Skip to main content

Οδικός χάρτης για πυρηνική ενέργεια στην Ελλάδα: Οι προθέσεις και οι προκλήσεις

Προς το παρόν συστηματική παρακολούθηση και αξιολόγηση συναφών προτάσεων συνεργασίας

Την παραδοχή του προέδρου του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας Φατίχ Μπιρόλ πριν από μερικούς μήνες ότι η πυρηνική ενέργεια είναι απολύτως αναγκαία για την επίτευξη των κλιματικών στόχων επιβεβαιώνει η τρέχουσα συζήτηση που τελευταία απασχολεί και την επικαιρότητα εντός συνόρων, χωρίς βέβαια να έχουν εκλείψει ή αμβλυνθεί τα μεγάλα ερωτήματα που συνοδεύουν την ανάπτυξη της τεχνολογίας.

Εντούτοις, η αυξανόμενη ενεργειακή ζήτηση, σε συνθήκες μετάβασης προς το net zero, σε συνδυασμό με τον παράγοντα «ενεργειακή ασφάλεια» και τις προκλήσεις που συνοδεύουν την ενσωμάτωση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο ηλεκτρικό σύστημα παγκοσμίως, σε βάρος των ορυκτών καυσίμων, θέτει εκ νέου στο τραπέζι τον ρόλο των πυρηνικών ως μέρος της λύσης και όχι ως μια ακόμη επιλογή ή πολύ περισσότερο ως μέρος του προβλήματος.

«Χωρίς την υποστήριξη της πυρηνικής ενέργειας, δεν έχουμε καμία πιθανότητα να επιτύχουμε εγκαίρως τους κλιματικούς στόχους μας. Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας θα διαδραματίσουν μείζονα ρόλο σε όρους ηλεκτρικής ενέργειας, ιδιαίτερα η ηλιακή, υποστηριζόμενη από την αιολική και την υδροηλεκτρική ενέργεια.

Όμως χρειαζόμαστε επίσης την πυρηνική ενέργεια, ιδιαίτερα στις χώρες εκείνες όπου δεν έχουμε μείζον δυναμικό ΑΠΕ» προσθέτει ο πρόεδρος του IEA, δίνοντας το στίγμα για την επόμενη μέρα.

Η κυβέρνηση

Υπ’ αυτό το πρίσμα, η ελληνική κυβέρνηση, όπως αποτυπώθηκε κατά την πρόσφατη δημόσια παρέμβαση του κ. Νικόλαου Τσάφου, ειδικού συμβούλου για Θέματα Ενέργειας του Έλληνα πρωθυπουργού, δείχνει να αντιλαμβάνεται τη βαρύτητα του θέματος, χωρίς να παραγνωρίζει τόσο τη φυσιογνωμία της χώρας ως «μη πυρηνική δύναμη» όσο και το δύσκολο του εγχειρήματος για να τεθεί ένας τέτοιος στόχος.

«Η κυβέρνησή μας έχει διευρυμένους ορίζοντες, αλλά βασίζεται στα δεδομένα. Αν αποδειχθεί ότι είναι μια τεχνολογία που έχει προοπτικές και μπορεί να αποφέρει οφέλη, τότε είναι μια συζήτηση που αξίζει να γίνει» σημείωσε χαρακτηριστικά, για να προσθέσει με μεγαλύτερη σαφήνεια ότι «όταν η τεχνολογία ωριμάσει και υπάρξει το έδαφος να τηρηθούν τα χρονοδιαγράμματα και οι προϋπολογισμοί, η Ελλάδα θα βγει από τη στάση αναμονής την οποία τηρεί και θα εξετάσει πιο ζεστά το θέμα των πυρηνικών».

Ανάλογη τοποθέτηση είχε κάνει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα του 28ου ετήσιου συνεδρίου Economist Government Roundtable, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «η Ευρώπη ήταν και παραμένει ηγέτιδα δύναμη στην πυρηνική τεχνολογία. Η Ελλάδα δεν διαθέτει πυρηνική ενέργεια. Δεν υπάρχει τρόπος να φτάσουμε στο ουδέτερο ισοζύγιο εκπομπών χωρίς την  πυρηνική ενέργεια. Επενδύουμε, λοιπόν, ως Ευρωπαίοι, στην επόμενη γενιά μικρών πυρηνικών αντιδραστήρων; Έχουμε πραγματικά κάνει τις σωστές επιλογές για την πράσινη μετάβαση, τουλάχιστον προσδιορίζοντας τρεις ή τέσσερις κρίσιμες βιομηχανίες;».

