Skip to main content

Κάτω και από τη Βουλγαρία: Πώς οι εργαζόμενοι της Ελλάδας έγιναν οι πιο φτωχοί της Ευρώπης

Αποκαλυπτική ανάλυση του ΚΕΠΕ

Όταν το ΑΕΠ ανεβαίνει και η ανεργία μειώνεται, γιατί η αγοραστική δύναμη είναι σε καθίζηση; Αυτό είναι ουσιαστικά το μεγάλο ερώτημα και αγκάθι της ελληνικής οικονομίας. Μίας οικονομίας που πιάνει πρωτιές στην Ευρωζώνη, την ώρα που οι εργαζόμενοί της αποκλίνουν αισθητά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Είναι ένα πρόβλημα που έχει αναδειχθεί επανειλημμένα τον τελευταίο χρόνο μέσα και από τα στοιχεία της Eurostat, τα οποία αποκάλυπταν ότι η Ελλάδα στην αγοραστική δύναμη έχασε το ευρωπαϊκό τρένο, μένοντας πίσω από τα κράτη του πρώην Ανατολικού μπλοκ, όπως η Σλοβακία, η Τσεχία, η Πολωνία ή ακόμη και η Ρουμανία. Μόνη…«παρηγοριά» η Βουλγαρία, που παρέμενε ένα σκαλοπάτι κάτω από εμάς.

Ευρώπη: Πώς το ανατολικό μπλοκ άφησε πίσω σε βιοτικό επίπεδο Ελλάδα και Νότο

Ωστόσο στο τελευταίο τεύχος των Οικονομικών Αναλύσεων του ΚΕΠΕ, ανάλυση που υπογράφει ο Βλάσης Μισσός, παρουσιάζει στοιχεία που δείχνουν ότι στην Ένωση των 27 κρατών – μελών, η Ελλάδα κατέχει πλέον την τελευταία θέση του μέσου μισθού ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας, υπολογισμένης σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης. Οι Έλληνες εργαζόμενοι είναι πιο φτωχοί και από τους Βούλγαρους.

Θα έπρεπε να «τρέχουμε» για χρόνια, για να κλείσει η ψαλίδα

Οι χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, της Βαλτικής, ήταν κάποτε τα πιο φτωχά, με διαφορά, κράτη – μέλη. Σήμερα βλέπουμε την πλάτη τους σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ εκφρασμένο σε όρους αγοραστικής δύναμης. Πώς είναι αυτό δυνατόν όταν η ελληνική ανάπτυξη καλπάζει; Η «Ελλάδα πρωταθλήτρια ανάπτυξης» στην Ευρωζώνη, έχουμε διαβάσει επανειλημμένα στον ξένο οικονομικό Τύπο (Economist, FT). Αλλά αυτό ήταν μία όψη του νομίσματος.

Μία εξήγηση μας είχε δώσει πριν από κάποιους μήνες ο Fitch. Σε συνέντευξή του στη Ναυτεμπορική τον περασμένο Απρίλιο ο Federico Barriga Salazar, Senior Director, Global Sovereigns & Supranationals του οίκου Fitch εξηγούσε πως η Ελλάδα θα έπρεπε να αναπτύσσεται με υπερδιπλάσιους ρυθμούς ανάπτυξης (όπως συμβαίνει σήμερα) από την υπόλοιπη Ευρωζώνη για πολλά χρόνια για να «πιάσει» τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο κατά κεφαλήν εισόδημα.

Η υπεραπόδοση που είδαμε τα δύο προηγούμενα χρόνια και θα δούμε φέτος και το 2025 πολύ απλά δεν αρκούν για να κλείσει η ψαλίδα που άνοιξε σε μία δεκαετία επώδυνης κρίσης. Μετά το 2025 και ειδικά μετά το 2026, που δεν θα έχουμε πια και το πολύτιμο καύσιμο των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, η δυναμική ανάπτυξης της χώρας υπολογίζεται ότι θα διολισθήσει κοντά στο 1% με 1,5%.

