Τα στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού στην ευρωζώνη για τον μήνα Νοέμβριο (ανακοινώνονται σήμερα Παρασκευή, από την Eurostat) αναμένεται να καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό το ύψος μείωσης του επιτοκίου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στο ERTNEWS θεωρεί ότι το πιθανότερο σενάριο είναι το Δεκέμβριο η ΕΚΤ να προχωρήσει σε νέα μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης. Ωστόσο δεν απέκλεισε την πιθανότητα η μείωση να είναι ακόμα μεγαλύτερη, κατά 50 μονάδες βάσης. Ως ακραίο χαρακτήρισε το σενάριο η ΕΚΤ να διατηρήσει τα επιτόκια αμετάβλητα.
«Το άλλο στοιχείο είναι τα στοιχεία για την οικονομική ανάπτυξη που δεν είναι πολύ καλά. Ειδικά αυτό που λέμε soft indicators, γιατί δεν έχουμε ακόμα τελικά στοιχεία, τον τελευταίο μήνα δεν ήταν πολύ καλά. Έπεσαν κάτω από το επίπεδο που θεωρείται ουδέτερο. Έχουμε πέσει μάλλον σε αρνητική πια περιοχή στην οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη» δήλωσε χαρακτηριστικά.
«Οι δασμοί οδηγούν σε αχαρτογράφητα νερά»
Ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προανήγγειλε ότι τον Ιανουάριο που θα αναλάβει καθήκοντα θα προχωρήσει στην επιβολή δασμών σε Μεξικό, Κίνα και Καναδά. Απαντώντας στο ενδεχόμενο να προχωρήσει σε αντίστοιχη κίνηση στην Ευρώπη, ο κ. Στουρνάρας τονίζει ότι θα ήταν ένα πολύ αρνητικό σενάριο καθώς τότε η παγκόσμια οικονομία «μπαίνει σε αχαρτογράφητα νερά». Σε μία τέτοια περίπτωση και εφόσον διαπιστωθεί ότι η ευρωζώνη είναι αντιμέτωπη με ύφεση ο Γιάννης Στουρνάρας δηλώνει ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να προχωρήσει σε μία πιο επιθετική πολιτική μείωσης επιτοκίων. «Πρέπει να έχουμε την προσοχή μας πολύ τεταμένη εδώ». Μάλιστα δεν αποκλείει την πιθανότητα το επιτόκιο βάσης να κινηθεί σε χαμηλότερα επίπεδα από το 2% που είναι αυτή τη στιγμή. Υπενθυμίζεται ότι ο διοικητής της ΤτΕ έχει εκτιμήσει ότι μια συνέχιση της πτωτικής πορείας των επιτοκίων τους επόμενους μήνες θα μπορούσε να τα οδηγήσει στο 2% έως το τέλος του 2025.
Προς αύξηση του ορίου συναλλαγών μέσω IRIS
O διοικητής της ΤτΕ άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο αύξησης του ορίου συναλλαγών μέσω του συστήματος πληρωμών IRIS, που αυτή τη στιγμή ανέρχεται στα 500 ευρώ. «Θα μπορούσε να αυξηθεί βεβαίως. Είναι κάτι το οποίο κοιτάζουμε. Το IRIS είναι ένα πετυχημένο σύστημα, δεν έχουμε ανάγκη άλλου συστήματος. Έχουμε επενδύσει σε αυτό, πηγαίνει πολύ καλά, άρα πρέπει να δούμε τι προβλήματα έχει, να τα διορθώσουμε, να το επεκτείνουμε και να γίνει ένα εθνικό σύστημα πληρωμών».
«Θα διευκόλυνε το ψηφιακό ευρώ»
Όσον αφορά την εφαρμογή του ψηφιακού ευρώ σημείωσε ότι θα διευκόλυνε τις κεντρικές τράπεζες στη συνένωση των εθνικών συστημάτων πληρωμών. «Να έχουμε και εμείς, στην Ευρώπη δηλαδή, εθνικά συστήματα πληρωμών και να μην είμαστε 100% εξαρτώμενοι από, ας το πω έτσι, από κάρτες που δεν έχουν τη βάση τους στην Ευρώπη. Διότι είναι προστιθέμενη αξία, η οποία φεύγει εκτός Ευρώπης, να το πω απλά».