Σε αυτή τη βάση, η «ελληνική ατζέντα» για την πυρηνική ενέργεια περιλαμβάνει σε πρώτο στάδιο τη συστηματικότερη παρακολούθηση και διερεύνηση του ζητήματος, αξιολογώντας συναφείς προτάσεις, όπως είναι τα σενάρια συνεργασίας με κάποια γειτονική χώρα που παράγει πυρηνική ενέργεια, ζήτημα που τέθηκε πρώτη φορά στη διάρκεια της πρόσφατης ενεργειακής κρίσης.

Το πρώτο σενάριο αφορά ένα μακροχρόνιο διμερές συμβόλαιο (PPA), σε ανταγωνιστικές τιμές, προκειμένου η χώρα να αγοράζει μέρος από την πρόσθετη παραγωγή πυρηνικής ενέργειας από μονάδα γειτονικής χώρας.

Το δεύτερο σενάριο αφορά την απόκτηση από ελληνική ενεργειακή επιχείρηση μετοχικού ποσοστού σε κάποια μονάδα πυρηνικού σταθμού. Αν και ο σύμβουλος του πρωθυπουργού δεν κατονόμασε τη Βουλγαρία, εντούτοις τα παραπάνω σενάρια αφορούν μια ενδεχόμενη συνεργασία γύρω από τις υπό κατασκευή νέες μονάδες στον πυρηνικό σταθμό του Κοζλοντούι.

«Αλλαγή παραδείγματος»

Η πολιτική προσέγγιση του ζητήματος αναγνωρίζεται, όπως αποτυπώνεται από τις συνομιλίες που είχε η «Ν», από ειδικούς επιστήμονες του κλάδου, οι οποίοι ωστόσο συμπληρώνουν ότι η εν λόγω συζήτηση θα πρέπει να αποτελέσει το έναυσμα για να γίνουν τα πρώτα βήματα που θα φέρουν τη χώρα στο «pole position», όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε.

Προφανώς, όπως εξηγούν, η Ελλάδα δεν βρίσκεται, ούτε θα βρεθεί τα αμέσως επόμενα χρόνια στη φάση ανάπτυξης ενός τέτοιου έργου, ωστόσο πρέπει να προχωρήσει από το «μείον ένα στο μηδέν», δηλαδή να διαμορφώσει το αναγκαίο ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο που θα της επιτρέψει την αναγκαία ετοιμότητα για το επόμενο βήμα όταν αυτό προκύψει.

Η παραπάνω παραδοχή απορρέει από τη «μεγάλη εικόνα» του κλάδου σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, που θέλει αυτή τη στιγμή να καταβάλλονται σημαντικές προσπάθειες με σωρεία κεφαλαίων να επενδύονται προκειμένου η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικά να «προσγειωθεί» σε βιώσιμα για το σύστημα επίπεδα, δίνοντας έμφαση στους μικρούς αρθρωτούς πυρηνικούς αντιδραστήρες (Small Modular Reactors – SMRs).

Οι ανάγκες συνιστούν μια «αλλαγή παραδείγματος», που φέρνει στο προσκήνιο την πυρηνική τεχνολογία ως ικανότερη έναντι των ΑΠΕ να καλύψει τέτοιου μεγέθους ποσότητες ενέργειας.

Τεχνολογικοί κολοσσοί όπως η Amazon, η Google, και η Microsoft πραγματοποιούν σημαντικές επενδύσεις σε πυρηνικά έργα για να βοηθήσουν στη μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα που συνδέονται με τα κέντρα δεδομένων τους (data centers).

Το ελληνικό εγχείρημα της Athlos Energy και το momentum για ένα «roadmap»

Από την πλευρά τους οι δύο ιδρυτές της πρώτης start up εταιρείας στην Ελλάδα στον χώρο της πυρηνικής βιομηχανίας με την ονομασία Athlos Energy, Στάθης Βλασσόπουλος και Διονύσης Χιώνης, μιλώντας στη «Ν», επισημαίνουν την ανάγκη να αξιοποιηθεί το θετικό momentum που καταγράφεται γενικώς και η χώρα να προχωρήσει με σοβαρότητα και σταθερό βηματισμό στην κατάρτιση ενός «roadmap», που θα της επιτρέψει να αξιοποιήσει τις τεχνολογικές εξελίξεις που θα ακολουθήσουν.

