Κατά 96,7% οι ληξιπρόθεσμες οφειλές συνολικού ύψους 108,45 δισ. ευρώ προς τη Φορολογική Διοίκηση παραμένουν εκτός ρύθμισης. Πρόκειται για ένα τεράστιο ποσό, της τάξεως των 104,85 δισ. ευρώ.
Τα ποσά που έχουν ρυθμιστεί για αποπληρωμή σε δόσεις ανέρχονται μόλις σε 3,6 δισ. ευρώ και καλύπτουν μόλις το 3,3% του συνόλου των ληξιπρόθεσμων χρεών προς τη Φορολογική Διοίκηση.
Μεγάλο τμήμα του αρρύθμιστου ποσού ληξιπρόθεσμων οφειλών είναι, βεβαίως, χρέη τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτα είσπραξης, δηλαδή είναι οφειλές των οποίων η είσπραξη είναι αντικειμενικά αδύνατη, επειδή ο οφειλέτης και οι συνυπόχρεοί του δεν διαθέτουν πλέον περιουσιακά στοιχεία για κατάσχεση και εκποίηση, καθώς έχουν εξαντληθεί όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων και απαιτήσεων του οφειλέτη.
Ένα άλλο, ακόμη πιο μεγάλο, τμήμα αυτού του ποσού καταλαμβάνεται, εξάλλου, από χρέη που παρέμειναν απλήρωτα για πάνω από μία δεκαετία και είναι σχεδόν αδύνατο πλέον να εισπραχθούν, καθώς συμπεριλαμβάνουν τεράστια ποσά συσσωρευμένων τόκων και προσαυξήσεων. Στις περιπτώσεις αυτές όσα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης κι αν λάβουν οι υπηρεσίες της Φορολογικής Διοίκησης (Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων), δηλαδή όσο εκτεταμένες κι αν είναι οι κατασχέσεις σε εισοδήματα, καταθέσεις και περιουσιακά στοιχεία των οφειλετών, παραμένει αδύνατη η είσπραξη των συνολικών ποσών των οφειλών, καθώς ελάχιστα τμήματά τους καλύπτονται από τα μέτρα αυτά, ενώ ταυτόχρονα τα υπόλοιπα των οφειλών παραμένουν μεγάλα και ολοένα διογκούμενα λόγω της συνεχιζόμενης συσσώρευσης προσαυξήσεων και τόκων εκπρόθεσμης καταβολής.
Πρόστιμα και δάνεια
Γενικά, πάντως, τα αρρύθμιστα ληξιπρόθεσμα χρέη είναι ποσά οφειλών πολύ μεγάλου ύψους, κυρίως προερχόμενα από τεράστια πρόστιμα που επιβλήθηκαν κατά το παρελθόν μετά από ελέγχους και αφορούν κατά κύριο λόγο παραβάσεις έκδοσης ή λήψης πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων ή άλλες πολύ βαριές παραβάσεις, όπως η μη υποβολή δηλώσεων απόδοσης ΦΠΑ, φόρων εισοδήματος κ.λπ.
Είναι επίσης και ποσά από απλήρωτα τραπεζικά δάνεια που χορηγήθηκαν με εγγυήσεις του ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες κατέπεσαν με αποτέλεσμα οι οφειλές προς τις τράπεζες να μετατραπούν σε οφειλές προς το Δημόσιο.
Με δεδομένο δε ότι το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο ρυθμίσεων τμηματικής καταβολής δεν επιτρέπει αποπληρωμή των οφειλών αυτών σε περισσότερες από 24 μηνιαίες δόσεις, αν πρόκειται για οφειλές προερχόμενες από τακτικά επιβαλλόμενες επιβαρύνσεις φόρων ή εισφορών, ή σε περισσότερες από 48 μηνιαίες δόσεις, αν πρόκειται για οφειλές βεβαιωθείσες από έκτακτες αιτίες (πρόστιμα από φορολογικούς ελέγχους, φόρους κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών κ.λπ.), είναι αδύνατο οι οφειλέτες τους να τα εντάξουν σε ρυθμίσεις.
Κι αν ακόμη τα ποσά αυτά οι φορολογούμενοι καταφέρουν να τα υπαγάγουν σε ρυθμίσεις, δεν μπορούν να τηρήσουν τους όρους και τις χάνουν, κυρίως διότι σε σχέση με το συνολικό ύψος των οφειλών ο αριθμός των δόσεων είναι πολύ μικρός, με αποτέλεσμα τα ποσά των μηνιαίων δόσεων που προκύπτουν να είναι τεράστια και, ως εκ τούτου, αδύνατο να εξοφλούνται ολοσχερώς κάθε μήνα, όπως απαιτούν οι ρυθμίσεις.
