Skip to main content

«Χρυσάφι» η πιθανή κατάργηση του ειδικού φόρου πολυτελείας στην αργυροχρυσοχοΐα

Μελέτη του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για τα ενδεχόμενα οφέλη στις επιχειρήσεις της αγοράς ρολογιών και κοσμημάτων

Ως «στρατηγική κίνηση», η οποία θα στήριζε τόσο την αγορά πολυτελών ειδών όσο και τις χιλιάδες επιχειρήσεις και εργαζόμενους του κλάδου, χαρακτηρίζει μελέτη που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ μια πιθανή κατάργηση του ειδικού φόρου πολυτελείας στα ρολόγια και τα κοσμήματα.

Η μελέτη, με τίτλο «Οικονομικές συνέπειες της ενδεχόμενης κατάργησης του ειδικού φόρου πολυτελείας στον κλάδο της αργυροχρυσοχοΐας», καταδεικνύει ότι η κατάργηση του ειδικού φόρου πολυτελείας μπορεί να έχει ευρύτερες θετικές συνέπειες στα συνολικά φορολογικά έσοδα μέσω της αύξησης των πωλήσεων και των εσόδων από τον ΦΠΑ.

Το κύριο επιχείρημα στηρίζεται στην ελαστικότητα της ζήτησης γι’ αυτά τα προϊόντα, η οποία, όπως υποδεικνύουν η θεωρία και τα εμπειρικά δεδομένα, είναι υψηλότερη από τα αναγκαία αγαθά. Αυτό σημαίνει ότι η μείωση της φορολογίας έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της κατανάλωσης, επηρεάζοντας θετικά τον κλάδο του εμπορίου πολυτελών ειδών.

Πέρα από την αναμενόμενη αύξηση των πωλήσεων και των εσόδων από τον ΦΠΑ, η κατάργηση του ειδικού φόρου πολυτελείας μπορεί να αποφέρει επιπλέον οφέλη μέσω της μείωσης της γραφειοκρατίας και της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας των ελεγκτικών μηχανισμών. Η απλοποίηση του φορολογικού πλαισίου μειώνει την ανάγκη για πολύπλοκους ελέγχους και διοικητικές διαδικασίες, ελαχιστοποιώντας τον χρόνο και τους πόρους που δαπανώνται στη διαχείριση φορολογικών υποθέσεων, παραπόνων και αντιδικιών.

Παράλληλα, όπως επισημαίνεται σχετικά στη μελέτη, η απλοποίηση μπορεί να μειώσει τις απαιτήσεις για την υποστήριξη τεχνολογικών συστημάτων που σχετίζονται με τη διαχείριση του φόρου πολυτελείας, ενώ επιτρέπει την ανακατανομή ανθρώπινων και τεχνολογικών πόρων σε άλλους τομείς της φορολογικής διοίκησης με υψηλότερη προτεραιότητα και αποδοτικότητα. Αυτές οι αλλαγές ενδέχεται να συμβάλουν στη συνολική βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και στη διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Τόνωση της κατανάλωσης

Με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης, η προτεινόμενη κατάργηση του φόρου δεν θα πρέπει να ιδωθεί ως μέτρο ελάφρυνσης για τους καταναλωτές υψηλού εισοδήματος, αλλά ως στρατηγική που μπορεί να τονώσει τη συνολική οικονομική δραστηριότητα και κυρίως να τονώσει έναν από τους λίγους μεταποιητικούς παραγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας.

Η αύξηση της κατανάλωσης αυτών των προϊόντων έχει δυνητικά δευτερογενείς συνέπειες σε άλλους κλάδους, όπως η αλυσίδα εφοδιασμού, η παραγωγή και η εξειδικευμένη λιανική πώληση, κάτι που μπορεί να ενισχύσει την απασχόληση και την οικονομική ανάπτυξη. Η διεθνής βιβλιογραφία σε παρόμοια περιβάλλοντα, όπως η Ιταλία, δείχνει ότι η ζήτηση για πολυτελή προϊόντα είναι τουλάχιστον μοναδιαία, γεγονός που υποστηρίζει τα ευρήματα της παρούσας μελέτης.

Εάν η Ελλάδα υιοθετήσει ένα αντίστοιχο πλαίσιο φορολόγησης θα μπορούσε να δει αύξηση στα έσοδα και ταυτόχρονα ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στην αγορά πολυτελών ειδών.

