Περισσότερα από 5 δισ. ευρώ κάθε μήνα καλούνται να καταβάλλουν, κατά μέσο όρο, το 2025 οι φορολογούμενοι, για άμεσους και έμμεσους φόρους, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του προϋπολογισμού για την είσπραξη 69,399 δισ. ευρώ.
Σε 6,74 δισ. ευρώ θα πρέπει να ανέλθουν οι εισπράξεις τον Ιούλιο του 2025 και θα είναι οι υψηλότερες από όλους τους μήνες. Τα «φορολογικά βάρη» είναι για μια ακόμη χρονιά ιδιαίτερα αυξημένα, δημιουργώντας νέα πίεση στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, που παλεύουν καθημερινά με τα κύματα ανατιμήσεων σε προϊόντα και υπηρεσίες, οι οποίες σαρώνουν την αγορά.
Επισημαίνεται ότι και φέτος το φορολογικό φορτίο είναι «ασήκωτο», αφού -με εξαίρεση μόνο τον Μάρτιο- όλους τους υπόλοιπους μήνες οι υπόχρεοι θα πρέπει να καταβάλλουν περισσότερα από 4 δισ. ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2025 «πρωταθλητής» μήνας στο σκέλος των εισπράξεων αναδεικνύεται -όπως και φέτος- ο Ιούλιος, οπότε και θα πρέπει να εισρεύσουν στα δημόσια ταμεία έσοδα ύψους περίπου 6,74 δισ. ευρώ, ενώ ο μήνας με τις χαμηλότερες απαιτήσεις είναι ο Μάρτιος, κατά τον οποίο θα πρέπει να εισπραχθούν περίπου 3,8 δισ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εισπράξεις του α’ εξαμήνου υπολογίζονται σε 29,972 δισ. ευρώ, ενώ το β’ εξάμηνο είναι περισσότερο απαιτητικό, αφού οι εισπράξεις θα εκτιναχθούν στα 69,399 δισ. ευρώ. Οι αυξημένες εισπράξεις του β’ εξαμήνου δικαιολογούνται φυσικά από το γεγονός ότι τότε καταβάλλονται ο φόρος εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, ο ΕΝΦΙΑ, αλλά και τα τέλη κυκλοφορίας, καθώς και μια σειρά άλλων υποχρεώσεων.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αυξημένη ροή φόρων θα προέλθει από τη μεγέθυνση των εισοδημάτων, λόγω των αυξήσεων που δίνονται σε μισθούς και συντάξεις, και τον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Θα πρέπει να αναφερθεί, πάντως, ότι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης στηρίζει για μια ακόμη χρονιά τις προσδοκίες του για αύξηση των εισπράξεων στους έμμεσους φόρους (ΦΠΑ, ΕΦΚ), που θα αποτελέσουν τους κύριους «αιμοδότες» των εσόδων.
Απαραίτητη προϋπόθεση φυσικά είναι ότι και το 2025 ο προϋπολογισμός θα πρέπει να μείνει αμετακίνητος στις «ράγες» της δημοσιονομικής σταθερότητας, προκειμένου να υλοποιηθούν και οι παρεμβάσεις-ανάχωμα στην ακρίβεια για στήριξη των νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Ζητούμενο, ωστόσο, παραμένει το πώς οι φορολογούμενοι θα αντεπεξέλθουν στον «Γολγοθά» των φόρων που πρέπει να καταβάλουν από τη στιγμή που κάθε μήνα με δυσκολία ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους, όπως άλλωστε αποτυπώνεται και από τη μέχρι σήμερα πορεία και των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, που βρίσκονται σταθερά πλέον πάνω από τα 107 δισ. ευρώ. Αυτή, άλλωστε, είναι πλέον και η μεγάλη «αγωνία» του οικονομικού επιτελείου, εάν δηλαδή οι φορολογούμενοι θα καταφέρουν να αντεπεξέλθουν στις νέες υποχρεώσεις που είναι μεν σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, όμως προστίθενται σε μια σειρά πολλών βαρών που έχουν κληθεί να σηκώσουν οι πολίτες.
Ανά κατηγορία
Θα πρέπει εξάλλου να αναφερθεί ότι οι φορολογούμενοι καλούνται να καταβάλουν το 2025 περισσότερους φόρους, καθώς τα έσοδα αναμένεται να ανέλθουν στο ύψος των 69,203 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 2,490 δισ. ευρώ ή 3,7% έναντι του 2024. Πιο συγκεκριμένα:
- Φόροι επί αγαθών και υπηρεσιών: Τα έσοδα από φόρους επί αγαθών και υπηρεσιών προβλέπεται να ανέλθουν στο ποσό των 38,019 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 1,609 δισ. ή 4,4% έναντι του 2024.
