Νοικοκυριά και επιχειρήσεις περίμεναν εναγωνίως τις μειώσεις επιτοκίων από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη ως μία «ανάσα» αναγκαία σε ένα οικονομικό περιβάλλον, που ύστερα από μία διετία εκρηκτικού πληθωρισμού, βιώνει τώρα την απειλή της ύφεσης.
Η ΕΚΤ της Κριστίν Λαγκάρντ κινήθηκε πρώτη και η Fed του Τζερόμ Πάουελ ακολούθησε με μία jumbo – μείωση. Πόσο όμως θα χαλαρώσει η πολιτική. Και κυρίως για πόσο; Απάντηση στο ερώτημα αυτό επιχειρεί να δώσει με ανάλυσή της η Capital Economics.
Παρά το γεγονός ότι έχουμε ηχηρές προειδοποιήσεις για τον εφιάλτη της ύφεσης, με πλέον ενδεικτική αυτή της επικεφαλής της ΕΚΤ από την Ουάσινγκτον, για συνθήκες που θυμίζουν τη δεκαετία του 1920, η Capital Economics εκτιμά ότι κύκλος των επιτοκιακών μειώσεων δεν θα έχει μεγάλη διάρκεια, αλλά θα ολοκληρωθεί την επόμενη χρονιά. Και τα επόμενα χρόνια δεν αποκλείεται να δούμε το κόστος δανεισμού να τραβάει και πάλι την ανηφόρα. Η εποχή του άφθονου, φθηνού δανεισμού, των μηδενικών ή και αρνητικών επιτοκίων, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Αυτό που οι κεντρικοί τραπεζίτες “ψάχνουν” είναι το λεγόμενο επιτόκιο ισορροπίας. Τι είναι αυτό; Ένα επίπεδο δανεισμού που θα αποτρέπει από τη μία την άνοδο του πληθωρισμού, αλλά και δεν θα βυθίζει από την άλλη την οικονομία σε ύφεση, ούτε θα αυξάνει την ανεργία. Για την επόμενη δεκαετία το επιτόκιο αυτό στον ανεπτυγμένο κόσμο θα είναι κοντά στο 3% με 4% και όχι στο μηδέν όπως είχαμε συνηθίσει για πάνω από μία δεκαετία μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Γιατί μας απασχολεί πού θα βρίσκονται τα επιτόκια σε 10 χρόνια; Γιατί τα στεγαστικά δάνεια ή τα μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια δεν είναι βραχυπρόθεσμα. Και ο δανειολήπτης πρέπει να έχει μία εικόνα, πού θα μπορούσε να βρεθεί το κυμαινόμενο επιτόκιο και εάν τον συμφέρει να επιλέξει σταθερό.
Πού θα σταθεροποιηθεί το επιτόκιο
Με βάση τα σημερινά δεδομένα η Capital Economics υπολογίζει ότι ο τρέχον κύκλος μείωσης των επιτοκίων θα οδηγήσει στα τέλη του 2025 το βασικό επιτόκιο της Ευρωζώνης στο 2,5%, της Βρετανίας στο 3% και των ΗΠΑ στο 3,25%. Θα ακολουθήσουν κάποια χρόνια σταθερότητας, ενώ τα μακροπρόθεσμα επιτόκια θα αυξηθούν ξανά στα τέλη της δεκαετίας του 2020 και στις αρχές της δεκαετίας του 2030.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές φαίνεται να συμφωνούν, με τις αποδόσεις των 10ετών ομολόγων των ΗΠΑ να σταθεροποιούνται γύρω στο 4% το περασμένο έτος και τις αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων γύρω στο 2,5%.
Οι θεμελιώδεις δυνάμεις που θα ωθήσουν τα επιτόκια υψηλότερα από το 2029 έως και περίπου το 2035, είναι τα ακόλουθα:
- Η δυνητική ανάπτυξη του ΑΕΠ θα ενισχυθεί από την ανάκαμψη της αύξησης της παραγωγικότητας, καθώς οι εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη αποδίδουν καρπούς. Στην πραγματικότητα, η αύξηση της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ έχει ήδη αυξηθεί έντονα, στο 2,9% ετησίως το πρώτο τρίμηνο.
- Η τόνωση από την AI θα αντισταθμίσει εν μέρει τις πιέσεις από τη γήρανση του πληθυσμού στο ΑΕΠ. Ταυτόχρονα με το με ποσοστό των ατόμων άνω των 65 ετών στον πληθυσμό να αυξάνεται ταχύτατα, θα μειωθεί πιθανότατα η συνολική αποταμίευση. Είναι ένας παράγοντας που επίσης ωθεί προς τα επάνω το επιτόκιο ισορροπίας, καθώς περισσότεροι άνθρωποι θα συνταξιοδοτούνται.
- Και ενώ οι επιθυμητές αποταμιεύσεις θα μειωθούν, η επιθυμητή επένδυση θα πρέπει να ενισχυθεί. Τόσο η τεχνητή νοημοσύνη όσο και η πράσινη μετάβαση θα παίξουν ρόλο. Ομολογουμένως, μια άλλη προεδρία Τραμπ στις ΗΠΑ θα επιβράδυνε την πράσινη μετάβαση, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να συνεπάγεται μεγαλύτερα κίνητρα και πιο ευνοϊκό φορολογικό πλαίσιο για άλλους τύπους επενδύσεων.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2030 η Capital Economics υπολογίζει ότι τα πραγματικά επιτόκια στις προηγμένες οικονομίες θα έχουν αυξηθεί λίγο περισσότερο μεταξύ 3% και 4%, με τον πληθωρισμό να διατηρείται κοντά στον στόχο του 2%.