© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Εφευρετικότητα επιδεικνύεται από επιτήδειους για την παραγωγή, τη διακίνηση και τη νομιμοποίηση «μαύρου» χρήματος στην Ελλάδα, όπως αποκαλύπτει η έκθεση της Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, που παρουσιάζει η «Ν».
Η έκθεση της Αρχής για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος καταγράφει τις σημαντικότερες και συνηθέστερες υποθέσεις που διαχειρίστηκε την τελευταία τριετία, περιγράφοντας αναλυτικά τον τρόπο τέλεσης των αδικημάτων, καθώς και τους τρόπους που τα εγκληματικά δίκτυα χρησιμοποίησαν τα χρηματικά ποσά που προήλθαν από την εγκληματική δραστηριότητα.
Τα «οχήματα» για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος είναι οι υποθέσεις «Carousel», η διασυνοριακή απάτη στον ΦΠΑ, τα δίκτυα εισαγωγικών και εμπορικών εταιρειών, οι πιστωτικές κάρτες και τα POS, οι χρηματιστηριακές εταιρείες, τυχερά παιχνίδια διαδικτυακά ή επίγεια, και οι «μεταφορείς» παράνομου χρήματος «Money mules».
Δείκτες κινδύνου
Συγχρόνως, η έκθεση καταγράφει και τους δείκτες κινδύνου (red flags) οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν και να λειτουργήσουν ως προειδοποιητικά σημάδια για την εύρεση ξεπλύματος βρόμικου χρήματος και νέων εγκληματικών δικτύων.
Στόχος της έκθεσης είναι η διάδοση του τρόπου με τον οποίο δρουν και ξεπλένουν το βρόμικο χρήμα τα σχήματα των εγκληματικών οργανώσεων που δρουν στη χώρα μας τα τελευταία έτη, καθώς και η ευαισθητοποίηση και εγρήγορση των υπόχρεων προς την Αρχή προσώπων και των συνεργαζόμενων υπηρεσιών που έχουν ελεγκτικές αρμοδιότητες.
Συγκεκριμένα, με την αξιολόγηση των τυπολογιών και την υιοθέτηση των δεικτών κινδύνου τα αρμόδια υπόχρεα πρόσωπα, κυρίως, θα είναι σε θέση να εντοπίζουν εγκαίρως ανάλογες περιπτώσεις ή ελαφρώς διαφοροποιημένες περιπτώσεις και να τις αναφέρουν στην Αρχή κατά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης της εγκληματικής δραστηριότητας, και, ταυτόχρονα, να λαμβάνουν σχετικά μέτρα για την αποφυγή τους.
Υπενθυμίζεται ότι αρκετές κατηγορίες φυσικών και νομικών προσώπων έχουν την υποχρέωση να ασκούν την αποκαλούμενη «δέουσα επιμέλεια» κατά τις συναλλαγές των πελατών τους. Δηλαδή, έχουν υποχρέωση να χρησιμοποιούν συγκεκριμένες τεχνικές οι οποίες ανιχνεύουν πιθανή διακίνηση «μαύρου» χρήματος.
Στην περίπτωση που μια υπόθεση έχει διεκπεραιωθεί και αποδειχτεί ότι μέσω αυτής διακινήθηκε «μαύρο» χρήμα, οι υπόχρεοι που δεν άσκησαν τη «δέουσα επιμέλεια» αντιμετωπίζουν πολυετείς ποινές κάθειρξης και υψηλά πρόστιμα έως και 1 εκατ. ευρώ.
Υποθέσεις «Carousel»
Σε αυτήν τη μορφή απάτης εμπλέκονται συνήθως εταιρείες εδραιωμένες σε έναν παραγωγικό κλάδο από κοινού με «εικονικές» εταιρείες (shell companies) που έχουν συσταθεί για να εξυπηρετήσουν την εγκληματική δραστηριότητα των πρώτων εταιρειών. Βασικά χαρακτηριστικά των εικονικών εταιρειών είναι ότι δεν διαθέτουν τις απαραίτητες εγκαταστάσεις, έχουν κοινή έδρα και δεν αποδίδουν τους αναλογούντες φόρους (Φόρο Εισοδήματος και ΦΠΑ) σε όλη τη διάρκεια της δραστηριοποίησής τους.