Η Ελλάδα

Ειδικότερα, όπως ανέφεραν σε συνομιλία τους με τη «Ν», η Ελλάδα δεν είναι καν σε αρχικό στάδιο και «η πρόθεσή μας είναι μέσα από συζητήσεις τόσο με την κρατική διοίκηση όσο και τη βιομηχανία, που ήδη διεξάγουμε και αναμένεται να συνεχίσουμε, να κάνουμε τα πρώτα βήματα σε αυτή την κατεύθυνση.

Αυτό αφορά, μεταξύ άλλων, την υλοποίηση τεχνικών και οικονομικών μελετών που σε πρώτη φάση θα απαντούν σε μια σειρά καίρια ερωτήματα, όπως πού θα μπορούσε να κατασκευαστεί ένας πυρηνικός αντιδραστήρας, τι κόστος θα έχει, τι περιβαλλοντικές αναλύσεις χρειάζονται κ.λπ.».

Ο Στάθης Βλασσόπουλος

Η ενασχόλησή τους με το θέμα, όπως επεξηγούν, δεν παραγνωρίζει την ελληνική πραγματικότητα, αντιθέτως «διαβάζει» το συνολικότερο momentum και επιχειρεί να αποτυπώσει σε μετρήσιμους δείκτες τις προοπτικές του κλάδου στην Ελλάδα είτε αυτό αφορά τη μελλοντική ανάπτυξη μιας υποδομής είτε την προώθηση σεναρίων με γειτονικές χώρες που θα «αφήσουν» μια σημαντική εμπειρία στη χώρα.

Ο Διονύσης Χιώνης

Διευκρινίζουν ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να αποτελέσει κατά προφανείς λόγους «pioneer» σε μια τέτοια προσπάθεια, ωστόσο, τα ερωτήματα που προαναφέρθηκαν και αφορούν την επίτευξη των ενεργειακών και κλιματικών στόχων σε περιβάλλον μετάβασης, καθώς και την πρόθεση της χώρας να φιλοξενήσει μια σειρά υποδομές που απαιτούν σημαντικές ποσότητες ενέργειας, καθιστούν αναγκαίο να θέσει εντός κάδρου και τη συγκεκριμένη τεχνολογία.

Ως γνωστόν, σήμερα η τεχνολογία των μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων (SMRs) -πολλά υποσχόμενοι για το μέλλον της πυρηνικής ενέργειας- απέχει από τα ανταγωνιστικά επίπεδα της αγοράς, με πλήθος έργων ανά τον κόσμο να ξεπερνούν κατά πολύ τα χρονοδιαγράμματα και τον προϋπολογισμό τους.

Οι μικροί αντιδραστήρες και οι εφαρμογές τους

Όπως μεταφέρουν επιστήμονες του κλάδου με γνώση των εξελίξεων, η «κούρσα» βασικών πυρηνικών δυνάμεων ανά τον κόσμο συνεχίζεται με επίδικο την ανάπτυξη του πρώτου SMR που θα μπορεί να αναπαραχθεί με καλύτερους χρόνους και κόστος.

Σύμφωνα με υφιστάμενες μελέτες και καθαρά ενδεικτικές εκτιμήσεις, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας κυμαίνεται στα 40-50 ευρώ ανά Μεγαβατώρα στην περίπτωση ενός μεγάλου αντιδραστήρα, ισχύος 1 GW με διάρκεια ζωής 80 χρόνια, στα 45-75 ευρώ ανά Μεγαβατώρα στην περίπτωση ενός SMR και στα 30 ευρώ ανά Μεγαβατώρα στην περίπτωση ενός micro-reactor που τροφοδοτεί data centers, συστήματα αφαλάτωσης ή απομακρυσμένες περιοχές.

Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι ίδιες πηγές, «θα πρέπει να βγουν στην πραγματική αγορά για να κλείσουν τα νούμερα».

Οι Μικροί Αρθρωτοί Αντιδραστήρες (Small Modular Reactors, SMRs) είναι ισχύος 10 έως 100 Mwe. Έχουν αυξημένη ασφάλεια και είναι απλούστεροι στη λειτουργία και τη συντήρηση. Έχουν λιγότερο καύσιμο και λιγότερα απόβλητα. Συνεργάζονται καλύτερα με τις ΑΠΕ. Μπορούν να αποτελέσουν ολοκληρωμένα «υβριδικά» ενεργειακά συστήματα (ηλεκτρική ενέργεια, παραγωγή υδρογόνου, αφαλάτωση, τηλεθέρμανση κ.ά.), γεγονός που τους καθιστά, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές με γνώση του θέματος, ιδανικούς για την περίπτωση της Ελλάδας, δεδομένης της μικρής έκτασης του δικτύου, καθώς και της διασποράς και της κατακερματισμένης γεωγραφίας που χαρακτηρίζει τη χώρα. Υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε οικονομίες κλίμακας εφόσον τυποποιηθούν.

