Πάνω οι αφίξεις τουριστών τον Ιούλιο και μάλιστα κατά περισσότερο από 4%. Κάτω όμως τα έσοδα από τον τουρισμό, με αποτέλεσμα στον πρώτο κρίσιμο μήνα της τουριστικής σεζόν λόγω όγκου δραστηριότητας να καταγραφεί επιδείνωση του πλεονάσματος στο ισοζύγιο υπηρεσιών.
Ο κώδων του κινδύνου είχε χτυπήσει ήδη από το πρώτο εξάμηνο, καθώς οι στατιστικές της Τράπεζας της Ελλάδος αποτύπωναν σημαντική μείωση στην κατά κεφαλήν είσπραξη ανά επισκέπτη.
Τον Ιούλιο, αυτό αποτυπώθηκε πλέον και ως μείωση των συνολικών εισπράξεων από τον τουρισμό. Και μπορεί στο 7μηνο τα συνολικά έσοδα να παραμένουν υψηλότερα συγκριτικά με το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου του 2023, ωστόσο υπάρχει βάσιμη ανησυχία ότι αντίστοιχη εικόνα θα καταγραφεί και στα στοιχεία του Αυγούστου αλλά και του Σεπτεμβρίου.
Οι αιτίες της μείωσης των εσόδων από τον τουρισμό, που καταγράφονται μήνα Ιούλιο, στην «καρδιά» του καλοκαιριού, αποδίδονται από παράγοντες της αγοράς στην ακρίβεια, που αναγκάζει τους τουρίστες να μειώνουν τον χρόνο της διαμονής τους, ενώ επιδρά αρνητικά και η εξάπλωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων τύπου Airbnb, οι οποίες μειώνουν το κόστος διαμονής, όπως και οι υπηρεσίες all inclusive.
Το «στοίχημα» είναι πλέον αν θα καταγραφεί τελικώς το νέο ρεκόρ εισπράξεων στον τουρισμό και ποια θα είναι η επίπτωση στο ΑΕΠ από το διευρυμένο σε σχέση με πέρυσι έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Υπενθυμίζεται ότι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έχει στηρίξει αρκετά στις επιδόσεις του τουρισμού για να τονώσει την ανάπτυξη της οικονομίας και να αυξηθεί το ΑΕΠ κατά 2,5%, που είναι ο νέος στόχος (από 2,9% που ήταν αρχικά).
Στην περίπτωση που οι εισπράξεις παραμείνουν στα ίδια με πέρυσι επίπεδα, θα υπάρξει πίεση σε συνδυασμό και με τις αρρυθμίες που καταγράφονται στις εξαγωγές εμπορευματικών αγαθών.
Τι έφταιξε για τη μείωση
Τέλος του έτος θα κάνει «ταμείο» ο ελληνικός τουρισμός για την τουριστική χρονιά του 2024, που μέχρι στιγμής χαρακτηρίζεται από την αύξηση των διεθνών αεροπορικών αφίξεων σε σχέση με πέρυσι, αλλά και την ταυτόχρονη μείωση του αριθμού των διανυκτερεύσεων στα ξενοδοχειακά καταλύματα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κερδοφορία τους.
Οι άνθρωποι της τουριστικής βιομηχανίας, της βαριάς βιομηχανίας της χώρας, μιλώντας στη «Ν» με αφορμή τα στοιχεία της ΤτΕ, που εμφανίζουν μείωση στα τουριστικά έσοδα τον Ιούλιο, τονίζουν ότι είναι πρόωρη όποια εκτίμηση για την πραγματική αποτύπωση των αφίξεων και των εσόδων φέτος στο ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας, ωστόσο εκτιμούν ότι το μεγάλο στοίχημα εξακολουθεί να είναι η άνοδος των τουριστικών μεγεθών σε σχέση με το 2019.
Η αισιόδοξη έως και πανηγυρική εκκίνηση της φετινής τουριστικής χρονιάς δεν αντικατοπτρίστηκε σε αυξημένες αφίξεις σε σχέση με το 2019, όπως τονίστηκε. Μάλιστα, το «γκάζι» που έχουν πατήσει οι αφίξεις ξένων επισκεπτών στους ελληνικούς προορισμούς αυτή την περίοδο ευελπιστούν να συνεχιστεί έως τις αρχές του Νοεμβρίου, ώστε να ισοφαρίσει, όπως λένε, τη χαλαρή εκκίνηση της τουριστικής σεζόν. Πλέον το μέγεθος των αφίξεων, σημειώνουν, είναι εικονικό για τα ξενοδοχεία.
Οι επαγγελματίες της φιλοξενίας μετράνε μόνο διανυκτερεύσεις, οι οποίες εν κατακλείδι είναι αυτές που έχουν επίδραση στο οικονομικό αποτέλεσμα των επιχειρήσεων. Όπως διαπιστώνουν από την έως τώρα πορεία, πλέον οι Ευρωπαίοι μοιράζουν τις διακοπές τους, επιλέγοντας θέρετρα στον τόπο της διαμονής τους και σε δεύτερο χρόνο αποδράσεις εκτός της πατρίδας τους. Κατά συνέπεια μειώνεται ο χρόνος διακοπών στα τουριστικά θέρετρα των άλλων χωρών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο εβδομάδες απόδρασης έγιναν πλέον 7 ημέρες για την πλειονότητα των Ευρωπαίων. Από την πλευρά τους, οι ξενοδόχοι, με δεδομένο το γεγονός της μείωσης των διανυκτερεύσεων στα ελληνικά ξενοδοχεία, εστιάζουν στην αγορά της βραχυχρόνιας μίσθωσης, η οποία κοστίζει λιγότερο σε σχέση με τα ξενοδοχειακά καταλύματα, που όπως εκτιμούν έχει απορροφήσει τη μεγάλη μερίδα των αχαρτογράφητων αφίξεων.
Ακόμη, τη δαπάνη των ξένων επισκεπτών μειώνουν και οι υπηρεσίες all inclusive. Τέλος, οι επαγγελματίες του κλάδου της φιλοξενίας κάνουν λόγο για μια δύσκολη εξίσωση στο πεδίο της βιωσιμότητάς τους και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς ο ξενοδοχειακός επιχειρηματίας δεν αντέχει τα οικονομικά βάρη που κάθε χρόνο προστίθενται στις επιχειρήσεις του κλάδου.
Ουσιαστικό πρόβλημα για το εξωτερικό ισοζύγιο και γενικότερα για την οικονομία συνιστά η ταχύτερη αύξηση των εισαγωγών συγκριτικά με τις εξαγωγές, παρά το γεγονός ότι οι τιμές των καυσίμων δεν δημιουργούν πλέον το ίδιο πρόβλημα που δημιουργούσαν το 2021 μεσούσης της ενεργειακής κρίσης.
Προβληματίζει η μείωση των εξαγωγών και η αύξηση των εισαγωγών
Και όμως, το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο γίνεται -μήνα με τον μήνα- μεγαλύτερο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ακόμη μια εστία προβληματισμού για το ποιος θα είναι τελικώς ο ρυθμός ανάπτυξης κατά τη φετινή χρονιά. Ο στόχος του 2,5% έχει ήδη απομακρυνθεί και αυτό αναμένεται να πιστοποιηθεί και με την αναθεώρηση των προβλέψεων ακόμη και από το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών.
Σε απόλυτους αριθμούς, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών του Ιουλίου έφτασε στα 8,573 δισ. ευρώ, από 7,279 δισ. ευρώ το 2023. Είναι μια διαφορά περίπου 1,3 δισ. ευρώ, η οποία αντιστοιχεί περίπου στο 0,6% του ΑΕΠ. Αυτή η διαφορά «χτυπάει» κατευθείαν στο ΑΕΠ και ενσωματώνει και τα αυξημένα (μέχρι και τον Ιούλιο) έσοδα από τον τουρισμό. Τα τελευταία διαμορφώθηκαν στα 10,952 δισ. ευρώ στο 7μηνο, από 10,375 δισ. ευρώ πέρυσι.
Αν και τα έσοδα του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου είναι φέτος χαμηλότερα από τα αντίστοιχα περσινά, αυτή η διαφορά θα εξανεμιστεί και οι ελπίδες για νέο ιστορικό ρεκόρ θα περιοριστούν. Στο μέτωπο του εμπορικού ισοζυγίου, το πρόβλημα εντοπίζεται πλέον ξεκάθαρα στις εισαγωγές εξαιρουμένων των καυσίμων. Έφτασαν στα 37,099 δισ. ευρώ, από 35,224 δισ. ευρώ πέρυσι, ξεπερνώντας ακόμη και την επίδοση του 2021. Οι εισαγωγές καυσίμων δεν έχουν δημιουργήσει πρόβλημα φέτος, καθώς κινούνται στα ίδια επίπεδα με πέρυσι (περίπου 12,2 δισ. ευρώ).
Οι εξαγωγές αγαθών εξαιρουμένων των καυσίμων από την άλλη, εμφάνισαν βελτίωση τον Ιούλιο, αλλά σε επίπεδο 7μήνου παραμένουν χαμηλότερα συγκριτικά με το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου 2023 (20,883 δισ. ευρώ από 21,454 δισ. ευρώ πέρυσι). Τον Ιούλιο του 2024, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε κατά 600,4 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2023 και διαμορφώθηκε σε 246,2 εκατ. ευρώ.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών διευρύνθηκε, λόγω της μεγαλύτερης αύξησης των εισαγωγών σε σχέση με την αύξηση των εξαγωγών. Σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 8,3% (5,9% σε σταθερές τιμές), ενώ οι εισαγωγές αγαθών παρουσίασαν αύξηση κατά 8,4% (10,6% σε σταθερές τιμές). Ειδικότερα, σε τρέχουσες τιμές οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα παρουσίασαν αύξηση κατά 7,5% (4,8% σε σταθερές τιμές), ενώ οι εισαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα αυξήθηκαν κατά 13,6% (13,2% σε σταθερές τιμές).
Το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών μειώθηκε λόγω της επιδείνωσης πρωτίστως του ισοζυγίου ταξιδιωτικών υπηρεσιών και δευτερευόντως του ισοζυγίου μεταφορών, ενώ το ισοζύγιο λοιπών υπηρεσιών βελτιώθηκε. Σε σχέση με τον Ιούλιο του 2023, οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών αυξήθηκαν κατά 4,1%, ενώ οι σχετικές εισπράξεις μειώθηκαν κατά 4,2%.
Το ισοζύγιο του 7μήνου
Την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2024, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε κατά 1,3 δισ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023 και διαμορφώθηκε σε 8,6 δισ. ευρώ. Το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών αυξήθηκε λόγω της ταυτόχρονης μείωσης των εξαγωγών και της αύξησης των εισαγωγών. Σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 1,3% (4,3% σε σταθερές τιμές) και οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 4,1% (4,8% σε σταθερές τιμές). Το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών διευρύνθηκε, λόγω της βελτίωσης πρωτίστως του ισοζυγίου ταξιδιωτικών υπηρεσιών και δευτερευόντως των ισοζυγίων μεταφορών και λοιπών υπηρεσιών. Σε σχέση με την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2023, οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών αυξήθηκαν κατά 11,2% και οι σχετικές εισπράξεις κατά 5,6%