Επιπλέον, οι διαχειριστές των εικονικών εταιρειών αποτελούν είτε ανύπαρκτα πρόσωπα είτε πρόσωπα τα οποία δεν διαθέτουν το οικονομικό και φορολογικό προφίλ για τη λειτουργία εισαγωγικών εταιρειών με ακαθάριστα έσοδα που ανέρχονται σε εκατομμύρια ευρώ.
Το σύνολο των εταιρειών αποτελεί μέρος ενός αλυσιδωτού συστήματος εμπορίας, που πολλές φορές παίρνει τη μορφή ενός «carousel», όπου τα αγαθά/υπηρεσίες πωλούνται μεταξύ των εταιρειών με σκοπό την εκμετάλλευση των διαφορών στους συντελεστές ΦΠΑ και, αντίστοιχα, τα χρηματικά ποσά μεταφέρονται, με αντίθετη ροή αυτής των εμπορευμάτων, μέσω τραπεζικών λογαριασμών.
Το κύκλωμα διενεργεί μεταξύ των εταιρειών συναλλαγές εκατομμυρίων ευρώ. Με αυτή τη δράση οι εμπλεκόμενες εταιρείες επιτυγχάνουν αφενός να ισοσκελίζουν τον ΦΠΑ που προέρχεται από τις πωλήσεις, παρουσιάζοντας στις εκάστοτε περιοδικές δηλώσεις ίσα ποσά ΦΠΑ εκροών και εισροών, αφετέρου να μην αποτυπώνεται η πραγματική υποχρέωση καταβολής ΦΠΑ και φόρου εισοδήματος.
Συνεπώς, οι βασικές εταιρείες του κυκλώματος δρουν εκ του ασφαλούς, αφού, πρώτον, εκπίπτουν το σύνολο του ΦΠΑ αγορών τους από τις διαδοχικές συναλλαγές που πραγματοποιούν με τις εταιρείες του κυκλώματος, και, δεύτερον, σε ενδεχόμενο έλεγχο αποδεικνύουν τις σχετικές συναλλαγές ως αληθείς και νομότυπες, αφού τα σχετικά παραστατικά που έχει υποχρέωση η κάθε εταιρεία να προσκομίσει, έχουν εκδοθεί και οι καταβολές των τιμημάτων έχουν πραγματοποιηθεί μέσω του τραπεζικού συστήματος.
Με αυτόν τον τρόπο πέρα από την προφανή ζημία του Ελληνικού Δημοσίου, η συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, προκαλώντας στρέβλωση στη λειτουργία της αγοράς.
Σε αυτές τις περιπτώσεις μοναδικός ευνοούμενος του εγκληματικού δικτύου είναι οι εδραιωμένες στον χώρο εταιρείες και οι πραγματικοί δικαιούχοι αυτών που αποκομίζουν το εγκληματικό προϊόν με τη μορφή μερισμάτων/κερδών από τις εταιρείες που γίνονται αποδέκτες των εικονικών τιμολογίων. Στη συνέχεια οι πραγματικοί δικαιούχοι έχοντας προσδώσει νομιμοφάνεια στα κέρδη από την εγκληματική δραστηριότητα είτε αναμιγνύουν αυτά με ποσά από άλλες νόμιμες δραστηριότητες είτε διαθέτουν τα χρηματικά ποσά για απόκτηση περιουσιακών στοιχείων.
Διασυνοριακή απάτη ΦΠΑ
Η διασυνοριακή απάτη για τον ΦΠΑ προσομοιάζει στην προηγούμενη περίπτωση απάτης τύπου «Carousel». Ειδικότερα, οι εταιρείες του κυκλώματος προβαίνουν σε πλήθος ενδοκοινοτικών παραδόσεων/αποκτήσεων προϊόντων κυρίως τεχνολογίας, ευάλωτα σε αυτού του είδους την απάτη (π.χ. κινητά, αξεσουάρ κινητών, λογισμικά κ.λπ.). Η εταιρεία που εξάγει τα προϊόντα (χωρίς αυτά να υπάρχουν πολλές φορές) στοχεύει να εξαπατήσει τις αρμόδιες Αρχές και να λάβει επιστροφή ΦΠΑ δεδομένου ότι οι ενδοκοινοτικές παραδόσεις είναι απαλλαγμένες από ΦΠΑ.
