Skip to main content

Δυνατότητα διαγραφής εσφαλμένων φόρων σε βάθος 10ετίας

Πώς μπορούν να ακυρωθούν αποφάσεις με αναδρομική ισχύ από 1ης Δεκεμβρίου 2014

Τη δυνατότητα της Φορολογικής Διοίκησης να ακυρώνει ή να τροποποιεί καταφανώς εσφαλμένες αποφάσεις επιβολής φόρων και προστίμων ακόμη και αναδρομικά από την 1η Δεκεμβρίου 2014 προβλέπει διάταξη του άρθρου 74 του νέου Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 5104/2024).

Ανεξάρτητα εάν εκκρεμούν ή όχι προσφυγές των φορολογουμένων στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) ή στα δικαστήρια, με τη διάταξη αυτή είναι δυνατό να ανακαλούνται πράξεις της Φορολογικής Διοίκησης, κατόπιν αιτήσεων των φορολογουμένων, σε περιπτώσεις πρόδηλων αριθμητικών ή υπολογιστικών σφαλμάτων, αλλά και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπιστώνεται εκ των υστέρων ότι δεν υπήρχε φορολογική υποχρέωση, ακόμη και αν οι σχετικές διατάξεις άλλαξαν επίσης εκ των υστέρων, προβλέποντας αναδρομικά την απαλλαγή του φορολογούμενου από τη φορολογική υποχρέωση.

Για την ενεργοποίηση και την εφαρμογή της διάταξης αυτής, ο διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), Γιώργος Πιτσιλής, υπέγραψε και εξέδωσε την υπ’ αριθμόν Α.1182/13-12-2024 απόφαση, όπου περιγράφονται σε όλες τους τις λεπτομέρειες η διαδικασία και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να γίνεται η ακύρωση ή η τροποποίηση εκδοθείσας πράξεως άμεσου ή διοικητικού ή εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή πράξεως επιβολής προστίμου, σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 74 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ).

Σύμφωνα με τις διατάξεις της απόφασης του διοικητή της ΑΑΔΕ:

  1. Άμεσος προσδιορισμός φόρου ή πράξη διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή πράξη επιβολής προστίμου που εκδίδεται από την 1η Δεκεμβρίου 2014 και μετά, δύναται να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί με πράξη της αρμόδιας υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης, κατόπιν αίτησης του φορολογουμένου ή και χωρίς αίτηση, αποκλειστικά εφόσον διαπιστώνεται πρόδηλη έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης ή αριθμητικό ή υπολογιστικό λάθος.
  2. Η πρόδηλη έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης απαιτείται να προκύπτει αμέσως από έγγραφα ή άλλα στοιχεία που είτε προσκομίζει ο φορολογούμενος είτε έχει στη διάθεσή της η Φορολογική Διοίκηση, χωρίς να απαιτούνται ελεγκτικές επαληθεύσεις. Επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση επιγενόμενου (οψιγενούς) λόγου ακύρωσης ή τροποποίησης, ήτοι λόγου που προέκυψε σε μεταγενέστερο του προσδιορισμού του φόρου ή του προστίμου χρόνο. Η παραγραφή, ως ουσιαστικό στοιχείο της φορολογικής ενοχής, δεν συνιστά λόγο πρόδηλης έλλειψης φορολογικής υποχρέωσης κατά την έννοια του άρθρου 74 του ΚΦΔ. Η πρόδηλη έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης μπορεί να προκύπτει από τη μεταγενέστερη μεταβολή του νομικού πλαισίου που εφαρμόζεται αναδρομικά στην εξεταζόμενη περίπτωση, γεγονός το οποίο ήταν αντικειμενικά αδύνατο να ληφθεί υπόψη κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης ή άμεσου προσδιορισμού φόρου.
  3. Αριθμητικό λάθος θεωρείται η εσφαλμένη αναγραφή αριθμού ή ποσού και υπολογιστικό λάθος θεωρείται το σφάλμα κατά τη διενέργεια μαθηματικού υπολογισμού ή κατά την εκτέλεση αριθμητικής πράξης. Δεν εμπίπτει στην έννοια του αριθμητικού ή υπολογιστικού λάθους η εσφαλμένη επιβολή φόρου ή η απαλλαγή από τον φόρο ή η κακή εφαρμογή του νόμου.
  4. Ο φορολογούμενος δύναται να υποβάλει αίτηση στην αρμόδια για την έκδοση της πράξης ακύρωσης ή τροποποίησης υπηρεσία εντός προθεσμίας τριών ετών από την κοινοποίηση της πράξης προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμου ή, σε περίπτωση άμεσου προσδιορισμού φόρου, από την υποβολή της δήλωσης. Εάν η έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης οφείλεται σε επιγενόμενο λόγο, ο οποίος γεννήθηκε εντός του τελευταίου τριμήνου της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου, η ως άνω αίτηση δύναται να υποβληθεί εντός τριών μηνών από τη γένεση του λόγου αυτού.
  5. Η αίτηση και τα συνυποβαλλόμενα έγγραφα υποβάλλονται με ψηφιακή απεικόνιση (σάρωση), μέσω της εφαρμογής ψηφιακής υποδοχής και διαχείρισης αιτημάτων της ΑΑΔΕ «Τα Αιτήματά μου», στην αρμόδια υπηρεσία. Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι δυνατή η υποβολή του αιτήματος μέσω της εφαρμογής, τα αιτήματα αποστέλλονται ταχυδρομικά με συστημένη επιστολή ή με υπηρεσία ταχυμεταφοράς ή υποβάλλονται αυτοπροσώπως στην αρμόδια υπηρεσία. Σε περίπτωση υποβολής της αίτησης με τους λοιπούς αναφερόμενους τρόπους πλην της εφαρμογής ψηφιακής υποδοχής και διαχείρισης αιτημάτων, ως ημερομηνία υποβολής της αίτησης θεωρείται η ημερομηνία που προκύπτει από τη σφραγίδα του ταχυδρομείου ή της υπηρεσίας ταχυμεταφοράς ή η ημερομηνία του αποδεικτικού κατάθεσης στην αρμόδια υπηρεσία, κατά περίπτωση. Το αποδεικτικό του ταχυδρομείου ή της υπηρεσίας ταχυμεταφοράς ή του γραφείου πρωτοκόλλου της αρμόδιας υπηρεσίας αποτελεί για τον φορολογούμενο αποδεικτικό υποβολής της αίτησης και επέχει θέση απόδειξης παραλαβής εκ μέρους του αποδέκτη.
  6. Η αίτηση του φορολογουμένου πρέπει να αναφέρει τους λόγους ακύρωσης ή τροποποίησης και να συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά έγγραφα ή στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει είτε η πρόδηλη έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης είτε το αριθμητικό ή υπολογιστικό λάθος.
  7. Η διαδικασία της παρούσας αποφάσεως δεν αναστέλλει την προθεσμία και δεν κωλύει την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής ή της προσφυγής ενώπιον του δικαστηρίου. Η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ή η εκκρεμοδικία δεν κωλύουν τη διαδικασία της παρούσας αποφάσεως. Στην περίπτωση άσκησης δικαστικής προσφυγής, η προθεσμία ακύρωσης ή τροποποίησης λήγει ένα έτος μετά την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Η προθεσμία αυτή δεν δύναται να παραταθεί περαιτέρω.