Επιπλέον, η ανάλυση δείχνει ότι σε κάθε περίπτωση η πιθανότητα αρνητικών συνεπειών είναι ελάχιστη, ενώ τα οφέλη από την αύξηση των πωλήσεων και τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος υπερκαλύπτουν κάθε απώλεια. Αυτό καθιστά την κατάργηση του φόρου όχι μόνο μια οικονομικά ορθή απόφαση, αλλά και μια στρατηγική κίνηση για τη στήριξη των πολυτελών αγορών και των σχετικών κλάδων της οικονομίας. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο τέτοιες μεταρρυθμίσεις είναι κομβικής σημασίας για τη διαμόρφωση ενός πιο βιώσιμου και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος, που στηρίζει την ανάπτυξη χωρίς να επιβαρύνει δυσανάλογα τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.

Ανταγωνιστικό μειονέκτημα

Στη μελέτη του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ γίνεται εκτενής αναφορά και σε έρευνα του ΙΝΣΕΤΕ για την αξιολόγηση της Ελλάδας ως τουριστικού προορισμού σε σχέση με άλλα κράτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που περιλαμβάνονται ως ανταγωνιστικά απέναντι στη χώρα μας, όπως είναι η Ισπανία, η Ιταλία, η Μάλτα, η Τουρκία, η Πορτογαλία και η Κροατία.

Στην ενδεικτική αυτή έρευνα αναδεικνύεται ότι όσον αφορά τις περισσότερες κατηγορίες σύγκρισης μεταξύ των διακριτών αυτών προορισμών, η Ελλάδα υπερέχει σημαντικά των μέσων όρων του συνόλου των χωρών και συγκριτικά χαρακτηρίζεται ως μια value for money επιλογή, με εξαίρεση την κατηγορία που αφορά τη συνολική εμπειρία αγορών (shopping).

Η χαμηλή, μάλιστα, αυτή επίδοση στη συγκεκριμένη κατηγορία αξιολόγησης της συνολικής εμπειρίας από μια χώρα οφείλεται στην προσφερόμενη ποικιλία επιλογών και στη σχέση ποιότητας – τιμής, ενώ πάνω από τον μέσο όρο βαθμολογείται η συμπεριφορά του προσωπικού εξυπηρέτησης, το προσφερόμενο ωράριο, αλλά και η ποιότητα ποικιλίας αναμνηστικών και προϊόντων χειροτεχνίας.

Σύμφωνα πάντα με την παραπάνω έρευνα, η συνολική εμπειρία αγορών είναι η κατηγορία με την έκτη μεγαλύτερη βαρύτητα στην αξιολόγηση ενός προορισμού. Υπό αυτήν την έννοια και δεδομένης της υψηλής ικανοποίησης από τα είδη χειροτεχνίας που διατίθενται, αλλά και του ότι ειδικά στην αργυροχρυσοχοΐα στη χώρα μας η ποιότητα και η ομορφιά των χειροποίητων κοσμημάτων θεωρείται εξαιρετική, είναι μάλλον η σχέση ποιότητας – τιμής που φαίνεται να λειτουργεί αποτρεπτικά.

Ειδικά εάν συνεκτιμηθεί ότι στη συντριπτική του πλειονότητα το κοινό που επισκέπτεται τη χώρα μας μέσω κρουαζιέρας επισκέπτεται και άλλες κοντινές χώρες (συνήθως Τουρκία, Ιταλία), είναι εύλογο ότι ένας επισκέπτης που θα ήθελε να αγοράσει κάποιο κόσμημα θα προβεί σε μία εκ των προτέρων διαδικτυακή έρευνα αγοράς και θα έχει προαποφασίσει σε μεγάλο βαθμό σε ποια χώρα θα πραγματοποιήσει μια τέτοιου τύπου αγορά.

Εάν, επομένως, κοσμήματα ή ρολόγια που κυκλοφορούν σε όλο τον κόσμο είναι εμφανώς ακριβότερα στην Ελλάδα, ο ξένος επισκέπτης θα σχηματίσει την εντύπωση ότι γενικώς τα συγκεκριμένα προϊόντα δεν συμφέρει να τα αγοράζεις στην Ελλάδα, όταν είναι βέβαιο ότι θα επισκεφτεί και χώρες με πιο ανταγωνιστικές τιμές.