Η αγοραστική δύναμη βασικός δείκτης

Οι δείκτες της αγοραστικής δύναμης (PPP) χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο αφού θεωρούνται οι πλέον ενδεδειγμένοι για τις συγκρίσεις μεταξύ χωρών αντί των στοιχείων για κατά κεφαλήν ΑΕΠ και μισθούς, που δείχνουν την πορεία του εισοδήματος των νοικοκυριών της ίδιας χώρας από έτος σε έτος. Και τούτο γιατί μπορεί μία χώρα να παρουσιάζει αύξηση μισθών, αλλά πολύ μεγαλύτερη άνοδο στο κόστος ζωής. Αυτό στην τσέπη των εργαζομένων είναι απώλεια.

Σε σύγκλιση από το 1995 έως το 2008

Σύμφωνα με την ανάλυση του ΚΕΠΕ από το 1995 έως και το 2008, η σχετική αγοραστική δύναμη του μέσου καταβεβλημένου ωρομισθίου στην Ελλάδα ήταν πάνω από το 60% του μέσου όρου των χωρών της Ένωσης. Η χώρα μας βρισκόταν μεταξύ 8ης ή 9ης θέσης από το τέλος και με μια ήπια, συγκλίνουσα τάση προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η ασθενής ανοδική τάση άρχισε να ανακόπτεται πριν ακόμη από την κρίση χρέους και την επώδυνη περίοδο των μνημονίων.

Συγκεκριμένα, από την περίοδο 2007-2008 η αγοραστική δύναμη των μισθών ανά ώρα εργασίας παραμένει στάσιμη, ενώ, από το 2009 και ύστερα, η πορεία τους είναι καθοδική. Ιδιαίτερα, το 2020, έτος κατά το οποίο εισέβαλαν στη ζωή μας ο Covid και τα lockdown, η αγοραστική δύναμη του ωρομισθίου στην Ελλάδα συγκλίνει με εκείνο της Βουλγαρίας και, έκτοτε, η απόσταση μεταξύ τους διευρύνεται.

Η Ελλάδα 2η σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο

«Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα πρέπει να εξεταστεί τόσο από την πλευρά των μεταβολών του επιπέδου των σχετικών μισθών, όσο και από τη σκοπιά του επιπέδου των ωρών εργασίας. Αν και το ζήτημα χρήζει επισταμένης έρευνας, η αύξηση των ωρών εργασίας φαίνεται ότι διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στη μείωση του καταβαλλόμενου ωρομισθίου. Από το 2020, οπότε και καταγράφηκε καθίζηση των συνολικών ωρών εργασίας σε όλη την ΕΕ27 λόγω των μέτρων περιορισμού της πανδημίας, έως και το 2023, η μέση αύξηση των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στην ΕΕ27 εκτιμάται σε 3,4%, έναντι 9,25% στην Ελλάδα – δηλαδή, τριπλάσια του μέσου όρου. Είναι ενδεικτικό ότι για το 2023, μεταξύ των χωρών της ΕΕ27, η Ελλάδα εμφανίζει τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο», επισημαίνει ο κ. Μισσός.

Δεν χωράει αμφιβολία, επισημαίνει ο οικονομολόγος, ότι, σε σύγκριση με τις χώρες της ΕΕ27, η Ελλάδα έχει διέλθει μια μακρά περίοδο περικοπών και στασιμότητας των αμοιβών εργασίας. Οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αντιστοιχούν σε χαμηλότερες αποδοχές και σχετικά, περισσότερες ώρες εργασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κατά το 2022, το 23,1% των εργαζομένων (περίπου 1 στους 4) να υπολογίζεται ότι διαβιοί με διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο του κατωφλιού φτώχειας του 2009. «Το φαινόμενο των εργαζόμενων φτωχών οφείλει να αποτελέσει επίκεντρο της αναπτυξιακής ατζέντας της χώρας και να απασχολήσει εντονότερα την κοινή γνώμη. Η αύξηση της απασχόλησης, μέσα από τη δημιουργία καλά αμειβόμενων και ποιοτικών, θέσεων εργασίας, αποτελεί παράγοντα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στη χώρα μας», καταλήγει.

ΚΕΠΕ