Το πολύπλοκο οικονομικό σκηνικό που διαμορφώνουν μία σειρά από θετικές αλλά και ανησυχητικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία σκιαγραφεί το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) στο τετραμηνιαίο περιοδικό του «Οικονομικές Εξελίξεις». Αναδεικνύει επίσης τις προϋποθέσεις που πρέπει να εξασφαλιστούν προκειμένου η τρέχουσα ανάκαμψη μετατραπεί σε μελλοντική βιώσιμη ανάπτυξη.
Οι θετικές εξελίξεις
Όπως επισημαίνει ο Καθηγητής Παναγιώτης Γ. Λιαργκόβας, πρόεδρος του Δ.Σ. και Επιστημονικός Διευθυντής του ΚΕΠΕ, στις θετικές εξελίξεις ξεχωρίζουν οι σχετικά υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης, η δημιουργία υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, η μείωση της ανεργίας, του πληθωρισμού και του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, η αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών, η βελτίωση της απόδοσης του χρηματιστηρίου, η ενδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και η βελτίωση της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό. «Δεν είναι λίγα, ούτε ασήμαντα. Διεθνείς επενδυτικοί οίκοι και οργανισμοί συχνά πυκνά εκθειάζουν την ελληνική οικονομία για την πρόοδο που έχει συντελέσει τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία της κρίσης» επισημαίνει προσθέτοντας πως «ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,2% το 2024 και 2,2% το 2025».
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας τα επόμενα έτη θα συνεχίσουν να είναι η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις, και οι εξαγωγές, ενώ η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης αναμένεται να κινηθεί οριακά.
Η πορεία του πληθωρισμού και τα ανοιχτά μέτωπα
Ο πληθωρισμός, βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή της Eurostat, αναμένεται να μειωθεί σημαντικά τα επόμενα έτη. Το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,8%, από 4,2% το 2023, αντανακλώντας τη μεγάλη μείωση των τιμών των ενεργειακών αγαθών και την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού των ειδών διατροφής.
Ωστόσο, όπως προειδοποιεί το ΚΕΠΕ, υπάρχουν ακόμη πολλά ανοικτά ζητήματα: «Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το δεύτερο τρίμηνο του 2024, η κατανάλωση εξακολουθεί να πρωτοστατεί έναντι των εξαγωγών και των επενδύσεων, συνεισφέροντας το 88,7% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας, ποσοστό αντίστοιχο με αυτό που αποτυπωνόταν και το 2009. Η ιδιωτική κατανάλωση διαμορφώθηκε στο 70%, δηλαδή, σε μια αναλογία που δεν έχει μεταβληθεί εδώ και δεκαετίες. Ως εκ τούτου, η ετήσια διαμόρφωση του ΑΕΠ εξαρτάται κυρίως από το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, τη χρηματοδότησή τους, τα επίπεδα των τιμών και βεβαίως τον τουρισμό που επηρεάζει άμεσα τον δείκτη. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η αυξημένη καταναλωτική δαπάνη κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους συνοδεύεται από την αρνητική πορεία του δείκτη όγκου στο εμπόριο και τις ασαφείς προσδοκίες στον τομέα του λιανικού εμπορίου. Αυτή η εικόνα δείχνει ότι, παρά την αύξηση της κατανάλωσης, ο κλάδος του εμπορίου δεν έχει ανακάμψει πλήρως, γεγονός που δημιουργεί αβεβαιότητα για τη σταθερότητα της κατανάλωσης στο μέλλον. Οι επενδύσεις, μολονότι αυξάνονται, εξακολουθούν να είναι λίγες σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Η συνεισφορά τους στο ΑΕΠ δια μορφώνεται στο 16%, χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Δεν είναι όμως μόνο θέμα ύψους επενδυτικών κεφαλαίων, αλλά και ποιότητας. Συγκεντρώνονται κυρίως στις κατασκευές (37% του συνόλου των επενδύσεων το πρώτο εξάμηνο του 2024, με βάση την ΕΛΣΤΑΤ). Επιπλέον, η παραγωγικότητα της εργασίας, το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα σε πραγματικές τιμές, το ποσοστό φτώχειας και εργαζόμενων φτωχών καθώς και οι επιδόσεις της δικαιοσύνης εμφανίζονται αρκετά χαμηλότερα σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Επίσης, ο πληθωρισμός κατέγραψε αυξητικές τάσεις τον Αύγουστο του 2024, φτάνοντας στο 3,0%, σε σύγκριση με το 2,7% του Ιουλίου. Ο δομικός πληθωρισμός, ο οποίος αντικατοπτρίζει τις μακροπρόθεσμες τάσεις, αυξήθηκε στο 3,5%. Οι αυξήσεις αυτές οφείλονται κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, με τις κατηγορίες των Ξενοδοχείων καφέεστιατορίων να καταγράφουν άνοδο 6,6%. Η Στέγαση και η Ένδυση/Υπόδηση παρουσίασαν επίσης αυξήσεις, γεγονός που συνέβαλε στον πληθωρισμό, προσθέτοντας σημαντικές μονά δες στον γενικό δείκτη τιμών. Είναι αξιοσημείωτο ότι, για τρίτο συνεχόμενο μήνα, οι υπηρεσίες αυξάνονται με υψηλότερο ρυθμό από τα αγαθά. Οι τιμές αγαθών, όπως τα διαρκή αγαθά και τα είδη νοικοκυριού, παρουσίασαν πτώση κατά 0,9%, γεγονός που μετρίασε εν μέρει τις αυξήσεις στις υπηρεσίες. Παρ’ όλα αυτά, οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και της στέγασης παραμένουν ανησυχητικές, καθώς το φυσικό αέριο σημείωσε άνοδο 28%, ενώ το ηλεκτρικό ρεύμα αυξήθηκε κατά 9,7%».
Αυτές οι πιέσεις στις τιμές, σε συνδυασμό με τις αυξήσεις των ενοικίων και τη συντήρηση κατοικιών, δημιουργούν ένα περιβάλλον που ενδέχεται να επηρεάσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και τη συνολική οικονομική σταθερότητα, εκτιμά το ΚΕΠΕ. Επιπλέον, όπως επισημαίνει, τα πρόσφατα στοιχεία για το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν είναι αισιόδοξα. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το πρώτο εξάμηνο του έτους διαμορφώθηκε στα 8,8 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 693,4 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2023, κάτι που εκ των πραγμάτων στέλνει αρνητικό σήμα για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Η νέα κανονικότητα στην ελληνική οικονομία
Το ΚΕΠΕ παρατηρεί πως καθώς προχωρούμε στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, αρχίζει να διαφαίνεται μια νέα κανονικότητα στην ελληνική οικονομία. Ένα πρώτο χαρακτηριστικό της είναι η επαναφορά του δημοσιονομικού πλαισίου, που θα εφαρμόζεται από τον Ιανουάριο του νέου έτους. Το νέο πλαίσιο, χωρίς να απεμπολεί τους παλαιούς στόχους για τα ελλείμματα και το χρέος, έχει τη μορφή μιας «ήπιας λιτότητας». Οι παλαιοί κανόνες των πρωτογενών πλεονασμάτων αντικαθίστανται, για πρώτη φορά, με κανόνες δημοσίων δαπανών. Κάθε χώρα δεσμεύεται να αυξήσει κατά ένα συγκεκριμένο και προαποφασισμένο ποσοστό τις κρατικές της δα πάνες και αν αυτό το όριο ξεπεραστεί, έστω και λίγο, τότε αυτόματα ενεργοποιούνται οι κυρώσεις που παλιά ήταν γνωστές ως «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος». Για τη χώρα μας, η αύξηση των δημοσίων δαπανών το 2025 κυμαίνεται γύρω στα 3,7 δισ. ευρώ. Η επικέντρωση στο ύψος των δημοσίων δαπανών ουσιαστικά σημαίνει ότι οι ασκούντες την οικονομική πολιτική δεν θα έχουν τη δυνατότητα για περαιτέρω παροχές και επιδόματα, εάν υπάρχουν υπερβάσεις στα πρωτογενή πλεονάσματα (δημοσιονομικός χώρος). Αν, ωστόσο, οι φόροι συνεχίσουν να αυξάνονται αρκετά πάνω από τους στόχους, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, τότε θα έχουν το περιθώριο να μειώσουν τους φόρους και ειδικά τις ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες, παρά τις μειώσεις κατά 4,6% των τελευταίων πέντε ετών, είναι από τις υψηλότερες στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ.
Το νέο τραπεζικό τοπίο
Στη νέα κανονικότητα διαμορφώνεται ένα νέο τραπεζικό τοπίο. Η καλή επίδοση της ελληνικής οικονομίας και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία το 2023 είχαν θετικές επιδράσεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Ήδη φέτος πραγματοποιήθηκαν δύο αναβαθμίσεις ελληνικών συστημικών τραπεζών στην επενδυτική κατηγορία. Αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλες αναβαθμίσεις, καθώς οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης έχουν μεταβάλει σε θετικές τις προοπτικές των ελληνικών συστημικών τραπεζών. Στο ευνοϊκό αυτό περιβάλλον, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας το 2024 ενίσχυσε τους δείκτες κερδοφορίας, ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας, εν μέσω υψηλών βασικών επιτοκίων και ευνοϊκών εγχώριων οικονομικών συνθηκών.
Το βασικό ερώτημα
Το ερώτημα που προκύπτει, όπως επισημαίνει το ΚΕΠΕ, είναι εάν τελικά οι τρέχουσες θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας θα υπερισχύσουν των αντίστοιχων αρνητικών. Εάν, δηλαδή, η τρέχουσα ανάκαμψη μετατραπεί σε μελλοντική βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό, σύμφωνα με το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών θα εξαρτηθεί πρωταρχικά από το διεθνές περιβάλλον. Τυχόν επιδείνωση της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και οι συνεπαγόμενες επιπτώσεις στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, είναι δυνατό να επηρεάσουν αρνητικά και τη δική μας οικονομία, παρατηρεί το ΚΕΠΕ.
Αν όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε η πορεία των πραγμάτων στην οικονομία θα εξαρτηθεί από τις επιλογές της κυβέρνησης την επόμενη τριετία, μέχρι το 2027. «Γιατί μέχρι το 2027; Διότι τότε τελειώνει η χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης. Μέχρι τότε υπάρχει σχέδιο και χρηματοδότηση, άρα υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας ανοικτό. Αυτό το παράθυρο ευκαιρίας θα πρέπει να εκμεταλλευτεί η σημερινή κυβέρνηση. Προτεραιότητα είναι η αποτελεσματική απορρόφηση και εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ. Κάτι τέτοιο είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη των προβλεπόμενων ρυθμών αύξησης των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά την επόμενη διετία» εξηγεί.
«Η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά στην προώθηση μεταρρυθμίσεων»
Το ΚΕΠΕ υπογραμμίζει την ανάγκη συνέχισης και εντατικοποίησης των μεταρρυθμίσεων, επισημαίνοντας πως «παρά το γεγονός ότι σημειώθηκε αξιόλογη πρόοδος τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά στην προώθηση μεταρρυθμίσεων στους τομείς των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και ειδικά σε αγορές δικτύων, όπου επικρατούν ολιγοπωλιακές δομές και υψηλές τιμές και χρεώσεις, του φορολογικού συστήματος (μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των μισθωτών, διεύρυνση της φορολογικής βάσης με καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, απλούστευση των φορολογικών διαδικασιών, επαναπροσδιορισμός του συστήματος ΦΠΑ), της εργασίας και παραγωγής (συνέχιση της μείωσης των εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών, σύνδεση της αγοράς εργασίας με τα Πανεπιστήμια), της γραφειοκρατίας (δεν αρκεί η μετατροπή της έντυπης σε ψηφιακή γραφειοκρατία, αλλά η πλήρης εξάλειψή της), της δικαιοσύνης (μείωση του χρόνου εκδίκασης υποθέσεων, ενίσχυση της ανεξαρτησίας της) και των θεσμών (ενίσχυση της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης των πολιτών)».
Οι μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, «θα αυξήσουν με τη σειρά τους τη συνολική παραγωγικότητα της χώρας, θα δώσουν κίνητρα στους ιδιωτικούς φορείς και θα οδηγήσουν την οικονομία σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα βασίζεται στις υψηλές αμοιβές της μισθωτής εργασίας, τις επενδύσεις σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, και τις εξαγωγές. Είναι σημαντικό για τους πολίτες να γνωρίζουν πότε και πώς θα υλοποιηθούν τα σχέδια που θα επηρεάσουν την καθημερινότητά τους, ώστε να μπορέσουν να παρακολουθήσουν και να αξιολογήσουν την πρόοδο των εν λόγω μεταρρυθμίσεων. Να υπάρξει δηλαδή ένας ξεκάθαρος οδικός χάρτης, ένα σαφές χρονοδιάγραμμα. Να βλέπουν το κράτος ως έναν ισχυρό και αξιόπιστο φορέα που εργάζεται για το κοινό καλό. Αυτό αυξάνει τη συλλογική εμπιστοσύνη και ενθαρρύνει μια πιο θετική αλληλεπίδραση μεταξύ των πολιτών και των κρατικών οργάνων, συμβάλλοντας στην εδραίωση μιας πιο δίκαιης και αποδοτικής κοινωνικο-οικονομικής δομής. Είναι απαραίτητο, επίσης, να συνεχιστεί η δημοσιονομική ισορροπία των τελευταίων ετών. Προκειμένου να επιτευχθεί η απαιτούμενη αποκλιμάκωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, είναι απαραίτητη η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων, σε κυκλικά διορθωμένους όρους, ύψους 2% του ΑΕΠ ετησίως. Ωστόσο, βασική προϋπόθεση για αυτό είναι η αύξηση της αποτελεσματικότητας των δημόσιων δαπανών, μέσω καλύτερης στόχευσης των κοινωνικών δαπανών, ώστε να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις και οι δαπάνες εκπαίδευσης και υγείας, οι οποίες έχουν ιδιαίτερα θετικές επιδράσεις στη μεσομακροπρόθεσμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ».
Και μετά το 2027;
Μετά το 2027, «τα πράγματα δυσκολεύουν» προειδοποιεί το ΚΕΠΕ, σημειώνοντας πως «η κλιματική κρίση θα βαθαίνει, η ψηφιακή μετάβαση θα δυσκολεύει, η διευθέτηση του χρέους θα βαραίνει τον προϋπολογισμό, οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες θα περιορίζουν την ευχέρεια της οικονομικής πολιτικής και, το κυριότερο όλων, το δημογραφικό πρόβλημα θα διογκώνεται». Επομένως, όπως τονίζει, πρέπει η κυβέρνηση να «εκμεταλλευτεί» τη σημερινή συγκυρία, όπου η οικονομία βρίσκεται σε έναν ενάρετο κύκλο και να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιώσιμης ανάπτυξης.