Η εξαγωγική εταιρεία, τις περισσότερες φορές, είτε είναι εταιρεία εδραιωμένη στον παραγωγικό της κλάδο είτε είναι εταιρεία που έχει συσταθεί αποκλειστικά προκειμένου να πραγματοποιήσει εξαγωγές και να λάβει επιστροφές φόρου. Ακολούθως, η εταιρεία που εισάγει τα προϊόντα, ή τα διαθέτει στην εγχώρια αγορά, είναι εικονική (shell company) και ο/οι διαχειριστές της αποτελούν είτε ανύπαρκτα πρόσωπα είτε πρόσωπα τα οποία δεν διαθέτουν το οικονομικό και φορολογικό προφίλ για τη λειτουργία εισαγωγικών εταιρειών με ακαθάριστα έσοδα που ανέρχονται σε εκατομμύρια ευρώ.
Σκοπός της εικονικής εταιρείας είναι η εισαγωγή των προϊόντων και η διακίνηση και διανομή αυτών εντός επικράτειας. Επιπλέον, έχει τον ρόλο της συσσώρευσης χρεών προς το Δημόσιο (ΦΠΑ και Εισοδήματος), την επιφόρτιση των παράνομων δραστηριοτήτων και τη διακοπή των λειτουργιών / εξαφάνιση εμπόρων σε περίπτωση ελέγχου από τις αρχές.
Τις ροές των προϊόντων ακολουθούν αντίθετες ροές χρήματος για να δικαιολογήσουν τις αγορές των προϊόντων. Σε πολλές περιπτώσεις έγινε ανάληψη των ποσών αυτών σε μετρητά από τους λογαριασμούς των εικονικών εταιρειών, διότι έχουν χρησιμοποιηθεί με μοναδικό γνώμονα την πρόσδοση νομιμοφάνειας στις μεταφορές των εμπορευμάτων.
Επίσης, τα χρηματικά ποσά των επιστροφών ΦΠΑ από τις βασικές εταιρείες μεταφέρονται, κυρίως, είτε στους προσωπικούς λογαριασμούς των πραγματικών δικαιούχων ή σε εταιρείες ιδιοκτησιών τους και χρησιμοποιούνται για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων.
Δίκτυο εταιρειών
Σε παραλλαγή της προηγούμενης μεθόδου, διασυνοριακής απάτης ΦΠΑ, οι δράστες ως διαχειριστές και πραγματικοί δικαιούχοι εταιρείας που δραστηριοποιείται στον κλάδο της εμπορίας συσκευών κινητής τηλεφωνίας έχουν δημιουργήσει ένα δίκτυο εισαγωγικών «εικονικών» εταιρειών (shell companies) οι οποίες αποτελούν και μοναδικές προμηθεύτριες της βασικής εταιρείας.
Οι εισαγωγικές εταιρείες έχουν ως απώτερο στόχο την εισαγωγή των προϊόντων και τη μεταπώλησή τους στη βασική εταιρεία. Στόχος των δραστών είναι η βασική εταιρεία να παραλάβει από τις εισαγωγικές/προμηθεύτριες εταιρείες προϊόντα που δεν έχουν επιβαρυνθεί με φόρους και έξοδα, καθότι αυτά δεν αποδίδονται στο κράτος και ως εκ τούτου να μπορεί να διαθέσει στην αγορά φθηνότερα προϊόντα αποκτώντας ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων επιχειρήσεων με ομοειδή δραστηριότητα, διαταράσσοντας, έτσι, την ομαλή/υγιή λειτουργία της αγοράς.
