Skip to main content

Πόσα θα χρωστάει η Ελλάδα στην Ευρώπη μετά την νέα πληρωμή τριών δόσεων

Επιμήκυνση της μέσης διάρκειας λήξης της αποπληρωμής - Όλα όσα αναφέρει η 5η έκθεση Μεταπρογραμματικής Εποπτείας της Κομισιόν

Παρά τις αβεβαιότητες σε γεωπολιτικό επίπεδο, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετεί το χρέος της ενώ η οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική της κατάσταση είναι γενικά άριστη.

Σύμφωνα με την 5η έκθεση των θεσμών στο πλαίσιο της μεταπρογραμματικής εποπτείας, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δείξει η Ελλάδα στο σκέλος των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου αλλά και στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Ειδικά για το δημόσιο χρέος, η έκθεση σημειώνει ότι δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και έχει σταθερή πρόσβαση στις αγορές, οι δανειστές δεν έχουν αντιρρήσεις στο αίτημα της Ελλάδας για πρόωρη αποπληρωμή τριών δόσεων από το δάνειο του πρώτου μνημονίου, ύψους 7,9 δις. ευρώ. Η προπληρωμή αναμένεται να εκτελεστεί εντός του Δεκεμβρίου ενώ αυτές τις ημέρες το Διοικητικό Συμβούλιο του ESM αναμένεται να λάβει απόφαση με την οποία δίνεται η δυνατότητα στην χώρα μας να κάνει χρήση του λεγόμενου «μαξιλαριού» ύψους 15,7 δις. ευρώ για την αποπληρωμή χρέους. «Με αυτήν την προπληρωμή, η Ελλάδα θα έχει αποπληρώσει περίπου το 61% των ανεξόφλητων δανείων στο πλαίσιο του GLF (48,4 δισ. ευρώ επί αρχικού όγκου 80 δισ. ευρώ από το  διμερές δάνειο της Ελλάδας με τις χώρες της Ευρωζώνης), επιμηκύνουν τη μέση διάρκεια λήξης ενώ μειώνουν και το κόστος χρηματοδότησης».

Ευρωπαϊκή Επιτροπή: Βιώσιμο το χρέος της Ελλάδας

Σύμφωνα με την έκθεση, το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να συνεχίσει την πτωτική του τάση, υποχωρώντας από 163,9% του ΑΕΠ το 2023 στο 153,1% του ΑΕΠ το 2024 και περαιτέρω στο 146,8% το 2025 λόγω του σταθερού ονομαστικού ΑΕΠ, τα διατηρούμενα πρωτογενή πλεονάσματα και τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις. Αυτή η θετική τάση προβλέπεται να συνεχιστεί μεσοπρόθεσμα με το χρέος να εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 119,1% του ΑΕΠ έως το 2035.

Όπως επισημαίνεται η καθοδική τροχιά του χρέους συνεχίζει να εξαρτάται από τη συνετή δημοσιονομική πολιτική και τις θετικές μακροοικονομικές προοπτικές. Την ίδια στιγμή σημειώνεται πως οι χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης την περίοδο 2024-2026 είναι χαμηλές, λόγω των αναμενόμενων υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και των πρόωρων αποπληρωμών που μειώνουν τις ανάγκες των επόμενων ετών. «Λόγω των χαμηλών αναγκών χρηματοδότησης, του υψηλού μαξιλαριού διαθεσίμων και της χαμηλής εξάρτησης του υφιστάμενου χρέους από τα επιτόκια, η δυνατότητα εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας έχει περιορισμένη έκθεση σε πιθανή επιδείνωση των αγορών και αύξηση του κόστους χρηματοδότησης εν μέσω της αυξημένης γεωπολιτικής αβεβαιότητας την περίοδο 2024-2026», τονίζεται στην έκθεση.

