Ήταν η οικονομία μία από τις κύριες αιτίες της εκλογικής ήττας των Δημοκρατικών και της θριαμβευτικής επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία; Με την ανεργία σε ιστορικό χαμηλό, τον πληθωρισμό μειωμένο και την ανάπτυξη ισχυρή, θα μπορούσε να απαντήσει κανείς «όχι».
Αλλά τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται με βάση τους αριθμούς για τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη. Μπορεί κάλλιστα να βλέπουμε οικονομίες να αναπτύσσονται και τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα να υποφέρουν ή τουλάχιστον να πιέζονται. Η αίσθηση που έχουν οι πολίτες για το πόσο γρήγορα αδειάζει το πορτοφόλι τους και το για το πόσο ασφαλής ή όχι είναι η θέση εργασίας τους, διαδραματίζει συχνά πολύ πιο σημαντικό ρόλο στην κάλπη.
Ο Economist μας θυμίζει ότι στο μακρινό 1976 ο Τζίμι Κάρτερ, τότε υποψήφιος των Δημοκρατικών, επέκρινε τον Τζέραλντ Φορντ, χρησιμοποιώντας έναν δείκτη που εφηύρε ο οικονομολόγος Άρθουρ Οκάν και ονόμαζε «δείκτη δυσφορίας». Αυτός συνδύαζε το ποσοστό της ανεργίας και τα επίπεδα του πληθωρισμού, μετρούσε επομένως την εργασιακή ανασφάλεια και την ακρίβεια. Όσο πιο υψηλός τόσο πιο έντονη η πίεση και η δυσφορία στα νοικοκυριά. Τέσσερα χρόνια αργότερα το επιτελείο του Ρόναλντ Ρέιγκαν χρησιμοποίησε την πιο «πιασάρικη» ονομασία «δείκτη μιζέριας», η οποία και επικράτησε.
Τι υποτίθεται ότι μας λέει ο δείκτης
Οι οικονομολόγοι είχαν να υπερηφανεύονται ότι ο δείκτης μιζέριας βγάζει αποτέλεσμα στην κάλπη. Τι θα μας έλεγε λοιπόν για το 2024;
Κατά τη θητεία Μπάιντεν (στην οποία η Κάμαλα Χάρις ήταν αντιπρόεδρος) ο δείκτης υποχώρησε από τις 7,8 στις 6,7 μονάδες. Με βάση αυτό τον δείκτη οι Αμερικανοί θα έπρεπε να είναι πολύ λιγότερο απογοητευμένοι με την οικονομία από ό,τι το 1984 όταν ο Ρέιγκαν διακήρυξε πως «ξημέρωσε ξανά Αμερική», το 1996 όταν ο Μπιλ Κλίντον πέτυχε την επανεκλογή του με τη Νέα Οικονομία ή το 2012 όταν ο Μπαράκ Ομπάμα εξασφάλισε το 2012. Η μιζιέρα ήταν σε χαμηλά 40ετίας, αλλά το κυβερνών κόμμα έχασε. Συνετρίβη όχι μόνο στις προεδρικές εκλογές, αλλά και σε εκείνες για Βουλή Αντιπροσώπων και Γερουσία.
Και δεν το είδαμε μόνο στις ΗΠΑ αυτό. Στη Γαλλία ο δείκτης μιζέριας ήταν 10,9 μονάδες παραμονές των εκλογών – για τα δεδομένα της χώρας ήταν σχετικά χαμηλός και σίγουρα δεν εξηγούσε την ταπεινωτική ήττα, που υπέστη ο Εμανουέλ Μακρόν. Στην Ιαπωνία ήταν μόλις 4,9 μονάδες και το κυβερνών κόμμα πάλι έχασε. Γιατί ο δείκτης δεν λειτουργεί πια; Γιατί το να προσθέτεις ανεργία και πληθωρισμό δεν αποτυπώνει πάντα το πώς «εισπράττει» και αισθάνεται κάποιος στην τσέπη του την οικονομία. Δεν μας λέει τα πάντα για την εμπειρία των νοικοκυριών.
Τι δεν δείχνει ο δείκτης
Ήδη από το 1999 ο Ρόμπερτ Μπάρο είχε επισημάνει ότι δείκτης δεν μας λέει όλη την αλήθεια και θα έπρεπε ίσως να υπολογίζει και κάτι ακόμη: τα επιτόκια και τη διαφορά της πραγματικής ανάπτυξης με την δυναμική της.
Τι συνέβη λοιπόν στις ΗΠΑ και δεν το έδειξε ο δείκτης; Όταν άρχισε η θητεία Μπάιντεν ο δείκτης ήταν υψηλότερα λόγω της υψηλότερης ανεργίας (ήταν τότε στο 6%). Αλλά ήταν σε ισχύ μέτρα στήριξης και χορηγούνταν επιδόματα για όσους έχουν πληγεί από τα lockdown της πανδημίας, με αποτέλεσμα να μην γίνεται αισθητός ο οικονομικός πόνος. Όταν τα επιδόματα τελείωσαν και ο πληθωρισμός ξαφνικά εκτινάχθηκε στα ύψη, το διαθέσιμο εισόδημα των Αμερικανών συρρικνώθηκε. Για πολλούς σήμερα παραμένει σε επίπεδα χαμηλότερα από το 2021, παρά την πολύ ισχυρή εικόνα της ανεργίας, καθώς πέρα από το κύμα ακρίβειας, πίεζαν τα νοικοκυριά και τα υψηλά επιτόκια. Ό,τι και εάν έλεγε ο δείκτης μιζέριας, η κατάσταση για τους Αμερικανούς ήταν σαφώς πιο μίζερη επί Μπάιντεν.