H αλματώδης άνοδος του πληθωρισμού την περίοδο 2021-2022 έπληξε δυσανάλογα τα φτωχά νοικοκυριά και διηύρυνε την απόσταση των πιο πλούσιων από τις λοιπές εισοδηματικές ομάδες, είναι το βασικό συμπέρασμα της ανάλυσης του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).
Στην ανάλυση που τιτλοφορείται «Εκτίμηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) για τα νοικοκυριά βάσει του εισοδήματός τους», σημειώνεται: «Η αρνητική επίπτωση του πληθωρισμού και του ΔΤΚ στα φτωχότερα νοικοκυριά έχει πλέον συμβεί, αλλά το ενδεχόμενο να εδραιωθεί μία κατάσταση όπου τα φτωχότερα νοικοκυριά θα αντιμετωπίζουν ένα σταθερά υψηλότερο του μέσου όρου ΔΤΚ, δηλαδή η επίπτωση να μην είναι στιγμιαία, συνιστά παράμετρο ανησυχίας. Το θετικό νέο είναι πως οι αποκλίσεις από το μέσο όρο δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλες και μπορούν να αντιμετωπιστούν. Επομένως απαιτούνται πρόσθετες παρεμβάσεις στο επίπεδο ελέγχου των τιμών, αλλά η απόσταση που πρέπει να καλυφθεί δεν είναι μεγάλη».
Πιο αναλυτικά στα συμπεράσματα της μελέτης αναφέρεται:
- Η σωρευτική αύξηση τιμών που αντιμετώπισε το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών ήταν υψηλότερη από τον μέσο όρο. Ειδικότερα, την περίοδο 2020-2022, το μέσο επίπεδο των τιμών για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών είχε αυξηθεί κατά 15,6% έναντι 14,7% του μέσου όρου, ενώ κατά το 2022 ο πληθωρισμός των φτωχότερων νοικοκυριών ήταν υψηλότερος του μέσου όρου κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες.
- Το αντίθετο ισχύει για το πλουσιότερο 20% και 10% των νοικοκυριών. Η σωρευτική αύξηση των τιμών την περίοδο 2020-2022 διαμορφώθηκε σε 13,7% και 13,1%, αντίστοιχα, ενώ από το 2020 έως και το 2023 ο ΔΤΚ των πλουσιότερων νοικοκυριών υπολείπεται του μέσου όρου. Το 2022 το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών αντιμετώπισε πληθωρισμό κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερο του μέσου όρου και κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα του πληθωρισμού των φτωχών.
- Με εξαίρεση το 2022, το εύρος των αποκλίσεων του ΔΤΚ μεταξύ φτωχότερων και πλουσιότερων νοικοκυριών δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο (κυμαίνεται σε περίπου στη μία ποσοστιαία μονάδα), αλλά η πληθωριστική κρίση του 2021-22 είχε ως αποτέλεσμα από το 2021Q4 και μετά ο ΔΤΚ των φτωχότερων να κινείται σταθερά άνω του μέσου όρου χωρίς να διαφαίνονται τάσεις σύγκλισης.
- Η απόκλιση του ΔΤΚ των πλουσίων (πλουσιότερο 10%) από τον μέσο όρο είναι σημαντικότερη και εμμένουσα, ενώ το πληθωριστικό σοκ της περιόδου 2021-2022 είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω διεύρυνση της απόκλισης.
Οι δαπάνες των νοικουριών
Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά τις δαπάνες των νοικοκυριών που δεν αντικρίζονται από τρέχοντα έσοδα, τα
βασικά συμπεράσματα της ανάλυσης μπορούν να κωδικοποιηθούν ως εξής:
- Το 2022 το 40,9% των νοικοκυριών είχε δαπάνες που υπερβαίνουν το εισόδημά του. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2020 ήταν 35,9%.
- Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις πως τμήμα του φαινομένου οφείλεται στην απόκρυψη εισοδημάτων για λόγους φοροδιαφυγής. Ειδικότερα, περίπου 1 στα 4 νοικοκυριά που ανήκουν στο πλουσιότερο 10%
δηλώνει υπερβάλλουσες δαπάνες, ενώ το 53% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος το εισόδημα από περιουσία (κυρίως ενοίκια) και που ανήκει ταυτόχρονα στο πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών, δηλώνει υπερβάλλουσες δαπάνες. - Ωστόσο, η περαιτέρω ανάλυση των χαρακτηριστικών της ομάδας των νοικοκυριών με μη αντικριζόμενες δαπάνες δείχνει ότι η διάσταση της απόκρυψης εισοδημάτων -μολονότι υπάρχειδεν είναι κυρίαρχη. Ακόμα και με την υπόθεση ότι ένα στα πέντε νοικοκυριά που δηλώνει υπερβάλλουσες δαπάνες αποκρύπτει εισοδήματα, το υπολειπόμενο μέγεθος διαμορφώνεται σε 32,7%, δηλαδή περίπου ένα στα τρία νοικοκυριά.
- Στη χειρότερη θέση βρίσκονται οι μονογονεϊκές οικογένειες και τα φτωχότερα νοικοκυριά, αφού το 79,2% και 78,7%. αντίστοιχα, εμφανίζει δαπάνες που υπερβαίνουν το εισόδημα.
- Ο βαθμός υπέρβασης είναι υψηλότερος μεταξύ των νοικοκυριών με κύριο εισόδημα από επιδόματα ανεργίας (130,7%), από άλλα επιδόματα ή βοηθήματα (167,8%). καθώς επίσης και στις μονογονεϊκές οικογένειες (78,9%) και στα φτωχά νοικοκυριά (78,8%).