Αύξηση 17,2% σε όρους καθαρών εισπράξεων (1.925,8 εκατ. έναντι 1.643,6 εκατ.) σημείωσαν οι ξένες άμεσες επενδύσεις για την αγορά ακινήτων κατά τη διάρκεια του εννεάμηνου του 2024, σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
Όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2024 οι προσδοκίες για την ελληνική αγορά ακινήτων για το επόμενο διάστημα, παραμένουν θετικές, ωστόσο, την ίδια στιγμή από τους παράγοντες της αγοράς καταγράφεται και αυξημένη επιφυλακτικότητα ειδικά για συγκεκριμένες κατηγορίες ακινήτων, κυρίως επαγγελματικής χρήσης.
Οι υφιστάμενες επισφάλειες, υπογραμμίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, «σχετίζονται με τη γεωπολιτική αστάθεια σε παγκόσμιο επίπεδο, τις επιβαρύνσεις στο κόστος κατασκευής και λειτουργίας, αλλά και τις συνεχείς νομοθετικές παρεμβάσεις, οι οποίες, σε συνδυασμό με τα διαχρονικά ζητήματα γραφειοκρατίας στις μεταβιβάσεις ακινήτων, επηρεάζουν τον επενδυτικό σχεδιασμό, τα περιθώρια κέρδους και την ελκυστικότητα εκκίνησης νέων επενδυτικών έργων».
Για την αγορά κατοικίας και ιδιαίτερα αυτή των υψηλών προδιαγραφών η Τράπεζα της Ελλάδος αναφέρει ότι «παρά τις αβεβαιότητες, παραμένει θετική. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση του περιορισμού της ζήτησης για επενδυτική κατοικία, μέσω του νέου πλαισίου για τη βραχυχρόνια μίσθωση και τη Golden Visa, αποτελούν προσωρινή και με περιορισμένες δυνατότητες λύση για την αντιμετώπιση του ζητήματος του κόστους στέγασης. Ουσιαστικές λύσεις θα πρέπει να αναζητηθούν με σκοπό την ενίσχυση της προσφοράς κατοικίας επιθυμητών προδιαγραφών, αλλά και προσιτής αξίας. Οι πρόσφατες παρεμβάσεις που αφορούν τη βελτίωση επιμέρους διαδικασιών μεταβιβάσεων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα η επίλυση του προβλήματος είναι πολυδιάστατη και επιβάλλει εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό».
Γενικότερα σημειώνεται ότι η χαμηλή προσφορά ποιοτικών χώρων σε όλο το εύρος της αγοράς έχει δώσει ώθηση στην κατασκευαστική δραστηριότητα, η οποία εντούτοις δεν έχει αναπτύξει ρυθμούς που θα επέτρεπαν την πλήρη αποσυμπίεση της ζήτησης, ειδικά στην περίπτωση της κατοικίας. Υπό τις τρέχουσες συνθήκες, εκτιμάται ότι η αύξηση των τιμών θα συνεχιστεί μέχρι την αποκατάσταση σχετικής ισορροπίας, με ηπιότερους όμως ρυθμούς σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο.