Skip to main content

Dennis Shen (Scope Ratings) στη «Ν»: Μετά την αναβάθμιση, τι; Η επόμενη πρόκληση για την Ελλάδα

Τι βάρυνε περισσότερο στην απόφαση του οίκου - Γιατί οι περαιτέρω αναβαθμίσεις δεν θα είναι εύκολη υπόθεση

Η πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους σε συνδυασμό με την δέσμευση της κυβέρνησης σε δημοσιονομική σταθερότητα και την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα ήταν αρκετά για να μας «ανεβάσει» πρόσφατα ένα σκαλοπάτι στην πιστοληπτική αξιολόγηση ο Scope Ratings. Τι μπορούμε όμως να περιμένουμε στο εξής;

Ο Dennis Shen, Chair of the Macroeconomic Council και primary sovereign analyst για την Ελλάδα, εξηγεί τι βάρυνε περισσότερο στην απόφαση του οίκου, αλλά και προειδοποιεί ότι στο εξής περαιτέρω αναβαθμίσεις δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Οι προκλήσεις πολλές – και εκτείνονται από τις επίμονες αδυναμίες, όπως τα υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και το χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ – έως τις δημογραφικές τάσεις και την κλιματική αλλαγή.

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη

Ο κ. Dennis Shen, Chair of the Macroeconomic Council και primary sovereign analyst για την Ελλάδα.

Ποιο ήταν το κύριο κίνητρο για την αναβάθμιση της Ελλάδας;

Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε BBB αντανακλά πρώτα τις προσδοκίες για συνεχιζόμενη μείωση του δημόσιου χρέους. Εδώ αναγνωρίζουμε τα ισχυρότερα από τα αναμενόμενα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού τα τελευταία χρόνια και τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.

Δεύτερον αντανακλά την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος και τον περιορισμό στους δεσμούς κράτους – τραπεζών. Τέλος, τις προσδοκίες μας για βιώσιμη ανάπτυξη, καθώς η Ελλάδα μεταβαίνει στη λεγόμενη Ελλάδα 2.0, αλλά και την ήπια προς τα επάνω αναθεώρηση της εκτίμησης μας για τους ρυθμούς ανάπτυξης σε αυτή τη φάση.

Για το πρώτο σημείο, ο λόγος δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας συνεχίζει να υποχωρεί, από τα υψηλά του 212,6% του ΑΕΠ, στα οποία σκαρφάλωσε το 2020 κατά την πανδημία, και υπολογίζεται ότι θα φτάσει στο 155,3% στο τέλος του τρέχοντος έτους. Θα αντιπροσωπεύει μείωση 57 ποσοστιαίων μονάδων, έχοντας ήδη υποχωρήσει κάτω από τα προ-πανδημικά επίπεδα. Αυτό έχει επιτευχθεί χάρη στην ευνοϊκή δυναμική, που δημιουργούν οι ενισχυμένες μεσοπρόθεσμες προοπτικές μεγέθυνσης του ονομαστικού ΑΕΠ, τα ακόμη χαμηλά επιτόκια του εκκρεμούς χρέους και η δέσμευση της κυβέρνησης στη δημοσιονομική υπευθυνότητα. Θεωρούμε ότι αυτοί οι παράγοντες είναι αρκετά βιώσιμοι ώστε να διατηρηθούν η πτωτική τάση του χρέους, έστω και σε ελαφρώς βραδύτερους ρυθμούς.

Προβλέπουμε ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα υποχωρήσει στο 145,0% έως το τέλος του επόμενου έτους, για να φτάσει στο 132,0% έως το τέλος του 2029. Εάν συμβεί αυτό, θα είναι τα χαμηλότερα επίπεδα από την αρχή της ελληνικής κρίσης το πρώτο τρίμηνο του 2010. Οι προβλέψεις μας για το χρέος έχουν ενισχυθεί και στηρίζονται σε μια ελαφρά αναθεώρηση προς τα πάνω της εκτίμησης μας για το πρωτογενές ισοζύγιο της μεσαίας περιόδου, σε μέσο όρο πλεονάσματος 2,75% του ΑΕΠ για τα έτη 2024-2027, κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη. Η συνεχής εστίαση στη δημοσιονομική υπευθυνότητα μας έχει δώσει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην ικανότητα των αρχών να διατηρήσουν τους υψηλούς στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων ενόψει των επόμενων βουλευτικών εκλογών, εκτός εάν υπάρξουν απρόβλεπτες κρίσεις και ακόμη και αν δεν υπάρχουν οι ίδιοι περιορισμοί όπως στο παρελθόν.

Η συνεχιζόμενη βελτίωση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και η μείωση των συνδέσεων κράτους-τραπεζών στήριξε επίσης την αναβάθμιση. Αυτό περιλαμβάνει τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις ισολογισμούς των τραπεζών, την πώληση κρατικών μεριδίων στις συστημικές τράπεζες, την σταδιακή αποπληρωμή σημαντικών αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων, τον τερματισμό του Σχεδίου Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων “Ηρακλής” έως το τέλος του μήνα και την ελαφρώς ισχυρότερη κεφαλαιοποίηση. Αυτοί οι παράγοντες στηρίζουν την ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος και περιορίζουν τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις του κράτους από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αν και οι κίνδυνοι του τραπεζικού συστήματος δεν έχουν πλήρως επιλυθεί, οι σημαντικές βελτιώσεις που έχουν επιτευχθεί έως σήμερα στηρίζουν την αναβάθμιση του αξιόχρεου κατά μία κλίμακα σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο.