  8. Σε περίπτωση που η αίτηση ακύρωσης ή τροποποίησης υποβληθεί μετά την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής και εντός της προθεσμίας των 120 ημερών για την έκδοση απόφασης επί της προσφυγής αυτής, η αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης προς την οποία υποβλήθηκε η αίτηση ενημερώνει τη ΔΕΔ για την υποβολή της αίτησης, καθώς και για την αποδοχή ή απόρριψη αυτής.
  9. Σε περίπτωση κατά την οποία, από τα στοιχεία και τα δικαιολογητικά που προσκομίζει και επικαλείται ο φορολογούμενος, αποδεικνύεται η μερική ή ολική έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης ή το αριθμητικό ή υπολογιστικό λάθος, ο προϊστάμενος της αρμόδιας υπηρεσίας κάνει αποδεκτή εν όλω ή εν μέρει, κατά περίπτωση, την αίτηση και εκδίδει πράξη ακύρωσης ή τροποποίησης του άμεσου προσδιορισμού φόρου ή της πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού ή/και της πράξης επιβολής προστίμου, στην οποία περιέχονται τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη, οι λόγοι της εν όλω ή εν μέρει αποδοχής της αίτησης και η σχετική φορολογική υποχρέωση. Συγκεκριμένοι λόγοι (νομική βάση και πραγματικά περιστατικά) που έχουν προβληθεί και έχουν αποτελέσει αντικείμενο κρίσης της απόφασης της ΔΕΔ ή της δικαστικής απόφασης, που έχει εκδοθεί επί της ίδιας πράξης ή άμεσου προσδιορισμού φόρου, δεν εξετάζονται και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι. Αντίθετα, είναι δυνατόν να προβληθούν και εξετάζονται στο πλαίσιο αυτό λόγοι που ανάγονται, ιδίως, σε περιπτώσεις μεταγενέστερης μεταβολής του νομικού πλαισίου που εφαρμόζεται αναδρομικά στην εξεταζόμενη περίπτωση, εφόσον αυτό ήταν αντικειμενικά αδύνατο να ληφθεί υπόψη κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης της ΔΕΔ ή της δικαστικής απόφασης.
  10. Η πράξη ακύρωσης ή τροποποίησης εκδίδεται εντός προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης και κοινοποιείται στον φορολογούμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΦΔ.
  11. Σε περίπτωση που η αίτηση του φορολογούμενου απορριφθεί, εκδίδεται από τον αρμόδιο προϊστάμενο, εντός της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου, πράξη απόρριψης στην οποία περιέχονται αναλυτικά τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη και οι λόγοι της απόρριψης. Η πράξη απόρριψης κοινοποιείται στον φορολογούμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΦΔ.
  12. Άμεσος προσδιορισμός φόρου ή πράξη προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμου δύναται να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί και χωρίς αίτηση του φορολογουμένου. Στην περίπτωση αυτή η πράξη ακύρωσης ή τροποποίησης εκδίδεται από την αρμόδια υπηρεσία εντός τριών ετών από την κοινοποίηση της πράξης και γνωστοποιείται στον φορολογούμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΦΔ.
  13. Στην πράξη ακύρωσης ή τροποποίησης περιέχονται τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη, οι λόγοι ακύρωσης ή τροποποίησης και η σχετική φορολογική υποχρέωση.
  14. Άμεσος προσδιορισμός φόρου ή πράξη προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμου δεν μπορεί να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί για λόγους που ταυτίζονται ως προς τόσο τη νομική όσο και την πραγματική βάση με λόγους που έχουν κριθεί με απόφαση της ΔΕΔ ή δικαστική απόφαση, που έχει εκδοθεί επί της ίδιας πράξης ή άμεσου προσδιορισμού φόρου. Αντίθετα, είναι δυνατή η ακύρωση ή τροποποίηση άμεσου προσδιορισμού φόρου ή πράξης προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμου για λόγους που ανάγονται σε μεταγενέστερη μεταβολή του νομικού πλαισίου που εφαρμόζεται αναδρομικά στην εξεταζόμενη περίπτωση, εφόσον αυτό ήταν αντικειμενικά αδύνατο να ληφθεί υπόψη κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης της ΔΕΔ ή της δικαστικής απόφασης.
  15. Εάν από την τροποποίηση μιας πράξεως επιβολής φόρου ή προστίμου προκύπτει η υποχρέωση καταβολής επιπλέον ποσών, αυτά πρέπει να καταβάλλονται εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της τροποποίησης στον φορολογούμενο.
  16. Ποσά που έχουν βεβαιωθεί ή καταβληθεί βάσει των πράξεων που ακυρώνονται ή τροποποιούνται, διαγράφονται ή επιστρέφονται κατά περίπτωση, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί παραγραφής.
  17. Κατά της πράξης με την οποία απορρίπτεται εν όλω ή εν μέρει η αίτηση ακύρωσης ή τροποποίησης ή κατά της σιωπηρής απόρριψης αυτής με την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας των τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης ακύρωσης ή τροποποίησης καθώς και κατά της πράξης αυτεπάγγελτης τροποποίησης, ο φορολογούμενος μπορεί να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή στη ΔΕΔ.