Σε περίπτωση εντοπισμού των εισαγωγικών/προμηθευτριών εταιρειών από τις αρμόδιες Αρχές και παύσης της λειτουργίας τους, τότε το δίκτυο αναπληρώνει την απώλεια δημιουργώντας νέες εταιρείες. Ενδεχομένως, ανάμεσα από τις εικονικές εταιρείες και τη βασική εταιρεία να υφίστανται/παρεμβάλλονται και άλλες εικονικές εταιρείες, προκειμένου να προστατεύεται καλύτερα και να αποφεύγει τον εντοπισμό σε περίπτωση ελέγχου από τις Αρχές η βασική εταιρεία.
Επομένως η ζημία από την ως άνω εγκληματική δραστηριότητα είναι διπλή:
α) η συσσώρευση οφειλών εκατομμυρίων ευρώ προς το κράτος από εταιρείες με εξαφανισμένους εμπόρους/διαχειριστές, και
β) η στρέβλωση της αγοράς από τον αθέμιτο ανταγωνισμό με τη διάθεση υποτιμολογημένων προϊόντων.
Επιπλέον, οι εμπλεκόμενοι λαμβάνουν τα ποσά από την παραπάνω εγκληματική δραστηριότητα ως κέρδη από την εταιρεία τους, τα οποία βέβαια θα ήταν σε διαφορετική κλίμακα αν δεν υπήρχε η εγκληματική δραστηριότητα. Στη συνέχεια χρησιμοποιούν σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτά τα ποσά: α) για την αγορά ακινήτων τα οποία κατόπιν μεταβιβάζουν είτε σε εταιρείες διαχείρισης ακινήτων είτε σε συγγενικά τους πρόσωπα, και β) για την τοποθέτηση ή/και αύξηση μετοχικού κεφαλαίου σε εταιρείες διαχείρισης ακινήτων με απώτερο στόχο την αγορά ακινήτων.
Ήδη έχουν εντοπιστεί συγγενείς ατόμου που έχει διαπράξει βασικό αδίκημα σε άλλη χώρα με εγκληματικό προϊόν εκατομμυρίων ευρώ, μετέφεραν στη χώρα μας χρηματικά ποσά για τα οποία προέκυψαν ισχυρές ενδείξεις ότι σχετίζονται με το προαναφερόμενο εγκληματικό προϊόν.
Ειδικότερα, κεφάλαια για τα οποία υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες μεταφέρθηκαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς συγγενούς του δράστη στην Ελλάδα σε μικρό χρονικό διάστημα. Πολλές φορές, τα χρηματικά ποσά αποστέλλονταν είτε από χώρες που έχουν ενταχθεί στον κατάλογο χωρών αυξημένης επιτήρησης της FATF, είτε από ηλεκτρονικές εταιρείες αγοραπωλησιών κρυπτονομισμάτων (Fintech blockchain companies). Στη συνέχεια τα χρηματικά ποσά μεταφέρθηκαν σε α) νεοσύστατες εταιρείες διαχείρισης ακινήτων και χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά και επισκευή ακινήτων μεγάλης αξίας, και β) αλλοδαπή εταιρεία με έδρα ετέρα χώρα.
Διαχειριστής στις εν λόγω εταιρείες ακινήτων ήταν άτομο το οποίο δεν εμφάνιζε κάποια σχέση με τους συγγενείς, αλλά συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά του «μπροστινού» ατόμου που έχει τοποθετηθεί για την απόκρυψη των στοιχείων του πραγματικού δικαιούχου των εταιρειών.
Χρηματιστηριακή εταιρεία
Συγκεκριμένοι πελάτες, που αποτελούν και τους μοναδικούς πελάτες της χρηματιστηριακής, πραγματοποιούν πολυάριθμες συναλλαγές σε CFDs και για κάθε συναλλαγή φέρεται να πληρώνουν υπέρογκες προμήθειες προς τη χρηματιστηριακή.
Στη συνέχεια, η χρηματιστηριακή μεταφέρει τις χρεώσεις των προμηθειών σε εξωχώρια εταιρεία, που μέσω του ηλεκτρονικού της συστήματος διαβίβασης εντολών πραγματοποιούνται οι συναλλαγές σε CFDs.