Η Ελλάδα πάσχει από διαρθρωτική ανταγωνιστικότητας
Η ελληνική οικονομία πηγαίνει πολύ καλά καθώς καταγράφει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη ενώ μειώνεται δραστικά το δημόσιο χρέος «κατεβάζοντας» σε λίγα χρόνια την Ελλάδα από την πρώτη θέση που κατέχει μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε.. Για να συνεχίσει όμως η οικονομία να καταγράφει θετικά αποτελέσματα θα πρέπει να συνεχιστεί η δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική υπευθυνότητα καθώς δεν πρέπει να «ξαναγυρίσουμε πίσω σε κουλτούρες πληρωμών αρνητικές» δηλώνει.
Επόμενο σημαντικό στοιχείο σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ οι μεταρρυθμίσεις αλλά και η πολιτική σταθερότητα. «Να υπάρχει μια Βουλή, ένα κοινοβούλιο, που να μπορεί να παίρνει ό, τι απαραίτητο μέτρο χρειαστεί σε μια παγκόσμια οικονομία, η οποία δεν διάγει και την καλύτερη περίοδό της σήμερα».
Προβληματίζει το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι κάτι που προβληματίζει. «Οφείλεται στο γεγονός ότι, ναι μεν έχουμε κάνει θαύματα στην αύξηση των εξαγωγών, αλλά δεν έχουμε κάνει αντίστοιχα θαύματα στην υποκατάσταση εισαγωγών. Εισάγουμε κυρίως κεφαλαιουχικά αγαθά και είναι λογικό, διότι έχει αυξηθεί πολύ ο ρυθμός των επενδύσεων. Εισάγουμε όμως και πάρα πολλά καταναλωτικά αγαθά, ακόμα και αγροτικά προϊόντα. Αυτό είναι κάτι το οποίο ξεφεύγει λίγο. Δηλαδή το γεγονός ότι εισάγουμε ντομάτες και πορτοκάλια από βόρειες χώρες, αυτό είναι λίγο περίεργο. Πρέπει να δούμε εκεί ακριβώς το παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας. Να δούμε πώς θα μπορούμε να παράγουμε περισσότερα, αυτό που λέμε εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες».
Αυτό που χρειάζεται, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα είναι «διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα» και συμπληρώνει «έχει πρώτα τις υποδομές του κράτους, έχει μετά τις καθυστερήσεις στη δικαιοσύνη, έχει αυτό που είπατε, το τρίγωνο της γνώσης, παιδεία, έρευνα και καινοτομία, σύνδεση ιδιωτικού τομέα με δημόσιο τομέα, η παιδεία μας να παράγει αυτό που θέλει η αγορά. Αυτή τη στιγμή, ενώ φαινομενικά έχουμε ανεργία 9,5%, σε πολλούς κλάδους έχουμε έλλειψη εργατικού δυναμικού, εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού. Άρα δεν παντρεύονται ίσως οι ειδικότητες που θέλουμε. Εκεί είναι θέμα παιδείας. Ένα θετικό στοιχείο είναι ότι φαίνεται ότι υπάρχει επαναπατρισμός, αυτό που λέμε το «brain drain» τώρα γίνεται «brain gain». Έχουν γυρίσει πάνω από τους μισούς από αυτούς που έφυγαν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Είναι επιστήμονες, είναι εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, άρα σιγά σιγά νομίζω βελτιωνόμαστε».
Οι τράπεζες να δώσουν έμφαση στην πιστωτική επέκταση
Κινούμενος στο ίδιο μήκος κύματος με τον πρωθυπουργό, ο Γιάννης Στουρνάρας τονίζει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να δώσουν έμφαση στην πιστωτική επέκταση και να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. «Τα περιθώρια κέρδους είναι σήμερα πολύ υψηλά, επειδή η άνοδος των επιτοκίων ευνόησε τις τράπεζες, ειδικά σε μια οικονομία όπως η ελληνική, όπου το τραπεζικό σύστημα είναι πολύ συγκεντρωμένο. Δηλαδή οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, που ελέγχουν πάνω από το 95% του ισολογισμού του τραπεζικού τομέα, θα πρέπει να δώσουν έμφαση στην πιστωτική επέκταση, να δουν λίγο περισσότερο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η δημιουργία του πέμπτου πόλου θα βοηθήσει σε αυτό, με μια καλύτερη και ευνοϊκότερη τιμολόγηση, πιστεύω, και με μια έμφαση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις» καταλήγει.