Σαφείς ενδείξεις παραγωγής υψηλότερου πρωτογενούς πλεονάσματος από τον ετήσιο στόχο του 2,1% έχει το οικονομικό επιτελείο, με αποτέλεσμα ήδη να εξετάζεται το ενδεχόμενο αναθεώρησης του στόχου στο 2,3%, κάτι που θα κριθεί οριστικά, αφού συλλεχθούν και τα στοιχεία για την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού κατά το κρίσιμο δίμηνο Ιουλίου – Αυγούστου.
Στο α’ εξάμηνο, το πρωτογενές πλεόνασμα σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης έκλεισε σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με πέρυσι, όπως προκύπτει από τα αναλυτικά στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών. Στο διάστημα Ιανουαρίου – Ιουνίου, το ενοποιημένο πλεόνασμα σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης ανήλθε στα 2,321 δισ. ευρώ, ένα ντι 1,397 δισ. ευρώ το αντίστοιχο περυσινό διάστημα.
Πρόσθετο ποσοστό
Δεδομένου ότι, πέρυσι, η χρονιά έκλεισε με πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,9% αυτή η «διαφορά» που υπάρχει ήδη από το α’ εξάμηνο, συνολικού ύψους άνω των 900 εκατ. ευρώ, μπορεί να φέρει το πρόσθετο ποσοστό του 0,4% που προαναφέρθηκε. Τα αναλυτικά στοιχεία για το πρωτογενές πλεόνασμα σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης (δηλαδή αυτό που λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να προκύψει αν εκπληρώνονται ή όχι οι δημοσιονομικοί στόχοι) δείχνουν τα ακόλουθα:
- Σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης, το πρωτογενές πλεόνασμα ανήλθε στο α’ εξάμηνο στα 2,04 δισ. ευρώ, από 1,318 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι, κυρίως χάρη στην πολύ καλύτερη του προβλεπόμενου επίδοση των φορολογικών εσόδων.
- Σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης υπάρχει επιδείνωση (έλλειμμα 89 εκατ. ευρώ φέτος, έναντι πλεονάσματος 96 εκατ. ευρώ πέρυσι).
- Στα ασφαλιστικά ταμεία, επίσης, έχουμε ελαφριά επιδείνωση φέτος σε σχέση με πέρυσι, με το έλλειμμα να διαμορφώνεται στα 811 εκατ. ευρώ, από 765 εκατ. ευρώ πέρυσι. Τη διαφορά κάνουν και φέτος τα έσοδα από τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές. Στο α’ εξάμηνο, έχουν συγκεντρωθεί φορολογικά έσοδα 28,119 δισ. ευρώ σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης, έναντι 26,766 δισ. ευρώ πέρυσι, ενώ οι ασφαλιστικές εισφορές ανήλθαν στα 13,611 δισ. ευρώ, από 12,41 δισ. ευρώ πέρυσι.
Καθοριστικό δίμηνο
Καθοριστικά για τον σχηματισμό καλύτερης εικόνας όσον αφορά την εξέλιξη του πρωτογενούς πλεονάσματος μέχρι το τέλος του χρόνου θα είναι τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού τόσο για τον Ιούλιο όσο και (κυρίως) για τον Αύγουστο. Σε αυτό το δίμηνο, θα καταγραφεί η εισπραξιμότητα του «φουσκωμένου» φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι από τον ΦΠΑ της καλοκαιρινής δραστηριότητας, έτσι ώστε να αποτυπωθεί και το εισπρακτικό αποτέλεσμα από την τουριστική δραστηριότητα του φετινού καλοκαιριού.
Οι ενδείξεις υπεραπόδοσης σε επίπεδο φορολογικών εσόδων και κατά τη διάρκεια αυτού του κρίσιμου διμήνου είναι αρκετές, αλλά μένει να φανεί στην πράξη ποιες θα είναι οι τελικές επιδόσεις. Για παράδειγμα, η τελική εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος έβγαλε χρεωστικό υπόλοιπο της τάξεως των 4,6 δισ. ευρώ, με το ποσό να είναι μεγαλύτερο κατά τουλάχιστον 800 εκατ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι. Η αύξηση είχε προϋπολογιστεί λόγω του νέου συστήματος φορολόγησης των επαγγελματιών, αλλά όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό.
Επίσης, θετικός αναμένεται ο αντίκτυπος και από την πορεία των εσόδων από τον ΦΠΑ και λόγω του αυξημένου αριθμού επισκεπτών κατά την τουριστική περίοδο και λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης των ηλεκτρονικών πληρωμών, που αποφέρει και πρόσθετα έσοδα. Ήδη, στο εξάμηνο, τα έσοδα από τον ΦΠΑ έχουν φτάσει στα 10 δισ. ευρώ και η χρονιά αναμένεται να κλείσει με νέο ιστορικό ρεκόρ. Η υπέρβαση του στόχου σε επίπεδο πρωτογενούς πλεονάσματος αποτυπώνεται θετικά σε επίπεδο χρέους, αλλά δεν οδηγεί πλέον και σε παραγωγή «δημοσιονομικού χώρου» ικανού να αξιοποιηθεί για την έκτακτη οικονομική ενίσχυση κοινωνικών ομάδων.
Αυτό συμβαίνει, διότι, πλέον, το βάρος έχει πέσει στον δείκτη των καθαρών δαπανών. Φέτος, πρέπει η μεταβολή των καθαρών δαπανών να μην είναι μεγαλύτερη του 2,6%. Προς το παρόν, αυτό το ποσοστό έχει συγκρατηθεί κάτω από αυτό το όριο και αυτό είναι μια εξέλιξη που μπορεί να επιτρέψει είτε την παραγωγή «χώρου» διαθέσιμου για τη χρηματοδότηση μέτρων είτε τη δημιουργία ενός «κουμπαρά», προκειμένου να αξιοποιηθεί κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους.
Όσον αφορά το χρέος, το πρόσθετο πρωτογενές πλεόνασμα «ισοσκελίζει» σε μεγάλο βαθμό τις απώλειες που μπορούν να προκύψουν από την ενδεχόμενη μικρότερη ανάπτυξη από αυτή που προβλέπει ο προϋπολογισμός. Ο πήχης της ανάπτυξης έχει μπει στο 2,5%, αλλά οι περισσότεροι οίκοι προβλέπουν ότι το ποσοστό θα συγκρατηθεί στην περιοχή του 2-2,2%. Αυτή η διαφορά «ισοφαρίζεται», καθώς ναι μεν «μικραίνει» ο παρονομαστής, λόγω του μικρότερου ΑΕΠ, αλλά δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μεγαλύτερη συγκράτηση του αριθμητή, δηλαδή του χρέους (ήδη είναι δρομολογημένη η μείωση του χρέους και σε απόλυτο ποσό, ώστε να συγκρατηθεί, στο τέλος του δισ. ευρώ ήταν το πρωτογενές πλεόνασμα σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης το α’ εξάμηνο του έτους χρόνου, στα επίπεδα των 353 δισ. ευρώ).