο» ως προς την παραγωγή, να παραμένει στο μηδέν, 15 χρόνια μετά που άνοιξε η σχετική συζήτηση περί αξιοποίησης εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.
Υπό αυτό το πρίσμα, στελέχη της αγοράς και με δεδομένη την εμπειρία που έχει συσσωρευτεί επί σειρά ετών τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς δεν παραλείπουν να επισημάνουν ότι τα μεγάλα ονόματα δεν συνεπάγονται αυτομάτως και την επιτυχία του εγχειρήματος ούτε και καθιστούν περιττό ένα συνολικότερο σχεδιασμό που να έχει αρχή, μέση και τέλος στα πρότυπα ενός πραγματικού εθνικού προγράμματος έρευνας και ανάπτυξης υδρογονανθράκων.
Σε αυτή την βάση, όπως διευκρινίζουν, η συζήτηση δεν θα πρέπει να περιορίζεται στην «είδηση» της έλευσης μιας ακόμη διεθνούς βεληνεκούς πετρελαϊκής εταιρείας αλλά να εστιάσει στην ανάπτυξη των αναγκαίων υποδομών (βλέπε λιμάνια) που δίχως αυτές, κάθε σχέδιο περαιτέρω ωρίμανσης των παραχωρήσεων καθίσταται «κενό γράμμα», διατηρώντας εν τέλει ένα «εχθρικό περιβάλλον», όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά, για τον τομέα των υδρογονανθράκων στην Ελλάδα.