Υπάρχουν και οι Micro Modular Reactors, ισχύος από 1 έως 20 Mwe. Για την Ελλάδα θα μπορούσαν να προσφέρουν ενεργειακή ασφάλεια και σταθερότητα στο ηλεκτρικό σύστημα, απεξάρτηση από ορυκτά καύσιμα, υψηλής θερμοκρασίας νερό, αφαλάτωση και παραγωγή υδρογόνου, πρόωση σε θαλάσσιες μεταφορές (στο μέλλον), αυτάρκεια μέσα σε ένα ρευστό οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον, σχετικά σταθερό κόστος ενέργειας κι ένα νέο πεδίο ανάπτυξης της εγχώριας υψηλής τεχνολογίας.

Σημειώνεται ότι ολοένα και περισσότερο συσχετίζονται ναυτιλία και πυρηνική ενέργεια στο πλαίσιο των προσπαθειών απανθρακοποίησης του κλάδου. Η συζήτηση διακρίνεται σε δύο βασικά σενάρια με το πρώτο να αφορά την απευθείας τροφοδοσία των πλοίων με πυρηνική ενέργεια και το δεύτερο τη δημιουργία πλωτών πυρηνικών σταθμών στη θάλασσα που θα προμηθεύουν με πυρηνική ενέργεια άλλες εφαρμογές για την παραγωγή βιοκαυσίμων που θα αξιοποιούνται για την τροφοδοσία των πλοίων.

Το know-how της Ευρώπης

Οι πρόσφατες δηλώσεις του νέου επιτρόπου Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Νταν Γιόργκενσεν, όπου αναγνωρίζει «τη σημαντική συμβολή της πυρηνικής ενέργειας» σε συνδυασμό με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Πυρηνικής Συμμαχίας (που αριθμεί 12 μέλη), αλλά και της Eurelectric, τεκμηριώνουν τη μετατόπιση που έχει επέλθει ως προς την αντιμετώπιση της τεχνολογίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όντας πλέον περισσότερο μέρος της λύσης παρά του προβλήματος.

Ενδεικτικά να  αναφέρουμε ότι εν όψει της έναρξης της νέας θητείας της νέας Επιτροπής, η Ευρωπαϊκή Πυρηνική Συμμαχία καλεί τους αρμόδιους επιτρόπους να εξετάσουν την πυρηνική ενέργεια ως καταλύτη στην πορεία προς την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα στην Ευρώπη.

Την ίδια στιγμή, ο γενικός γραμματέας της Eurelectric, Κρίστιαν Ρούμπι, μιλώντας σε συνέδριο στο Μιλάνο την περασμένη εβδομάδα, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να έχει σε λειτουργία έως και 5 GW πυρηνικής ενέργειας από μικρούς αρθρωτούς αντιδραστήρες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2030.

Το πρόβλημα ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι παράγοντες της αγοράς που παρακολουθούν τις τελευταίες δεκαετίες τον κλάδο της πυρηνικής ενέργειας στην Ευρώπη παραμένει και αφορά την «έλλειψη συνέχειας» στην τεχνογνωσία.

Η εγκατάλειψη της εν λόγω τεχνολογίας ως προς την ανάπτυξη νέων έργων τις προηγούμενες δεκαετίες οδήγησε στην απώλεια μιας δεδομένης εμπειρίας που είχε συγκεντρωθεί στη δυτική πυρηνική βιομηχανία, με αποτέλεσμα «όταν ξαναπιάσαμε το νήμα, να ξεκινάμε από το μηδέν, πράγμα που αποτυπώθηκε με παραβίαση στους χρόνους και στα κόστη».

‘Oπως επισημαίνουν άλλες πηγές της αγοράς, μια έτερη παράμετρος που φέρνει την Ευρώπη σε δυσκολότερη θέση έναντι άλλων χωρών (Κίνα, Ινδία κ.λπ.) είναι ο βαθμός ανταγωνισμού της αγοράς ενέργειας, όπου μια μη ώριμη τεχνολογία σε άλλες χώρες τυγχάνει ευνοϊκότερης μεταχείρισης σε άλλες αγορές έναντι της ευρωπαϊκής αγοράς.