Λόγω των υπέρογκων προμηθειών, το αρχικό κεφάλαιο των πελατών σταδιακά εξαϋλώνεται και όλοι τους χάνουν σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου τους σε σύντομο χρονικό διάστημα. Οι πελάτες που συναινούν στο υπέρογκο ύψος προμήθειας για κάθε συναλλαγή φαίνεται ότι γνωρίζουν ή ότι ανέχονται τον μηχανισμό που έχει στηθεί.
Τυχερά παίγνια
Οι δράστες δημιούργησαν μεγάλο πλήθος πλαστών ταυτοτήτων παραποιώντας ή/και αντιγράφοντας υπάρχουσες ταυτότητες οι οποίες περιήλθαν στη διάθεσή τους μέσω της εργασίας τους. Στη συνέχεια αυτές οι ταυτότητες χρησιμοποιήθηκαν για το άνοιγμα λογαριασμών σε fintech/neobank, σε διαδικτυακές εταιρείες παροχής τυχερών παιγνίων, καθώς και σε εταιρείες παροχής προπληρωμένων διαδικτυακών μεθόδων πληρωμής.
Ο σκοπός του ανοίγματος και της χρήσης αυτών των λογαριασμών ήταν η εισαγωγή στο σύστημα, η απόκρυψη, κατάτμηση και μεταφορά χρηματικών ποσών που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, συγκεντρώνοντας τελικά αυτά σε δύο λογαριασμούς απ’ όπου είτε αναλήφθηκαν σε μετρητά είτε χρησιμοποιήθηκαν για αγορές με κάρτα.
Ειδικότερα, οι δράστες τοποθέτησαν στο σύστημα το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων μέσω προπληρωμένων καρτών (pre-paid cards), στη συνέχεια τοποθέτησαν τα ποσά σε λογαριασμούς χρηστών στοιχηματικών εταιρειών, κατόπιν τα μετέφεραν σε τραπεζικούς λογαριασμούς σε neobank, όπου τα συγκέντρωσαν σε συγκεκριμένους λογαριασμούς και, τέλος, έκαναν ανάληψη αυτών σε μετρητά.
Προϊόντα σε δελεαστικές τιμές
Οι δράστες οργανώθηκαν και εξαπάτησαν πλήθος καταναλωτών και επαγγελματιών, καθώς και τραπεζικών ιδρυμάτων με τη δημιουργία ηλεκτρονικών καταστημάτων και τη δήθεν πώληση πλήθους προϊόντων σε δελεαστικές τιμές. Με τον τρόπο αυτό έπειθαν τα θύματά τους να προκαταβάλλουν το τίμημα των προϊόντων που ήθελαν να αγοράσουν σε συγκεκριμένους τραπεζικούς λογαριασμούς, και ακολούθως, έχοντας προαποφασίσει να μην παραδώσουν κανένα προϊόν στους καταναλωτές, καρπώθηκαν το παράνομο όφελος, αφού πρώτα το διακίνησαν, μέσω του χρηματοπιστωτικού τομέα, ώστε να του προσδώσουν νομιμοφάνεια.
Τα περιστατικά απάτης λαμβάνουν χώρα σε δύο φάσεις – χρονικές περιόδους, από επιχειρήσεις που διαδέχονται, η επόμενη, τη δράση της προηγούμενης. Όταν η απάτη γίνεται γνωστή η πρώτη εξαφανίζεται και τη δράση της διαδέχεται η δεύτερη.
Δελτία τυχερών παιγνίων
Κοινή μεθοδολογία νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες αποτελούν σε ορισμένες περιπτώσεις οι εξαργυρώσεις δελτίων επίγειων τυχερών παιγνίων από άτομα/δράστες που δεν έχουν στην πραγματικότητα παίξει και κερδίσει τα εν λόγω δελτία.
