Ουραγός στην Ευρώπη και το 2024 παραμένει η Ελλάδα όσον αφορά τον δείκτη της αποταμίευσης των νοικοκυριών, ο οποίος παραμένει αρνητικός με ποσοστό 5,63%, κάτι που καταγράφεται μόνο στη χώρα μας.
Η αρνητική επίδοση στην αποταμίευση μοιραία επηρεάζει και την αντίστοιχη των επενδύσεων, με τη χώρα να καταλαμβάνει τη 15η θέση σε σύνολο 21 χωρών στο διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου 2024, με το σχετικό ποσοστό να διαμορφώνεται στο 4,18% και να είναι λιγότερο από μισό σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το α’ τρίμηνο του 2024 ήταν το 11ο διαδοχικό κατά το οποίο τα νοικοκυριά εμφάνισαν αρνητική αποταμίευση. Αυτό ουσιαστικά μας πηγαίνει πίσω στο 1ο τρίμηνο του 2021. Δηλαδή, με το ξεκίνημα της ενεργειακής κρίσης, η οποία αποτυπώθηκε σχεδόν άμεσα στους λογαριασμούς και του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου, και στη συνέχεια με το ξέσπασμα της πληθωριστικής κρίσης, η αποταμίευση των νοικοκυριών έγινε αυτομάτως αρνητική.
Θετική αποταμίευση για τελευταία φορά πριν από 4 χρόνια
Η τελευταία φορά που η αποταμίευση στην Ελλάδα ήταν θετική ήταν από τον Απρίλιο του 2020 μέχρι και τον Ιούνιο του 2021. Ήταν όμως η περίοδος του lockdown και των κλειστών καταστημάτων κατά την οποία η αποταμίευση κατέστη για τα νοικοκυριά σε πολύ μεγάλο βαθμό «υποχρεωτική».
Όλο το προηγούμενο διάστημα κατά την τελευταία δεκαετία (δηλαδή από το 2015 και μετά) χαρακτηρίζεται από αρνητική επίδοση, με μοναδική εξαίρεση το οριακά θετικό ποσοστό του τρίτου τριμήνου του 2015, όταν είχε μπει το λουκέτο στις τράπεζες.
Το ποσοστό ακαθάριστων επενδύσεων των νοικοκυριών στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο πρώτο τρίμηνο του 2024 στο 4,18% παρουσιάζοντας μείωση σε σχέση με το 4,54% του 1ου τριμήνου του 2023, αλλά αυξημένο σε σχέση με το 3,75% του 1ου τριμήνου του 2022.
Η επίδοση είναι βελτιωμένη σε σχέση με τη μνημονιακή περίοδο και αυτό οφείλεται και στην «εξωτερική χρηματοδότηση» (τα προγράμματα επιδοτήσεων με πόρους της Ε.Ε. κ.λπ.). Το ζητούμενο θα ήταν βέβαια να υπάρχει πηγή τροφοδότησης και από την εγχώρια αποταμίευση.
Το πρόβλημα που είχε επισημανθεί έντονα και από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος την άνοιξη παραμένει, όπως προκύπτει από τα στοιχεία, άλυτο καθώς οι λόγοι που εκτιμάται ότι διατηρούν την αποταμίευση σε αρνητικό έδαφος -πέραν φυσικά του αυτονόητου, που είναι το γεγονός ότι βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα τα εισοδήματα- παραμένουν.
Ο Γιάννης Στουρνάρας είχε απαριθμήσει τις ακόλουθες αιτίες ως τις σημαντικότερες:
- ακρίβεια, η οποία ειδικά τα τελευταία τρία χρόνια συρρίκνωσε περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών,
- υψηλό ποσοστό της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, που ευνοεί την κατανάλωση και όχι την αποταμίευση,
- ασφαλιστικό σύστημα που, με εξαίρεση την πρόσφατη προσπάθεια δημιουργίας ενός κεφαλαιοποιητικού πυλώνα, του ΤΕΚΑ, επί πολλά χρόνια παρέμενε αμιγώς διανεμητικό και με υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης, γεγονός που αποθάρρυνε την ιδιωτική αποταμίευση,
- χαμηλά επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, που και αυτά αποθαρρύνουν την ιδιωτική αποταμίευση.
- έλλειψη κουλτούρας ή και κινήτρων ιδιωτικής ασφάλισης των περιουσιακών στοιχείων των ιδιωτών έναντι φυσικών καταστροφών.
Διαγενεακές µεταβιβάσεις
Σε πρόσφατη µελέτη καθηγητών του Οικονοµικού Πανεπιστηµίου Αθηνών, µε τίτλο «Η αποταµίευση στην Ελλάδα (ή Γιατί δεν αποταµιεύουµε)», που χρηµατοδότησε η Eurobank, αναφέρεται και ένας άλλος λόγος που εξηγεί τις χαμηλές αποταµιευτικές επιδόσεις της χώρας.
Πρόκειται για τις διαγενεακές µεταβιβάσεις πλούτου, και ιδιαίτερα τις γονικές παροχές, µε αρνητικές συνέπειες στην αποταµίευση, καθότι υπάρχει προσδοκία της απόκτησης της περιουσίας των γονέων ή των παππούδων