Βαρύ είναι το πλήγμα του ενεργειακού κόστους στην ανταγωνιστικότητα και την παραγωγή της ελληνικής βιομηχανίας, παρά την σθεναρή αντίσταση που επιδεικνύει όπως δείχνουν τα στοιχεία του κύκλου εργασιών και της απασχόλησης στο βιομηχανικό κλάδο.
Μάλιστα η ελληνική βιομηχανία δέχεται μεγαλύτερο πλήγμα που εκτιμάται σε διψήφιο ποσοστό σε σύγκριση με τις βιομηχανίες στην υπόλοιπη Ευρώπη, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την παρουσία της στη διεθνή αγορά.
Σε πρόσφατη παρουσίαση συγκεκριμένου των εταιρειών της βιομηχανίας χάρτου ενδεικτικά αναφέρθηκε πως οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας προς τις επιχειρήσεις αυξήθηκαν σωρευτικά κατά 76% από το α΄ εξάμηνο του 2021 μέχρι και το α΄ εξάμηνο του 2023, ενώ η αύξηση στις τιμές φυσικού αερίου προς επιχειρήσεις ανήλθε σε 112% για την ίδια περίοδο.
Με βάση τα δεδομένα αυτά τονίστηκε η ανάγκη για άμεση λήψη ενισχυτικών μέτρων της βιομηχανίας έναντι της λαίλαπας του ενεργειακού κόστους.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του τμήματος μελετών της Alpha Bank τα βασικά μέταλλα και τα μη μεταλλικά ορυκτά προϊόντα ξεχωρίζουν στην κατάταξη των πιο ενεργοβόρων βιομηχανιών.
Ειδικότερα στο ερώτημα ποιες είναι οι περισσότερο ενεργοβόρες βιομηχανίες στη Ελλάδα, οι οποίες είναι και περισσότερο «ευάλωτες» στο υψηλότερο ενεργειακό κόστος οι αναλυτές παραθέτουν ένα σύνολο 24 κλάδων της μεταποίησης με κριτήριο το πόσο ενεργοβόροι είναι, λαμβάνοντας υπόψη αφενός την αξία των αγορών ενεργειακών προϊόντων του εκάστοτε κλάδου (αριθμητής), για κάθε έτος από το 2016 έως το 2020 (τελευταία διαθέσιμη παρατήρηση) και αφετέρου τον κύκλο εργασιών του κάθε κλάδου (παρονομαστής) για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η διαίρεση των δύο μεγεθών για κάθε έτος και ο υπολογισμός του μέσου όρου της περιόδου 2016-2020 δίνει μία «αίσθηση» του πόσο ενεργοβόρος είναι ο εκάστοτε κλάδος.
Με βάση την κατάταξη των αναλυτών οι πιο ενεργοβόρες βιομηχανίες στην Ελλάδα και οι πιο ευάλωτες στην πίεση του ενεργειακού κόστους (αξία των αγορών ενεργειακών προϊόντων/κύκλος εργασιών) είναι τα βασικά μέταλλα, μη μεταλλικά ορυκτά προϊόντα, κλωστοϋφαντουργικές ύλες, προϊόντα από ξύλο, προϊόντα από ελαστικό και πλαστικές ύλες, παράγωγα πετρελαίου, χαρτοποιία, έπιπλα, εκτυπώσεις και αναπαραγωγή προεγγεγραμμένων μέσων, άλλες μεταποιητικές δραστηριότητες, επισκευή και εγκατάσταση μηχανημάτων και εξοπλισμού, τρόφιμα, είδη δέρματος, μεταλλικά προϊόντα, εξοπλισμός μεταφορών, χημικά προϊόντα, μηχανοκίνητα οχήματα, ποτά, ένδυση, ηλεκτρολογικός εξοπλισμός, Η/Υ, παραγωγή προϊόντων καπνού, φαρμακευτικά προϊόντα, κατασκευή μηχανημάτων.
Αναλυτικά τα βασικά μέταλλα είναι ο πιο ενεργοβόρος κλάδος της μεταποίησης, με τις αγορές ενεργειακών προϊόντων να αντιστοιχούν, κατά μέσο όρο, στο 13,7% του κύκλου εργασιών τους, για την περίοδο 2016-2020, ακολουθεί ο κλάδος των μη μεταλλικών ορυκτών προϊόντων με ποσοστό 12,7%, ενώ τα ποσοστά των υπόλοιπων κλάδων δεν υπερβαίνουν το 6,5%. Προκειμένου να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υπολογίστηκαν τα αντίστοιχα ποσοστά για τη Γερμανία.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι δύο πιο ενεργοβόροι κλάδοι της μεταποίησης στην Ελλάδα είναι και οι πιο ενεργοβόροι στην Γερμανία, τα ποσοστά τους, ωστόσο, είναι πολύ χαμηλότερα. Συγκεκριμένα, τα μη μεταλλικά ορυκτά προϊόντα είναι ο πιο ενεργοβόρος κλάδος της γερμανικής μεταποίησης με τις αγορές ενεργειακών προϊόντων να αντιστοιχούν, κατά μέσο όρο, μόλις στο 5% του κύκλου εργασιών τους, για την περίοδο 2016-2020, ενώ στην Ελλάδα, όπως τονίστηκε παραπάνω, το ποσοστό επιβάρυνσης του ενεργειακού κόστους ανέρχεται στο 13,7% του κύκλου εργασιών τους.
Όπως επεσήμανε η μελέτη οι σημαντικές αποκλίσεις που παρατηρούνται στις τιμές της ενέργειας καταδεικνύουν την ανάγκη ενίσχυσης της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, ιδιαιτέρως κατά τις περιόδους μεγάλης γεωπολιτικής αβεβαιότητας όπως η τρέχουσα. Υπό αυτά τα δεδομένα, η Ελλάδα χρειάζεται μία ρεαλιστική στρατηγική για τη βιομηχανία έτσι ώστε να καινοτομεί, να εξάγει και να δημιουργεί νέες, υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, μεταβαίνοντας σε μια οικονομία μέσης και υψηλής εντάσεως τεχνολογίας, τονίζουν σε σχετική αναφορά οι αναλυτές. Τα στοιχεία είναι ενθαρρυντικά, σε σύγκριση με μια δεκαετία πριν, αλλά παραμένουν τα αγκάθια, με σημαντικότερο από όλα το ενεργειακό κόστος.
ΑΠΑ-Επενδύσεις
Από την άλλη πλευρά στα ενθαρρυντικά στοιχεία περιλαμβάνεται η συμβολή της βιομηχανίας στο ΑΠΑ. Στο Α’ εξάμηνο 22024 η ΑΠΑ της βιομηχανίας αυξήθηκε κατά 7,5% σε ετήσια βάση, συνεισφέροντας 1,1 ποσοστιαία μονάδα (π.μ.) στην άνοδο της συνολικής ΑΠΑ. Συγκεκριμένα, η πραγματική Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ)1 αυξήθηκε κατά 1,4% σε ετήσια βάση, με τη συνεισφορά της βιομηχανίας να υπερβαίνει το 82% της εν λόγω ανόδου. Η ανοδική πορεία της ελληνικής βιομηχανίας πιστοποιείται και από τις επιδόσεις ορισμένων δεικτών οικονομικής συγκυρίας, όπως του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής, του δείκτη κύκλου εργασιών στη βιομηχανία και της απασχόλησης.
Η ανοδική αυτή πορεία είναι αποτέλεσμα αφενός της ενίσχυσης του ρόλου της ελληνικής βιομηχανίας σε διεθνείς αλυσίδες αξίας, με αποτέλεσμα το ποσοστό συμμετοχής των διεθνών εμπορεύσιμων προϊόντων στην ΑΠΑ της να διευρύνεται και αφετέρου της ανάπτυξης στρατηγικών συνεργασιών και προσέλκυσης Ξένων Άμεσων Επενδύσεων. Το μερίδιο, συνεπώς, της βιομηχανίας στη συνολική ΑΠΑ της οικονομίας διαμορφώθηκε στο 16,1% το πρώτο εξάμηνο του 2024, σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο από τον μέσο όρο της περασμένης δεκαετίας (2010- 2019: 14,8%), ωστόσο, εξακολουθεί να υπολείπεται του μέσου όρου της Ευρωζώνης (α’ εξάμηνο 2024: 18,8%).
Όσον αφορά στην προώθηση της καινοτομίας, στην Ελλάδα οι επενδύσεις στη βιομηχανία έχουν καταγράψει σημαντική αύξηση την πενταετία 2018-2022, με αποτέλεσμα το μερίδιό τους επί των συνολικών επενδύσεων να ανέλθει από 14,1% το 2017, σε περίπου 20% το 2022 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat). Αντίστοιχα στη μεταποίηση, το μερίδιο των επενδύσεων στον εν λόγω τομέα επί των συνολικών επενδύσεων ανήλθε από 8% το 2017 σε 10,5% το 2022. Επιπρόσθετα, οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη (R&D) στον τομέα της μεταποίησης, οι οποίες έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη στη διάχυση της καινοτομίας, έχουν αυξηθεί με αποτέλεσμα να αντιστοιχούν στο 34,2% των συνολικών επενδύσεων σε R&D το 2021 έναντι 30% το 2017.