Κλειδώνουν στο τέλος του μήνα οι δημοσιονομικοί στόχοι της χώρας για όλη την περίοδο μέχρι το 2028, ενώ μηδενίζονται τα περιθώρια νέας διαπραγμάτευσης για αναπροσαρμογή των ορίων αύξησης των δημοσίων δαπανών μέχρι και το 2028.
Μέσω του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Διαρθρωτικού Προγράμματος, η Ελλάδα δεσμεύεται ότι θα συγκρατεί τον ρυθμό αύξησης των καθαρών δαπανών της στην περιοχή του 3%, ότι θα αναπτύσσεται με ρυθμό της τάξεως του 1,5% έως 2,2% για τα επόμενα χρόνια, ότι θα τιθασεύσει τον πληθωρισμό στην περιοχή του 2% και ότι θα κατεβάσει την αναλογία του χρέους προς το ΑΕΠ στο 133,4% μέχρι το τέλος του 2028. Η διαπραγμάτευση του οικονομικού επιτελείου με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα περιθώρια αύξησης των καθαρών δαπανών του 2025 είχε δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Πρώτον, το «πράσινο φως» για την αύξηση του ποσοστού μεταβολής των καθαρών δαπανών πάνω από το αρχικά συμφωνηθέν όριο του 3% στηρίχτηκε στις καλύτερες του αναμενομένου δημοσιονομικές επιδόσεις του 2024, τουλάχιστον όπως διαφαίνεται με τα μέχρι τώρα δεδομένα.
Δεύτερον, αυτή η αλλαγή δεν επηρεάζει ανάλογα και τα ποσοστά μεταβολής των καθαρών δημοσίων δαπανών για τα επόμενα χρόνια. Δηλαδή, αν και το 2025 ο κρατικός προϋπολογισμός κλείσει με καλύτερο του αναμενομένου πρωτογενές πλεόνασμα, δεν θα ανοίξει και πάλι η συζήτηση για τα περιθώρια ποσοστιαίας μεταβολής των καθαρών δαπανών. Αυτό, με βάση το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, θα γίνεται ανά τέσσερα χρόνια. Πρακτικά, λοιπόν, από τώρα το οικονομικό επιτελείο γνωρίζει ότι κάθε χρόνο μέχρι και το 2028 θα έχει στη διάθεσή του επιπλέον 3-3,5 δισ. ευρώ ανά έτος για να αυξήσει τις καθαρές δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού. Με αυτό το ποσό θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν οι αγορές των οπλικών συστημάτων που θα παραληφθούν σε αυτή την περίοδο (ήδη ο προϋπολογισμός του 2025 θα φορτωθεί με το ποσό των 850 εκατ. ευρώ εξαιτίας της παραλαβής της πρώτης γαλλικής φρεγάτας), οι αυξήσεις στις συντάξεις, που θα παραμείνουν συνδεδεμένες με τη μεταβολή του ΑΕΠ και του πληθωρισμού, τα επιπλέον λειτουργικά κόστη που προκύπτουν εξαιτίας του πληθωρισμού κ.λπ.
Όπως γίνεται αντιληπτό, τα περιθώρια ελιγμών, τόσο για το 2025 όσο και για τα επόμενα χρόνια, είναι πλέον εξαιρετικά περιορισμένα, καθώς οι στόχοι τίθενται προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεχής αποκλιμάκωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ, που είναι και ο κεντρικός στόχος για όλες τις χώρες που εμφανίζουν αναλογία χρέους προς ΑΕΠ άνω του 90%. Οποιαδήποτε απόκλιση όσον αφορά τη μεταβολή των καθαρών δαπανών θα πρέπει να «διορθώνεται». Έτσι:
- Αν η απόκλιση γίνεται προς τα κάτω (δηλαδή ο ρυθμός μεταβολής των καθαρών δαπανών είναι μικρότερος του στόχου), τότε και μόνο τότε δημιουργείται ένα μαξιλάρι ασφαλείας, με τη διαφορά να μπορεί να μεταφερθεί ως «κάβα» στον επόμενο προϋπολογισμό.
- Αν η απόκλιση γίνεται προς τα πάνω (δηλαδή ο ρυθμός μεταβολής των καθαρών δαπανών είναι μεγαλύτερος του στόχου), τότε θα πρέπει να μπούμε και πάλι στη λογική των «ισοδύναμων μέτρων» (έννοια γνωστή στους πολίτες αυτής της χώρας από την εποχή των μνημονίων).
Δαπάνη η μείωση φόρου
Αξίζει να σημειωθεί ότι πιθανή βελτίωση της εικόνας του προϋπολογισμού από νέα, καλύτερη του αναμενομένου πορεία των φορολογικών εσόδων μέσα στο 2025 ή μέσα στην τετραετία (κάτι που προφανώς θα αποτυπωθεί στον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος) δεν θα δίνει τη δυνατότητα μείωσης των φορολογικών συντελεστών. Και αυτό διότι η μείωση φόρου λογίζεται, με βάση το Σύμφωνο, ως αύξηση καθαρών δαπανών και συνυπολογίζεται στον ετήσιο στόχο.
Με αυτά τα δεδομένα, τα περιθώρια για σοβαρές παρεμβάσεις με δημοσιονομικό κόστος τα επόμενα χρόνια στενεύουν αρκετά. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι αρκετά από τα μέτρα που ανακοινώθηκαν φέτος θα παράγουν και επιπλέον δαπάνη τα επόμενα χρόνια, δεσμεύοντας χώρο.
Για παράδειγμα, για την αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων θα χρειαστούν περίπου 100 εκατ. ευρώ το 2025, 200 εκατ. ευρώ το 2026, επιπλέον 200 εκατ. ευρώ το 2027 κοκ. (κάθε αύξηση 20 ευρώ σε δημόσιους υπαλλήλους οριζόντια, έχει δημοσιονομικό κόστος 100 εκατ. ευρώ, ενώ το 2026 η αύξηση αναμένεται ότι θα φτάσει στα 40 ευρώ).
Επίσης, το κονδύλι για την αύξηση των συνταξιούχων θα γίνεται κάθε χρόνο ολοένα και μεγαλύτερο, καθώς αυξάνεται ο αριθμός των συνταξιούχων λόγω αθρόων συνταξιοδοτήσεων και κλείνουν οι εκκρεμότητες με την προσωπική διαφορά για τους συνταξιούχους που δεν λαμβάνουν αύξηση