Σε αυτές τις περιπτώσεις οι δράστες λαμβάνουν από τους πράκτορες δελτία για τα οποία οι πράκτορες έχουν ήδη αποδώσει τα κέρδη σε μετρητά σε αυτούς που τα παίξανε και κερδίσανε. Στη συνέχεια οι δράστες καταθέτουν την απόδειξη πληρωμής του πράκτορα για το κάθε κερδισμένο δελτίο στη συνεργαζόμενη τράπεζα και καταθέτουν τα κέρδη στους λογαριασμούς τους.
Όμως, επειδή οι πράκτορες έχουν ήδη αποδώσει αυτά τα ποσά στους πραγματικά κερδισμένους, οι δράστες αποδίδουν την αξία των δελτίων πίσω στους πράκτορες είτε μέσω τραπεζικών μεταφορών ή με μετρητά.
Κατά αυτόν τον τρόπο, οι δράστες έχουν καταφέρει να νομιμοποιήσουν και να περάσουν στο σύστημα ως «κερδισμένα» ποσά που έχουν αποκομίσει από παράνομες δραστηριότητες.
Κατάχρηση De Minimis
Για τη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας του ανταγωνισμού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζεται πολιτική ελέγχου των ενισχύσεων που μπορεί να λάβει μια επιχείρηση.
Ο κανόνας αυτός ορίζει ότι οι συνολικές ενισχύσεις που μπορεί να λάβει μια επιχείρηση σε μία τριετία δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ανώτατο όριο των 300.000 ευρώ.
Ο κανόνας de Μinimis διέπει μεταξύ άλλων και το επενδυτικό πρόγραμμα ΕΣΠΑ της Ελλάδας. Η ισχύς των ορίων του εν λόγω κανόνα είναι ανεξάρτητη από τη μορφή της ενίσχυσης ή του στόχου αυτής ή αν η ενίσχυση χρηματοδοτείται από το οικείο κράτος μέλος ή σε συνδυασμό με ευρωπαϊκούς πόρους.
Η κατάχρηση του κανόνα αυτού έγκειται στο γεγονός ότι ο παραβάτης πετυχαίνει την υπερβάλλουσα χρηματοδότηση από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους συνήθως με τη χρήση εικονικών εταιρειών, με τη διάσπαση εταιρειών, με τη χρήση νεοσύστατων συνδεδεμένων εταιρειών, καθώς και με την υποβολή παραποιημένων δικαιολογητικών.
Απάτη πιστωτικών και POS
Η εξαπάτηση του τραπεζικού συστήματος και των υπηρεσιών του μέσω της έκδοσης πιστωτικών καρτών και της χρήσης της λειτουργίας POS πραγματοποιείται σε δύο στάδια και σε τουλάχιστον σε δύο χώρες.
Ειδικότερα, οι δράστες, αρχικά, είτε χρησιμοποιούν πλαστά έγγραφα είτε «μπροστινούς» για να εκδώσουν πιστωτικές κάρτες, στη συνέχεια, σε άλλη χώρα, μέλη του ίδιου κυκλώματος μετέρχονται τις ίδιες μεθόδους για να ιδρύσουν «εικονικές» εταιρείες (shell companies).
Στο τελευταίο στάδιο τα μέλη του κυκλώματος χρησιμοποιούν τις πιστωτικές κάρτες, που έχουν εκδοθεί παράνομα, και πραγματοποιούν αγορές από τις εικονικές εταιρείες μέσω POS. Η επιτυχία της προαναφερόμενης απάτης έγκειται στο γεγονός ότι χρησιμοποιούνται υπηρεσίες που παρέχονται μεταξύ διαφορετικών χωρών και εναλλαγή των προσώπων και εταιρειών σε περίπτωση εντοπισμού τους από τις Αρχές.
Σε παραλλαγή της μεθόδου οι δράστες απλά εκδίδουν με απατηλές ή/και όχι μεθόδους πιστωτικές κάρτες σε κάποιες χώρες και πραγματοποιούν αγορές ή αναλήψεις μετρητών σε άλλες χώρες.
Επιπλέον, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι μεταξύ των χωρών οι χρεώσεις πιστωτικών καρτών από αγορές ή αναλήψεις δεν ενημερώνονται άμεσα, υπερβαίνουν το επιτρεπτό όριο της κάρτας.