Όσον αφορά την πορεία της ελληνικής οικονομίας, επισημαίνεται ότι παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις, η αύξηση της παραγωγικότητας παραμένει το κλειδί για την βελτίωση των μακροπρόθεσμων αναπτυξιακών προοπτικών και της αύξησης της ποιότητας ζωής με βιώσιμο τρόπο. Για τα δημοσιονομικά σημειώνουν πως αυτά πρόκειται να βελτιωθούν περαιτέρω με το ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης να γυρνάει σε πλεόνασμα μέχρι το 2026, ενώ αυξάνονται τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Οι κίνδυνοι

Οι κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια σχετίζονται κυρίως με την εξωτερική ζήτηση και τις γεωπολιτικές εντάσεις καθώς τονίζεται ότι μια πιο αργή από την αναμενόμενη οικονομική ανάκαμψη στις χώρες της ζώνης του ευρώ μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του τουρισμού και των εξαγωγών. Ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας μπορεί να εντείνει τις πιέσεις στις τιμές της ενέργειας και αυξηθεί περαιτέρω η αβεβαιότητα. «Η υλοποίηση αυτών των κινδύνων μπορεί να επιδεινώσει το εξωτερικό ισοζύγιο, να προκαλέσει υψηλότερο πληθωρισμό και χαμηλότερη αύξηση του ΑΕΠ». Ένας ακόμα κίνδυνος σχετίζεται με τη διαχείρισης του κινδύνου στη «μετά το Ταμείο Ανάκαμψης εποχή» καθώς μπορεί να επηρεάσει την οικονομική ανάπτυξη μετά το 2026.

Τυχόν νέες φυσικές καταστροφές, οι εκκρεμείς νομικές υποθέσεις κατά δημοσίων φορέων, με κυριότερη τις δικαστικές υποθέσεις κατά της Εταιρείας Ακινήτων του Δημοσίου (ΕΤΑΔ), αλλά και η υποαπόδοση ορισμένων τιτλοποιημένων μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελούν ορισμένοι ακόμα κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία.

Στον αντίποδα, τα κυβερνητικά μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, τη βελτίωση της συμμόρφωσης αλλά και η ψηφιοποίηση των πληρωμών και των φορολογικών διαδικασιών θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξηση των κρατικών εσόδων.

Ανοικτές εκκρεμότητες

Στην έκθεση γίνεται αναφορά στον τραπεζικό τομέα καθώς όπως σημειώνεται η κερδοφορία των τραπεζών ενισχύεται ενώ η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων συνεχίζεται, αν και διαπιστώνονται δυσκολίες. Ειδικότερα τονίζεται ότι διάφορα χαρτοφυλάκια τιτλοποιημένων μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν ενταχθεί στον «Ηρακλή» υποαποδίδουν καθώς δεν προχωρά η ρευστοποίηση των υποθηκευμένων ακινήτων (σ.σ. μέσω πλειστηριασμών) καθώς οι servicers αντιμετωπίζουν δικαστικά εμπόδια. Η ολοκλήρωση των μέτρων για την αντιμετώπιση των παλαιών δανείων έχει μεταφερθεί για το 2025 και τα μετρά περιλαμβάνουν τη σύσταση του οργανισμού πώλησης και επαναμίσθωσης (sale & leaseback), την εκκαθάριση των παλαιών υποθέσεων πτωχεύσεων κ.α.

Η πορεία των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου αποτελεί ένα σημείο που γίνεται αναφορά σε κάθε έκθεση. Αυτή τη φορά επισημαίνεται ότι το συνολικό ύψος έχει μειωθεί σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2024, ωστόσο η πρόοδος είναι άνιση. Μπορεί οι ληξιπρόθεσμες κύριες συντάξεις να πλησιάζουν το μηδέν ωστόσο τα εφάπαξ που εκκρεμούν αυξάνονται. Σημαντική αύξηση καταγράφεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη των Δήμων. Όσον αφορά τα δημόσια νοσοκομεία, που είναι ο πιο προβληματικός τομέας σε αυτό το επίπεδο, τα ληξιπρόθεσμα χρέη μειώθηκαν σημαντικά τον Ιούλιο κι αυτό αποδίδεται εν μέρει στη λειτουργία της Εθνικής Κεντρικής Αρχής Προμηθειών Υγείας (ΕΚΑΠΥ) αλλά σίγουρα ένα μέρος οφείλεται σε εποχιακούς παράγοντες.