Σε τροχιά ανάκαμψης κινείται η ελληνική οικονομία από το 2018 και μετά όταν εξήλθε από μια μακρόχρονη περίοδο εφαρμογής μιας αντιαναπτυξιακής οικονομικής πολιτικής, αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και μη δημοφιλών μεταρρυθμίσεων, η οποία επιβλήθηκε με τα μνημόνια.
Βασική αιτία για την εξέλιξη αυτή ήταν η εγκατάλειψη της αντιαναπτυξιακής πολιτικής των μνημονίων και η υιοθέτηση μέτρων που κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή προς την ενίσχυση των εισοδημάτων των πολιτών.
Έκτοτε διαπιστώνεται σταθερή ποσοτική και ποσοστιαία άνοδος του ΑΕΠ -με εξαίρεση τη «βουτιά» του 2020, λόγω της πανδημίας-, αύξηση της επενδυτικής δαπάνης και υποχώρηση της ανεργίας. Ωστόσο, το ύψος του ΑΕΠ παραμένει χαμηλότερο από αυτό του 2010, έτους εισόδου της χώρας στη μνημονιακή περιπέτεια, όπως επίσης και η επενδυτική δαπάνη, η οποία μεν αυξάνεται, αλλά είναι ακόμη χαμηλότερη σε σύγκριση με το ύψος των επενδύσεων του έτους 2010.
Βελτίωση καταγράφεται στην απασχόληση, καθώς, μετά το ιστορικό υψηλό 27,5% του 2013, υποχωρεί, και το 2023 βρέθηκε στο 11,1%.
Το… double score στο μεταμνημονιακό Χρηματιστήριο: Το μεγάλο ράλι από το 2018 έως σήμερα
Το «ασανσέρ» των οικονομικών δεικτών
Η εξέλιξη του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ), όπως αποτυπώνεται στα διαχρονικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, δείχνει ότι: Στο τέλος του 2009, λίγο πριν από την είσοδο στα μνημόνια, το ΑΕΠ ανερχόταν σε 237,534 δισ. ευρώ, ενώ 9 χρόνια μετά, στο τέλος του 2018, όταν η Ελλάδα εξήλθε από τα μνημόνια, το ΑΕΠ διαμορφώθηκε στα 179,558 δισ. ευρώ.
Οι σωρευτικές απώλειες στο ΑΕΠ την περίοδο των μνημονίων ήταν δηλαδή της τάξεως των 57,976 δισ. ευρώ ή του 24,4%. Στην περίοδο των εννέα αυτών ετών υπεγράφησαν τρία μνημόνια με τους εκπροσώπους των δανειστών της χώρας μας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μέσω των οποίων εξασφαλίσθηκε μεν χαμηλότοκος δανεισμός του Ελληνικού Δημοσίου και αναδιάρθρωση του χρέους του, ταυτόχρονα όμως επιβλήθηκαν και εφαρμόστηκαν δεκάδες επαχθή μέτρα, που προέβλεπαν αυξήσεις σε άμεσους και έμμεσους φόρους και περικοπές μισθών και συντάξεων.
Τα πλέον επαχθή μέτρα που νομοθετήθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή την περίοδο των μνημονίων ήταν οι αλλεπάλληλες αυξήσεις στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα καύσιμα, τα αλκοολούχα ποτά και τα καπνικά προϊόντα, η επιβολή ειδικών φόρων κατανάλωσης στο ηλεκτρικό ρεύμα, το φυσικό αέριο, τον καφέ και το κρασί, οι συνεχείς αυξήσεις στους συντελεστές ΦΠΑ (που είχαν ως συνέπεια οι βασικοί συντελεστές του φόρου να αυξηθούν από το 19% και το 9% στο 24% και στο 13% όπου παραμένουν ακόμη και μέχρι σήμερα), η επιβολή φόρου στην ακίνητη περιουσία αρχικά μέσω των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος και εν συνεχεία με τη μορφή του ΕΝΦΙΑ, η επιβολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και του τέλους επιτηδεύματος, οι μειώσεις στα αφορολόγητα όρια εισοδήματος των μισθωτών και των συνταξιούχων, η κατάργηση του αφορολογήτου ορίου εισοδήματος για τις ατομικές επιχειρήσεις, οι αυξήσεις στους συντελεστές φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων και στα τεκμήρια διαβίωσης, η κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο και όλους τους συνταξιούχους, οι μειώσεις στις αποδοχές των εργαζομένων στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, οι δραστικές περικοπές στις αποζημιώσεις απολύσεων και η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Μέσα σε πέντε μόλις χρόνια μη εφαρμογής μνημονίων, που ακολούθησαν, από το τέλος του 2018 έως το τέλος του 2023, λόγω της άρσης ορισμένων από τα παραπάνω μέτρα, όπως οι υπέρμετρες αυξήσεις φόρων και οι περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις, και εξαιτίας της αντικατάστασής τους με θετικά μέτρα σημαντικών φοροελαφρύνσεων και εισοδηματικών ενισχύσεων (μπαράζ μειώσεων φορολογικών συντελεστών κυρίως στην άμεση φορολογία από το 2019 και μετά, καθώς και νομοθέτηση αυξήσεων στους μισθούς του Δημοσίου), το ΑΕΠ αυξήθηκε σημαντικά κατά 40,745 δισ. ευρώ ή κατά 22,69% και εκτοξεύτηκε στα 220,303 δισ. ευρώ, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος από τις απώλειες που είχε υποστεί την περίοδο των μνημονίων.
Ανάπτυξη με ταχύτατους ρυθμούς
Δηλαδή στα πέντε πρώτα χρόνια μετά την έξοδο από τα μνημόνια, όταν εγκαταλείφθηκε η δημοσιονομική πολιτική των αυξήσεων στη φορολογία και των περικοπών στα εισοδήματα των μισθωτών και των συνταξιούχων και υιοθετήθηκε μια αντίθετης κατεύθυνσης δημοσιονομική πολιτική με μειώσεις φόρων και αυξήσεις μισθών και συντάξεων, η οικονομία άρχισε να συνέρχεται και να αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς ανακτώντας σημαντικό τμήμα των απωλειών εθνικού εισοδήματος που υπέστη.
Κι αυτό συνέβη μάλιστα παρά το γεγονός ότι το 2020 λόγω της πανδημίας του κορονοϊού και των ακραίων περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες σημειώθηκε μια πρόσκαιρη απότομη πτώση του ΑΕΠ κατά 9,3%