Η πραγματικότητα αυτή, όμως, μειώνει όχι απλώς τον όγκο πωλήσεων, αλλά και την ποικιλία και την ποιότητα που διατίθενται στην ελληνική αγορά και κατ’ επέκταση μειώνει και τις θέσεις εργασίας στον κλάδο παραγωγής κοσμημάτων και τα έσοδα του κράτους.

Σε Ιταλία και Τουρκία

Ας δούμε τι ισχύει σχετικά με τον φόρο πολυτελείας στις δύο γειτονικές χώρες, Ιταλία και Τουρκία, που σύμφωνα με την παραπάνω μελέτη είναι βασικοί ανταγωνιστές της Ελλάς ως τουριστικοί προορισμοί.

Στην Ιταλία ισχύει ΦΠΑ 22% και δεν φαίνεται να προκύπτει κάποια άλλη επιβάρυνση στις τιμές χονδρικής ή λιανικής πώλησης κοσμημάτων, πολύτιμων μετάλλων και ρολογιών. Υπάρχει, όμως, και μια ειδική κατηγορία μειωμένου ΦΠΑ σε αντικείμενα αξίας που μπορούν να χαρακτηριστούν αντίκες (χρονολογούνται ως άνω των 100 ετών), όπου ο ΦΠΑ ανέρχεται σε 10%. Στον ίδιο μειωμένο συντελεστή 10% εντάσσονται και χειροποίητα αντικείμενα που ο αριθμός των πιστών αντιγράφων δεν ξεπερνά τα οκτώ. Η κατηγορία αυτή αφορά κυρίως έργα τέχνης (γλυπτά κ.ά.), αλλά δεν περιορίζεται σε αυτά, γεγονός που μπορεί να αφορά και περιορισμένο αριθμό χειροποίητων κοσμημάτων με πολύτιμα μέταλλα.

Στην Τουρκία ο ΦΠΑ αυξήθηκε πρόσφατα από το 18% στο 22%, χωρίς να εντοπίζεται κάποια πρόσθετη επιβάρυνση στις τιμές χονδρικής ή λιανικής.

Η επιβολή από το 2010 και η χαμηλή αποδοτικότητα

Ο ειδικός φόρος πολυτελείας 10% για τα κοσμήματα και τα ρολόγια αξίας 1.000 ευρώ και άνω επιβλήθηκε στην Ελλάδα το έτος 2010 ως εισπρακτικό μέτρο, στο πλαίσιο των δημοσιονομικών πολιτικών που θεσπίστηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Ο φόρος αυτός στόχευε στην αύξηση των κρατικών εσόδων μέσω της φορολόγησης ειδών πολυτελείας, θεωρώντας ότι οι καταναλωτές αυτών των αγαθών μπορούσαν να επιβαρυνθούν επιπλέον. Ωστόσο, ο στόχος των προσδοκώμενων εσόδων από τον ειδικό φόρο απείχε παρασάγγας από την πραγματικότητα. Τα έσοδα που συγκεντρώθηκαν ήταν σημαντικά χαμηλότερα από τις προβλέψεις, με τις αρχικές προσδοκίες να υπολογίζουν εισπράξεις της τάξης των 120 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ τελικά τα πραγματικά έσοδα κυμάνθηκαν περίπου στα 5 εκατ. ευρώ. Αυτή η απόκλιση έθεσε υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα του φόρου, καθώς όχι μόνο δεν απέδωσε τα αναμενόμενα έσοδα, αλλά παράλληλα προκάλεσε επιβάρυνση στον κλάδο της αργυροχρυσοχοΐας, επιτείνοντας τα προβλήματα στην ήδη πάσχουσα αγορά.

Το οικονομικό προφίλ του κλάδου τα τελευταία χρόνια

Ο κλάδος του κοσμήματος και του ρολογιού το 2021, τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, είχε κύκλο εργασιών 724,5 εκατ. ευρώ (0,2% του συνόλου), διέθετε 5.865 εταιρείες (0,4% του συνόλου) και απασχολούσε 12.204 άτομα (0,27% του εργατικού δυναμικού).

Εξετάζοντας την τελευταία δεκαετία για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία (2012-2021), η χρονιά με τον μεγαλύτερο κύκλο εργασιών ήταν το 2018 (735,6 εκατ. ευρώ). Ο κύκλος εργασιών το 2021 (724,5 εκατ. ευρώ), καίτοι αυξήθηκε από το 2020 (486,9 εκατ. ευρώ), όταν καταγράφηκε ιστορικό χαμηλό για τη δεκαετία, δεν έφτασε ούτε το ύψος του 2019 ούτε του 2018.