Τέλος, η πρόοδος που έχει σημειώσει η χώρα γύρω από τo σχέδιο «Ελλάδα 2.0», προσπαθώντας να αφήσει πίσω τα χρόνια της κρίσης από το 2009, στηρίζει επίσης την αναβάθμιση. Αυτό ενισχύεται από τις θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις των τελευταίων ετών. Το συμπέρασμα μας για ενισχυμένη σταθερότητα και βιωσιμότητα της οικονομίας οδήγησε και στην απόφαση να αναβαθμίσουμε ελαφρώς την εκτίμηση για τον μεσοπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης στο 1,25% ετησίως από 1,0%, αν και αυτός ο ρυθμός παραμένει χαμηλός για τα δεδομένα της σύγχρονης οικονομικής ιστορίας της Ελλάδας.

Κάθε χρόνο που περνά χωρίς κρίση είναι ένα επιπλέον στοιχείο που στηρίζει το σχέδιο Ελλάδα 2.0 και μπορεί να οδηγήσει σε αναβάθμιση της εκτίμησης για τη μελλοντική ανάπτυξη.

Ποια είναι τώρα η κύρια πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στο μέλλον; Μπορεί να αναμένει περαιτέρω αναβαθμίσεις;

Σε αυτό το στάδιο, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας παραμένει ένα από τα υψηλότερα μεταξύ ενός συνόλου 40 κυρίαρχων κρατών που αξιολογούνται δημόσια από την Scope, δεύτερο μόνο μετά την Ιαπωνία. Αυτό το υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους εκθέτει την Ελλάδα σε αυξήσεις των επιτοκίων χρηματοδότησης κατά τη διάρκεια των επαναλαμβανόμενων αναθεωρήσεων κινδύνου από τις αγορές, που σχετίζονται με υπερχρεωμένες χώρες.

Καθώς η Ελλάδα βασίζεται όλο και περισσότερο στις αγορές κεφαλαίων και επιταχύνει την πρόωρη αποπληρωμή των δανείων της, και καθώς η ΕΚΤ εφαρμόζει πολιτική ποσοτικής σύσφιγξης, η δομή του ελληνικού δημόσιου χρέους σταδιακά εξασθενεί. Οι πληρωμές τόκων αυξάνονται λίγο, καθώς η Ελλάδα αναχρηματοδοτείται μέσω πιο ακριβών εκδόσεων στις αγορές.

Η πολύ μεγάλη μέση σταθμισμένη διάρκεια του χρέους, που είναι 18,9 χρόνια – η μεγαλύτερη μεταξύ των οικονομιών που αξιολογεί ο Scope – μειώνεται, καθώς η κυβέρνηση στοχεύει συγκεκριμένα σε μέση διάρκεια 10 ετών σε ορίζοντα δεκαετίας. Επιπλέον, καθώς οι αξιολογήσεις για κυρίαρχους δανειολήπτες βασίζονται μόνο στο χρέος που πρέπει να εξοφληθεί στον ιδιωτικό τομέα, το αυξανόμενο μερίδιο του ελληνικού χρέους που βρίσκεται στα χέρια του ιδιωτικού τομέα αποτελεί πιστωτική ανησυχία.

Οι πολιτικοί κίνδυνοι μπορεί να αυξηθούν μακροπρόθεσμα, για παράδειγμα μετά από μελλοντικές γενικές εκλογές. Όσον αφορά στη μακροπρόθεσμη οικονομική δυναμική, επιμένουν σημαντικές διαρθρωτικές αδυναμίες και δημογραφικές προκλήσεις, όπως η καθαρή μετανάστευση, το μέτριο κατά κεφαλήν ΑΕΠ και τα εμπόδια στη μακροπρόθεσμη οικονομική δυναμική. Το εξωτερικό ισοζύγιο παραμένει μακροχρόνιο αγκάθι, δεδομένων των ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών. Παράλληλα, οι περιβαλλοντικές προκλήσεις συνιστούν κίνδυνο για τη μακροπρόθεσμη οικονομική και δημοσιονομική προοπτική λόγω της αυξανόμενης συχνότητας και έντασης των πυρκαγιών και της ξηρασίας.

Αξιολογούμε το ελληνικό δημόσιο με σταθερή προοπτική και δεν προβλέπουμε προς το παρόν πιθανότητα μεγαλύτερη του 1/3 για αλλαγή στις μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις κατά τους επόμενους 12-18 μήνες. Περαιτέρω αναβάθμιση από το επίπεδο “BBB” της επενδυτικής βαθμίδας μπορεί να είναι δυνατή εάν:

i) η ονομαστική οικονομική ανάπτυξη και η δημοσιονομική εξυγίανση οδηγήσουν σε περαιτέρω ισχυρή και διαρκή μείωση του συνολικού δημόσιου χρέους, ενώ η εξασθένηση της δομής του δημόσιου χρέους παραμένει υπό έλεγχο·

ii) ενισχυθεί περαιτέρω η προοπτική για τη μεσοπρόθεσμη οικονομική δυναμική και τη μακροοικονομική βιωσιμότητα και/ ή

iii) μειωθούν περαιτέρω οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα και ο δεσμός κράτους – τραπεζών.