Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα έχουν απόλυτη επίγνωση του διττού ρόλου των συλλογικών συμβάσεων τόσο για τον κόσμο της εργασίας, όσο και για το παραγωγικό σύστημα, διαπιστώνει η ειδική θεματική έρευνα κοινής γνώμης που διενήργησε η εταιρεία Alco, για λογαριασμό της ΓΣΕΕ και του Ινστιτούτου Εργασίας.
Πιο συγκεκριμένα:
- Οι ερωτηθέντες εργαζόμενοι, στη συντριπτική τους πλειονότητα (85%), θεωρούν ότι οι συλλογικές συμβάσεις είναι απαραίτητή προϋπόθεση για καλύτερες συνθήκες εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, το 83% αναγνωρίζει την επίδρασή τους στη ρύθμιση του χρόνου εργασίας, το 80% στη διασφάλιση συνθηκών υγείας, το 73% στην αύξηση των αμοιβών και το 71% στην επίλυση διαφορών μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών.
- Ωστόσο, μεταξύ των εργαζομένων που καλύπτονται ήδη από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, το 65% δηλώνει ότι δεν έχει υπάρξει βελτίωση στην εργασία του από τις αρχές το 2023, μέχρι και σήμερα, αποτυπώνοντας με σαφήνεια τα αποτελέσματα της χρόνιας υπονόμευσης του θεσμού.
- Από τους εργαζόμενους που δηλώνουν ότι έχει βελτιωθεί κάποιος εργασιακός όρος με βάση τη σύναψη συλλογικής σύμβασης, το 83% αναφέρουν την αύξηση του μισθού, το 24% την ευνοϊκότερη ρύθμιση του ωραρίου εργασίας και το 14% τη σύναψη πρόσθετου ασφαλιστικού συμβολαίου.
- Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, παρά την πολυετή υποχώρηση των εθνικών ποσοστών κάλυψης εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις που έφεραν την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις του σχετικού ευρωπαϊκού δείκτη, συνεχίζουν να έχουν εμπιστοσύνη στη θεσμική τους λειτουργία και αποτελεσματικότητα: Για το 74% οι συλλογικές συμβάσεις αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την προστασία των εργαζόμενων και την επίτευξη ισότιμων συνθηκών εργασίας, ενώ ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό (76%) θεωρεί ότι εργαζόμενος χωρίς συλλογική σύμβαση εργασίας έχει αρνητική επίπτωση στην εργασιακή εξέλιξη και τα δικαιώματά του.
- Τέλος, οι εργαζόμενοι τάσσονται σε ποσοστό 82% υπέρ της καθολικότητας ισχύος των εργασιακών συμβάσεων για όλους τους εργαζόμενους και της επεκτασιμότητας για όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου. Το συγκεκριμένο εύρημα αξιολογείται ως ιδιαίτερα σημαντικό και ερμηνεύεται ως ένδειξη βαθιάς επίγνωσης των εργαζομένων του ρόλου των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων στην κλαδική συγκρότηση και λειτουργιά του παραγωγικού συστήματος.
Από το σύνολο των απαντήσεων της έρευνας προκύπτει, όπως επισημαίνει η Συνομοσπονδία, η υψηλή εμπιστοσύνη των εργαζομένων στον θεσμικό ρόλο των συλλογικών συμβάσεων, αλλά και η έκφραση της απόλυτης πεποίθησης ότι αυτές αποτελούν τόσο το κατεξοχήν εργαλείο διασφάλισης ποιοτικών εργασιακών όρων και συνθηκών, όσο και προνομιακό θεσμικό μέσο προώθησης μιας δίκαιης παραγωγικής ανάπτυξης.
Η έρευνα διεξήχθη και ανακοινώνεται σε μια συγκυρία όπου, κατά τη ΓΣΕΕ, «διαπιστώνεται καθολικά η ανάγκη για την αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μισθών των εργαζομένων καθώς και την θεμελιακή ανάγκη της προστασίας της εργασίας.
Η ποιοτική και δίκαια αμειβόμενη εργασία είναι θεμελιακή παράμετρος και αναγκαία προϋπόθεση κάθε προσπάθειας αναβάθμισης του παραγωγικού συστήματος και όχι απλή γραμμή κόστους στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων. Οι συλλογικές συμβάσεις αποτελούν το ισχυρότερο θεσμικό εργαλείο προστασίας των αμοιβών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, αλλά, παράλληλα, και της παραγωγικής συγκρότησης κρίσιμων κλάδων της οικονομίας».
Οι διεκδικήσεις των συνδικάτων
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, τα συνδικάτα προτείνουν και απαιτούν:
- την επαναφορά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) και του προσδιορισμού του κατώτατου μισθού από τις τριτοβάθμιες οργανώσεις των εργαζομένων και των εργοδοτών
- την αποκατάσταση όλων των προτεραιοτήτων του συλλογικού εργατικού δικαίου με έμφαση στην επέκταση και καθολική ισχύ των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, τη συρροή, τη μετενέργεια κ.λπ.
- την αύξηση μισθών, πέραν του κατώτατου μισθού
- τον αυστηρό έλεγχο και διαφάνεια του τρόπου διαμόρφωσης των τιμών και των περιθωρίων κέρδους σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα
- την πάταξη της κερδοσκοπίας σε όλες τις επιχειρήσεις βασικών κλάδων παραγωγής και εμπορίας βασικών αγαθών διατροφής και την έκτακτη φορολογία επί των κερδών σε αλυσίδες σουπερμάρκετ, επιχειρήσεις ενέργειας και μεταφορών, τράπεζες.