Τα νέα στοιχεία
Αξίζει να αναφερθεί, ενδεικτικά, ότι τα τελευταία δημοσιευθέντα στοιχεία της ΑΑΔΕ, τα οποία αφορούν το τέλος Οκτωβρίου 2024, αποκαλύπτουν ότι:
1) Από τα 108,45 δισ. ευρώ του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση:
- τα 26,3 δισ. ευρώ έχουν χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτα είσπραξης
- τα 24,3 δισ. ευρώ είναι πρόστιμα (φορολογικά και μη φορολογικά)
- τα 8,7 δισ. ευρώ είναι μη φορολογικές οφειλές (δάνεια, δικαστικά έξοδα, καταλογισμοί κτλ.)
- τα 8,7 δισ. ευρώ είναι φορολογικές οφειλές που πηγάζουν από αφερέγγυους φορολογούμενους
- τα 13,7 δισ. ευρώ είναι οφειλές των οποίων οι κανονικές δόσεις αποπληρωμής έχουν λήξει εδώ και πάνω από μία δεκαετία.
2) Απομένουν τελικά 26,6 δισ. ευρώ που είναι οι πιο «φρέσκες» και καθαρά φορολογικές οφειλές και από τις οποίες πηγάζει κάθε χρόνο πάνω από το 90% των εισπράξεων που πραγματοποιούν οι φορολογικές αρχές. Οι εισπράξεις όμως δεν ξεπερνούν ετησίως τα 5,7 δισ. ευρώ. Και το μεγαλύτερο μέρος τους προέρχεται από τις μηνιαίες δόσεις των ελάχιστων ήδη ρυθμισμένων οφειλών ύψους 3,6 δισ. ευρώ, ενώ ένα πολύ μικρό μέρος εισπράττεται από την επιβολή μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης.
3) Το υψηλότερο ποσοστό των συνολικών ρυθμισμένων οφειλών (17,4%) εντοπίζεται σε ποσά μεταξύ 500 ευρώ και 10.000 ευρώ. Ειδικά, εντός αυτού του εύρους, το ποσοστό των ρυθμισμένων οφειλών αγγίζει το 19,4% σε ποσά από 2.000 ευρώ έως 3.000 ευρώ. Ωστόσο, τα ποσοστά διαφέρουν μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων. Συγκεκριμένα, το υψηλότερο ποσοστό ρυθμισμένων οφειλών φυσικών προσώπων εντοπίζεται μεταξύ 500 ευρώ και 10.000 ευρώ (17,5%) και αγγίζει το 19,7% για ποσά από 2.000 ευρώ έως 3.000 ευρώ. Αντίθετα, τα νομικά πρόσωπα ρυθμίζουν σε υψηλότερο ποσοστό (23,5%) οφειλές που ανήκουν στο εύρος από 10.000 ευρώ έως 100.000 ευρώ, ενώ το ποσοστό αυτό φτάνει στο 26,7% στην κατηγορία 10.000 ευρώ με 20.000 ευρώ.
4) Χαμηλά ποσοστά ρύθμισης οφειλών διαπιστώνονται τόσο σε χαμηλά ποσά οφειλής (ιδιαίτερα κάτω των 500 ευρώ) όσο και σε υψηλά ποσά οφειλής (άνω των 20.000 ευρώ για φυσικά πρόσωπα και άνω των 150.000 ευρώ για νομικά πρόσωπα).
Αίτημα για ισχυρά κίνητρα
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η επιτάχυνση της είσπραξης των ληξιπρόθεσμων οφειλών είναι αδύνατη υπό το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο των ρυθμίσεων τμηματικής καταβολής και των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης. Το πλαίσιο αυτό αποδεικνύεται ανεπαρκές. Μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση του προβλήματος από την πλευρά του κράτους απαιτεί τη θέσπιση ενός βελτιωμένου, βιώσιμου και αξιόπιστου νομοθετικού πλαισίου ρυθμίσεων τμηματικής καταβολής που θα διευκολύνει κυρίως την τμηματική αποπληρωμή των πολύ μεγάλων ποσών που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του ποσού των 104,85 δισ. ευρώ των αρρύθμιστων οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση. Ήδη πολλοί φορείς της αγοράς έχουν επαναφέρει στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου προτάσεις για ένα νέο γενικευμένο πλαίσιο ρυθμίσεων τμηματικής καταβολής με ισχυρά κίνητρα για την αποπληρωμή μεγάλου όγκου οφειλών και την αποδέσμευση χιλιάδων επιχειρήσεων από περιορισμούς στη ρευστότητά τους και από εμπόδια στην άσκηση των δραστηριοτήτων τους.