Ειδικότερα: α) τα έσοδα από ΦΠΑ αναμένεται να ανέλθουν στο ποσό των 26,673 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 1,332 δισ. ευρώ έναντι του 2024 και β) οι ΕΦΚ προβλέπονται στο ποσό των 7,276 δισ. ευρώ και είναι αυξημένοι κατά 47 εκατ. ευρώ έναντι του 2024. - Φόρος εισοδήματος: Τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος αναμένεται να ανέλθουν στο ποσό των 25,212 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 1,009 δισ. ευρώ ή 4,2% έναντι του 2024. Ειδικότερα: α) ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων προβλέπεται να διαμορφωθεί στο ποσό των 15,244 δισ. ευρώ, αυξημένος κατά 882 εκατ. ευρώ έναντι του 2024, ως απόρροια της προβλεπόμενης αύξησης των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας και της αναμενόμενης νέας αύξησης του κατώτατου μισθού και β) ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων προβλέπεται να ανέλθει στο ποσό των 7,972 δισ. ευρώ, αυξημένος κατά 120 εκατ. ευρώ έναντι του 2024, παρά την εξισορρόπηση των παραγόντων που επέδρασσαν δημοσιονομικά στο προηγούμενο οικονομικό έτος από την Προσωρινή Συνεισφορά Αλληλεγγύης στις εταιρείες διύλισης.
- Τακτικοί φόροι ακίνητης περιουσίας: Τα έσοδα από τους τακτικούς φόρους ακίνητης περιουσίας αναμένεται να ανέλθουν στο ποσό των 2,394 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 40 εκατ. ευρώ έναντι του 2024. Μέρος της μεταβολής προκύπτει από τη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 20% στους ιδιοκτήτες που θα ασφαλίσουν τις κατοικίες τους με φορολογητέα αξία έως 500.000 ευρώ για φυσικές καταστροφές.
- Φόροι και δασμοί επί εισαγωγών: Από φόρους και δασμούς επί εισαγωγών προβλέπονται έσοδα ύψους 362 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 18 εκατ. ευρώ έναντι του 2024.
- Λοιποί φόροι επί παραγωγής: Από τους λοιπούς φόρους επί παραγωγής προβλέπονται έσοδα ύψους 460 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 155 εκατ. ευρώ έναντι της εκτίμησης του 2024, κυρίως λόγω της κατάργησης του τέλους επιτηδεύματος στους ελεύθερους επαγγελματίες.
- Φόροι κεφαλαίου: Οι φόροι κεφαλαίου προβλέπεται να ανέλθουν σε 235 εκατ. ευρώ, στο ίδιο ύψος με αυτό του 2024.
- Λοιποί τρέχοντες φόροι: Τα έσοδα από τους λοιπούς τρέχοντες φόρους προβλέπεται να ανέλθουν στο ποσό των 2,523 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 49 εκατ. ευρώ έναντι του 2024.
- Κοινωνικές εισφορές: Τα έσοδα από κοινωνικές εισφορές προβλέπεται να διαμορφωθούν στο ποσό των 60 εκατ. ευρώ, χωρίς να παρουσιάζουν μεταβολή έναντι του 2024.
- Μεταβιβάσεις: Τα έσοδα από μεταβιβάσεις αναμένεται να ανέλθουν στο ποσό των 8,794 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 2,206 δισ. ευρώ έναντι του 2024, κυρίως λόγω της αύξησης, μετά την προσαρμογή κατά ESA, των εσόδων του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων και συγκεκριμένα του ΤΑΑ κατά 1,299 δισ. ευρώ και του συγχρηματοδοτούμενου σκέλους κατά 961 εκατ. ευρώ.
- Πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών: Από τις πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών προβλέπονται έσοδα ύψους 965 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 109 εκατ. ευρώ έναντι του 2024, κυρίως λόγω: α) του δεδουλευμένου εσόδου, ύψους 19 εκατ. ευρώ, από τη σύμβαση παραχώρησης της Εγνατίας Οδού, το οποίο καταχωρίζεται στο έτος 2025 και β) του δεδουλευμένου εσόδου, ύψους 131 εκατ. ευρώ, αυξημένου κατά 109 εκατ. ευρώ έναντι του 2024, από την επέκταση της σύμβασης παραχώρησης της Αττικής Οδού, το οποίο καταχωρίζεται στο έτος 2025.