Συνολικά, την εξεταζόμενη δεκαετία τη μερίδα του λέοντος του κύκλου εργασιών από τους τρεις κλάδους του κοσμήματος συγκέντρωσε το λιανικό εμπόριο, απορροφώντας το 55% των εσόδων. Ακολουθεί το χονδρικό εμπόριο με 30% και τελευταίος είναι ο κλάδος της κατασκευής που συγκεντρώνει μόνο το 15%.

Την υπό εξέταση δεκαετία, η χρονιά που καταγράφτηκε ο μεγαλύτερος κύκλος εργασιών ανά επιχείρηση ήταν το 2018 (126.250 ευρώ). Από τους τρεις κλάδους, τον μεγαλύτερο κύκλο εργασιών κατέγραψε το χονδρικό εμπόριο (328.560 ευρώ) και ακολούθησαν το λιανικό εμπόριο (105.470 ευρώ) και η παραγωγή (77.810 ευρώ).

Ο κύκλος εργασιών ανά απασχολούμενο/η έφτασε στο υψηλότερο σημείο του το 2018 (59.820 ευρώ). Το 2021, από τους τρεις κλάδους τον μεγαλύτερο κύκλο εργασιών ανά απασχολούμενο κατέγραψε το χονδρικό εμπόριο (148.230 ευρώ) και τον μικρότερο η κατασκευή κοσμημάτων και συναφών ειδών (36.800 ευρώ). Στο λιανικό εμπόριο ρολογιών και κοσμημάτων, σε ειδικευμένα καταστήματα ο κύκλος εργασιών ανά απασχολούμενο έφτασε τα 59.360 ευρώ.

Ο αριθμός των επιχειρήσεων και των απασχολουμένων

Ο αριθμός των επιχειρήσεων στον κλάδο του κοσμήματος και του ρολογιού ακολουθεί μια σταθερή μείωση την υπό εξέταση περίοδο (2012-2021). Το 2021 καταγράφηκε οριακή αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο (από 5.785 το 2020 σε 5.865 το 2021). Ωστόσο, ο αριθμός των επιχειρήσεων κατέγραψε φθίνουσα πορεία από την περίοδο 2012-2018. Ενδεικτικά, το 2012 ήταν 7.280 επιχειρήσεις, το 2013 υποχώρησαν στις 6.841, το 2014 στις 6.702, το 2015 στις 6.312, το 2016 στις 6.019, το 2017 στις 5.941 και το 2018 στις 5.826. Το 2019 καταγράφηκε μικρή αύξηση (5.886), για να υπάρξει υποχώρηση το 2020 στις 5.785 επιχειρήσεις, ενώ το 2021 ανήλθαν στις 5.865. Οι περισσότερες επιχειρήσεις συγκεντρώνονται στο λιανικό εμπόριο (65%) και ακολουθούν η κατασκευή κοσμημάτων (23%) και το χονδρικό εμπόριο (12%).

Η απασχόληση ακολουθεί την καθοδική πορεία του αριθμού των επιχειρήσεων και όχι τη γενικά αυξητική πορεία του κύκλου εργασιών. Είναι ένα πρότυπο που -σε αδρές γραμμές- υποδηλώνει υψηλή αυτοαπασχόληση. Ο αριθμός των απασχολουμένων ενώ από το 2012 ως το 2015 αυξανόταν, έκτοτε παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Το 2021 στον κλάδο του κοσμήματος οι απασχολούμενοι ήταν 12.204 ή 17% λιγότεροι από το 2012 (14.635). Το 63% των απασχολουμένων εντοπίζεται στον κλάδο του λιανικού εμπορίου, το 13% στο χονδρικό εμπόριο και το 24% στην κατασκευή. Και η δομή της απασχόλησης προσιδιάζει στον αριθμό των νομικών μονάδων, υποδηλώνοντας για ακόμα μία φορά την υψηλή αυτοαπασχόληση. Όλη την εξεταζόμενη δεκαετία κάθε νομική μονάδα είχε περίπου δύο απασχολούμενους. Περισσότερους εργαζόμενους έχουν οι επιχειρήσεις χονδρικού εμπορίου και ρολογιών και ακολουθούν οι εταιρείες παραγωγής, ενώ τελευταίες έρχονται οι εταιρείες λιανικής.