Με τον πληθωρισμό να έχει υποχωρήσει δραστικά και τους φόβους να στρέφονται στην απειλή της ύφεσης, πολλοί ποντάρουν σε ανεμπόδιστη νομισματική χαλάρωση. Ίσως όμως βιάζονται. Και αυτό ακριβώς το μήνυμα έστειλε και η Κριστίν Λαγκάρντ, χθες. Είναι κάτι άλλωστε που μας έχει διδάξει η ιστορία.
«Έχουμε ξεριζώσει τον πληθωρισμό; Όχι ακόμα. Αν τον ξεριζώνουμε; Βρισκόμαστε στη διαδικασία!», απάντησε σε σχετική ερώτηση η επικεφαλής της ΕΚΤ. Τα τελευταία δύο χρόνια ένα επίμονο κύμα ακρίβειας σαρώνει όλο τον ανεπτυγμένο, αλλά και μεγάλο κομμάτι του αναδυόμενου κόσμου.
Μετά την εκρηκτική αύξηση των τιμών ενέργειας, που έβαλαν φωτιά στον πληθωρισμό, ο δείκτης έχει επιστρέψει κοντά στον στόχο του 2%. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα ανέβει εκ νέου.
Η επώδυνη εμπειρία της δεκαετίας του 1970
Υπάρχει μία μακρά ιστορία πρόωρης διακήρυξης της νίκης στη μάχη κατά του πληθωρισμού. Ίσως το καλύτερο παράδειγμα να το έχουμε από τη δεκαετία του 1970, όπως θυμίζει και το Reuters. Ο πληθωρισμός είχε κορυφωθεί στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στις ΗΠΑ, εξαιτίας του πολέμου του Βιετνάμ και της πολιτικής αισθητής αύξησης των δημοσίων δαπανών από τον Λίντον Τζόνσον. Η Federal Reserve απάντησε αυξάνοντας το βασικό επιτόκιο στο 10% το 1969. Ακολούθησε μία σύντομη ύφεση και ένα μίνι κραχ στο χρηματιστήριο. Ο πληθωρισμός άρχισε να μειώνεται ραγδαία και προσγειώθηκε στο 2,7% το 1971 – πολύ κοντά στα σημερινά επίπεδα. Στα τέλη εκείνης της χρονιάς η Fed είχε μειώσει και πάλι το βασικό επιτόκιο στο 3%.
Και ξαφνικά… όλα άλλαξαν. Το 1974 ο πληθωρισμός είχε εκτιναχθεί στο 10% και τα επιτόκια ανέβηκαν πάνω από το 13%. Το χρηματιστήριο κατέρρευσε και η οικονομία βυθίστηκε σε μία επώδυνη ύφεση. Είχαν προηγηθεί διάφοροι παράγοντες που οδήγησαν εκεί, από την αποσύνδεση του δολαρίου από τον χρυσό έως την πίεση του Νίξον στον τότε διοικητή της Fed, Άρθουρ Μπερνς, να δώσει τονωτικές ενέσεις στην οικονομία ώστε να βοηθήσει την επανεκλογή του το 1972. Τόσο ο Νίξον όσο και ο Μπερνς είχαν θέσει ως προτεραιότητα την χαμηλή ανεργία έναντι της σταθερότητας των τιμών. Αλλά δεν είχαν υπολογίσει ότι το 1973 τα αραβικά κράτη θα επιβάλλουν εμπάργκο στο πετρέλαιο (ως απάντηση στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ) και η τιμή του μαύρου χρυσού θα τριπλασιαστεί.
Το υψηλό κόστος ζωής κατέτρωγε το εισόδημα των νοικοκυριών και οι εργαζόμενοι προχωρούσαν σε απεργιακές κινητοποιήσεις απαιτώντας υψηλότερους μισθούς (κάτι που με τη σειρά του ανέβαζε κι άλλο τον πληθωρισμό). Ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας μειώθηκε στο μισό και το αδύναμο δολάριο, έστειλε στα ύψη το κόστος των εισαγόμενων προϊόντων. Έως τα τέλη της δεκαετίας του 1970 όλα είχαν αλλάξει. Τόσο η κοινή γνώμη όσο και οι υπεύθυνοι χάραξης της πολιτικής ανησυχούσαν πολύ πιο έντονα για τον πληθωρισμό από ό,τι για τα επίπεδα απασχόλησης.
Επιστροφή στις προκλήσεις του σήμερα
Σήμερα μία σειρά από παράγοντες επίσης ευνοούν την ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων. Στις ΗΠΑ οι λιμενεργάτες πρόσφατα σταμάτησαν την απεργία τους, αφού κέρδισαν αύξηση 62% στις απολαβές τους. Στην Boeing οι υπάλληλοι απέρριψαν αύξηση 30%. Η Κάμαλα Χάρις θα στηρίξει τα αιτήματα για αυξήσεις των μισθών, αν εκλεγεί, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ, θα επιβάλλει δεσμούς στα εισαγόμενα αγαθά, ανεβάζοντας το κόστος τους. Την ίδια ώρα η Μέση Ανατολή βράζει και ακόμη και εάν οι εξελίξεις δεν επηρεάσουν άμεσα τις τιμές ενέργειας, παραμένει ο κίνδυνος μεσοπρόθεσμων επιπτώσεων στην προσφορά και κατά συνέπεια στις τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η Exxon Mobil έχει άλλωστε προειδοποιήσει για έλλειμμα προσφοράς πετρελαίου έως το 2030 αν δεν υπάρξουν επαρκείς νέες επενδύσεις.
Στην Ευρώπη η «πράσινη» στροφή και ο πόλεμος στην Ουκρανία έχουν οδηγήσει οδήγησε σε αύξηση του κόστους ενέργειας κατά 45% σε σχέση με το 2020, σύμφωνα με τη Eurostat. Οι επιπτώσεις δεν περιορίζονται στα νοικοκυριά, αλλά δοκιμάζουν και τις βιομηχανίες της ηπείρου. Και όλα αυτά σε μία περίοδο κατά την οποία τα δημόσια χρέη είναι σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από ό,τι πριν από πέντε δεκαετίες. Το ΔΝΤ υπολογίζει ότι το δημόσιο χρέος παγκοσμίως θα φτάσει στα 100 τρισ. δολάρια φέτος.