«Money mules»
Πρόκειται για φυσικά πρόσωπα ή εταιρείες που χρησιμοποιούν κυρίως τραπεζικούς λογαριασμούς για να δέχονται χρήματα που αποτελούν προϊόν εγκληματικών ενεργειών, με συνηθέστερο έγκλημα αυτό της απάτης. Επιπλέον, μπορεί οι μεταφορείς, για τη διακίνηση των παράνομων κεφαλαίων, να ενεργοποιούν και να χρησιμοποιούν λογαριασμούς σε εταιρείες κρυπτονομισμάτων, παροχής υπηρεσιών στοιχήματος, και σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες μεταφορών κεφαλαίων.
Σε πολλές περιπτώσεις ενδέχεται τα πρόσωπα που τηρούν τους λογαριασμούς να είναι ανύπαρκτα και να έχουν χρησιμοποιηθεί πλαστά έγγραφα ή να έχουν εξαγοραστεί στοιχεία/έγγραφα από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Τα χρήματα πιστώνονται στους λογαριασμούς των μεταφορέων με τους εξής τρόπους: i) απευθείας από λογαριασμούς θυμάτων, ii) από άλλους λογαριασμούς μεταφορέων παράνομου χρήματος που τηρούνται στη χώρα μας ή στο εξωτερικό, iii) από καταθέσεις μετρητών, και iv) από μεταφορές μέσω λογαριασμών σε εταιρείες κρυπτονομισμάτων, στοιχήματος και άλλων ηλεκτρονικών πλατφορμών.
Στη συνέχεια ακολουθούν μια από τις παρακάτω διαδρομές: α) γίνεται ανάληψη σε μετρητά, β) διακινούνται σε τρίτους μεταφορείς παράνομου χρήματος σε ελληνικούς ή αλλοδαπούς λογαριασμούς, γ) μεταφέρονται σε εταιρείες αγοραπωλησιών κρυπτονομισμάτων, στοιχήματος και ηλεκτρονικών πλατφορμών πληρωμών, και δ) μεταφέρονται σε λογαριασμούς της εγκληματικής οργάνωσης που χρησιμοποιεί το δίκτυο των μεταφορέων.
Λαθρεμπόριο καυσίμων
Οι δράστες ως αφανείς πραγματικοί δικαιούχοι πρατηρίων υγρών καυσίμων δημιούργησαν ένα δίκτυο «μπροστινών», προκειμένου αφενός να ελέγχουν τα πρατήρια και τα έσοδά τους και αφετέρου να υπεκφεύγουν του ελέγχου των Αρχών επιβολής του νόμου. Υπό την καθοδήγηση των δραστών τα πρατήρια α) υπέβαλαν ανακριβείς δηλώσεις φόρου εισοδήματος ή παρέλειψαν την υποβολή τους, β) δήλωσαν στα έξοδα πρατηρίου τιμολόγια χωρίς αντίκρισμα για να επωφεληθεί η εταιρεία από την καθαρή τους αξία, καθώς αυτή έχει εκπέσει από τα ακαθάριστα έσοδά της, με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση των καθαρών κερδών της οπότε και του αναλογούντος φόρου εισοδήματος, γ) πώλησαν κατ’ εξακολούθηση, (αδήλωτες) ποσότητες καυσίμων πλέον των αγορών, δ) πώλησαν κατ’ εξακολούθηση νοθευμένα καύσιμα, και ε) διαπιστώθηκε μη εξουσιοδοτούμενη παρέμβαση στο ολοκληρωμένο σύστημα παρακολούθησης εισροών-εκροών.
Μεταξύ των εταιρειών παρατηρήθηκε μια συνεχής ροή κεφαλαίων τα οποία όμως δεν αποτυπώνονται σε παραστατικά στοιχεία για την αιτιολόγησή τους. Επιπλέον διαπιστώθηκαν υψηλές καταθέσεις μετρητών και, αντίστοιχα, μετά τις συνεχείς κινήσεις παρατηρήθηκαν υψηλές αναλήψεις μετρητών.