Περιορισμένο εύρος εκδόσεων περιλαμβάνει η δανειακή στρατηγική που θα ακολουθήσει η Ελλάδα το 2025 χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα συνεχίσει να έχει παρουσία στις διεθνείς αγορές μέσω έκδοσης ομολόγων.
Όπως αποκαλύπτεται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού 2025, βασικοί παράγοντες για τον σχεδιασμό του επόμενου έτους αποτελούν τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, οι αναμενόμενες εκταμιεύσεις από τα χρηματοδοτικά σχήματα που έχουν ήδη αποφασιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τόσο από τα διαρθρωτικά ταμεία όσο και από το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά και οι σχετικά περιορισμένες χρηματοδοτικές ανάγκες για το έτος 2024 λόγω πρόωρων αποπληρωμής χρέους.
«Εκτός από την εκδοτική δραστηριότητα θα αξιοποιηθούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό οι υφιστάμενες θέσεις και τα χαρακτηριστικά του ελληνικού χαρτοφυλακίου δημόσιου χρέους, στο πλαίσιο των εν γένει ευκαιριών που παρέχονται στο βραχυχρόνιο τμήμα της ευρωπαϊκής καμπύλης» τονίζεται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού.
Το επόμενο έτος το ύψος των χρηματοδοτικών αναγκών ανέρχεται λίγο πάνω από τα 7 δισ. ευρώ, τα οποία μεταξύ άλλων, κατανέμονται σε :
· 2,25 δισ. ευρώ σε λήξεις ομολόγων
· 408 εκατ. δάνεια προς την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και την Τράπεζα Ανάπτυξης
· 1 δισ. ευρώ για το πρόγραμμα SURE
· 1,7 δισ. ευρώ που αφορά στην καταβολή δόσης για τα δάνεια από τον EFSF
· 1,59 δισ. ευρώ από έντοκα γραμμάτια
Για φέτος, ήδη το ελληνικό δημόσιο έχει δανειστεί λίγο πάνω από 9 δισ. ευρώ, καλύπτοντας πάνω από το 90% του στόχου που είχε τεθεί με βάση το πρόγραμμα δανεισμού για το 2024 ύψους 7 με 10 δισ. ευρώ.
Το Δεκέμβριο θα ολοκληρωθεί και η πρόωρη εξόφληση τριών ακόμη δόσεων από το δάνειο που έλαβε η Ελλάδα στο πλαίσιο του α΄ μνημονίου, συνολικού ύψους 7,935 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αφορά στις δόσεις για τα έτη 2026-2028. Για την καταβολή του η χώρα μας για πρώτη φορά θα αξιοποιήσει μέρος από το «μαξιλάρι» των ταμειακών διαθεσίμων, ύψους 5 δισ. ευρώ, με τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), μειώνοντας το στα 10,7 δις. ευρώ.
Μετά και την αποπληρωμή αυτή το Χρέος της Γενικής Κυβέρνησης το 2024 αναμένεται να περιοριστεί οριακά στα 356,5 δισ. ευρώ από 356,7 δις. ευρώ που ήταν το 2023. Σε σύγκριση με το ΑΕΠ της χώρας η μείωση που καταγράφεται είναι μεγαλύτερη εξαιτίας των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης καθώς εκτιμάται ότι το 2024 θα υποχωρήσει στο 153,7% του ΑΕΠ από 161,9% το 2023. Για το 2025 προβλέπεται περαιτέρω μείωση του χρέους στο 149,1% του ΑΕΠ με την ονομαστική του αξία να αυξάνεται σε σχέση με φέτος, στα 361,4 δισ. ευρώ.
Για την εξυπηρέτηση του Χρέους ο Προϋπολογισμός κατέβαλε τόκους 6,98 δισ. ευρώ το 2024 ποσό που αντιστοιχεί στο 3% του ΑΕΠ, ενώ το 2025 η σχετική δαπάνη προβλέπεται να μειωθεί οριακά στα 6,9 δισ. ευρώ ή στο 2,8% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με το προσχέδιο, οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου κατά τη διάρκεια του 2024 καλύφθηκαν, κατά κύριο λόγο, από :
· κοινοπρακτικές εκδόσεις ομολόγων σταθερού επιτοκίου δεκαετούς και τριακονταετούς διάρκειας, συνολικής ονομαστικής αξίας 7 δισ. ευρώ,
· επανεκδόσεις μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων ομολόγων μέσω δημοπρασίας, συνολικής ονομαστικής αξίας 2,05 δισ. ευρώ,
· εκταμίευση δόσης ύψους 2,327 δισ. ευρώ, στο πλαίσιο της δανειακής σύμβασης με την Ε.Ε. για τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Σταθερότητας,
· αναχρηματοδότηση βραχυπρόθεσμου χρέους. Ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός του Ελληνικού Δημοσίου πραγματοποιήθηκε μέσω εκδόσεων εντόκων γραμματίων τρίμηνης, εξάμηνης και ετήσιας διάρκειας καθώς επίσης και μέσω πράξεων διαχείρισης ταμειακής ρευστότητας υπό τη μορφή repo agreements, τις οποίες συνάπτει ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) για την αξιοποίηση των διαθεσίμων, κυρίως, των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης.