Ξεκίνησε, πριν από μερικές μέρες, από τον Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) η διαδικασία έκδοσης νέων συντάξεων για δικαιούχους με χρέη προς τον Φορέα, τα οποία δεν υπερβαίνουν τις 30.000 ευρώ για μη μισθωτούς και τις 10.000 ευρώ για αγρότες.
Στην «πρώτη γραμμή» μπήκαν, εδώ και περίπου μία εβδομάδα, οι νέες αιτήσεις συνταξιοδότησης που υποβάλλονται προς τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΕΦΚΑ, ενώ θέμα ημερών είναι να ενταχθούν στη διαδικασία και όσες έχουν ήδη υποβληθεί και βρίσκονται σε αναμονή. Η σχετική διάταξη νόμου, άλλωστε, βρίσκεται σε ισχύ ήδη από τις 20 Δεκεμβρίου του περασμένου έτους, συνεπώς έχουν δημιουργηθεί σχετικές εκκρεμότητες που πρέπει να εξεταστούν στη νέα βάση που ορίζει η νομοθεσία.
Οι εκκρεμείς αιτήσεις
Ανάλογου ελέγχου θα πρέπει να τύχουν και οι όποιες αιτήσεις συνταξιοδότησης είχαν υποβληθεί σε χρόνο προγενέστερο της έναρξης του σχετικού νόμου (ν. 5078/23) και βρίσκονται σε εκκρεμότητα. Μόνο που στην τελευταία περίπτωση οι ασφαλισμένοι – οφειλέτες – εν δυνάμει συνταξιούχοι θα πρέπει να υποβάλουν νέα αίτηση, με την οποία θα ζητούν, ουσιαστικά, την επανεξέταση της περίπτωσής τους.
Οι ωφελούμενοι
Σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις αρμόδιων υπηρεσιακών παραγόντων του ΕΦΚΑ και της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΓΓΚΑ), η νέα διαδικασία, που μπορεί να οδηγήσει στη συνταξιοδότηση μη μισθωτούς με χρέη 20.000 έως 30.000 ευρώ και αγρότες με οφειλές 6.000 έως 10.000 ευρώ αντίστοιχα, ενδέχεται να αξιοποιηθεί από περίπου 40.000 δικαιούχους.
Ο ΕΦΚΑ δεσμεύεται ότι θα κοινοποιήσει σχετικό έγγραφο με το ακριβές ποσό της οφειλής για καθέναν από αυτούς τους οφειλέτες. Τότε, δίνεται χρονικό περιθώριο δύο μηνών στους ενδιαφερόμενους για να επιλέξουν εάν θα ενταχθούν στη διαδικασία ή εάν θα την απορρίψουν.
Υπερβάλλοντα ποσά
Επισημαίνεται ότι ο Φορέας οφείλει να αποστείλει αντίστοιχο έγγραφο και για όλους εκείνους τους οφειλέτες με χρέος μεγαλύτερο των 30.000 ευρώ, εάν είναι μη μισθωτοί, ή των 10.000 ευρώ, εάν είναι αγρότες. Μόνο που, στην τελευταία περίπτωση, το όποιο υπερβάλλον ποσό προκύπτει από τα συγκεκριμένα ανώτατα όρια θα πρέπει να εξοφληθεί εφάπαξ. Το χρονικό περιθώριο των δύο μηνών, όμως, που ορίζεται βάσει σχετικής εγκυκλίου, είναι τελεσίδικο. Εάν, δηλαδή, ο ενδιαφερόμενος οφειλέτης χάσει την προθεσμία που υπάρχει για να δηλώσει την ένταξή του στη διαδικασία, τότε χάνει και το δικαίωμα να κάνει χρήση της νέας ρύθμισης κάποια άλλη στιγμή στο μέλλον.
Τραπεζικοί λογαριασμοί
Ο λόγος που ο Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης έχει επιλέξει τη διαδικασία της ενημέρωσης για κάθε οφειλέτη χωριστά και ταυτόχρονα τη δίμηνη χρονική περίοδο αναμονής, είναι η άρση του τραπεζικού απορρήτου. Βάσει νόμου, ο οφειλέτης που θα επιλέξει να ενταχθεί στη ρύθμιση θα πρέπει να γνωρίζει ότι θα υποστεί άρση του τραπεζικού του απορρήτου, άρα όλα τα προσωπικά του στοιχεία θα αξιοποιηθούν από τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας, καθώς και από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ). Εκεί θα εξεταστεί εάν το χρηματικό υπόλοιπο που έχει αθροιστικά σε όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς στους οποίους εμφανίζεται ως δικαιούχος υπερβαίνει ή όχι το όριο που έχει τεθεί εκ του νόμου. Αυτό είναι 12.000 ευρώ για όσους είναι μη μισθωτοί οφειλέτες και 6.000 ευρώ για τους αγρότες. Εάν οι τραπεζικές καταθέσεις είναι υψηλότερες από αυτό το όριο, ο οφειλέτης χάνει το δικαίωμα να ενταχθεί στη ρύθμιση.
Η εξόφληση των οφειλών
Υπενθυμίζεται ότι όσοι οφειλέτες αποδεχτούν τη ρύθμιση, αποδέχονται ταυτόχρονα την έκδοση της σύνταξής τους, αλλά με παρακράτηση ποσού 60% αυτής. Η παρακράτηση σε αυτό το υψηλό ποσοστό θα διαρκέσει μέχρι το χρέος να περιοριστεί από τα 30.000 στα 20.000 ευρώ, εάν πρόκειται για μη μισθωτούς ασφαλισμένους, και στα 6.000 ευρώ από τα 10.000 ευρώ για ασφαλισμένους αγρότες. Σε κάθε περίπτωση, το ποσό που θα συμψηφίζεται κάθε μήνα με το υπάρχον χρέος δεν πρέπει να είναι μικρότερο από 333,33 ευρώ, εάν πρόκειται για οφειλέτες – μη μισθωτούς, ή μικρότερο από 100 ευρώ, εάν πρόκειται για οφειλέτες – αγρότες. Αφού το χρέος υποχωρήσει στα 20.000 ή στα 6.000 ευρώ αντίστοιχα, η περαιτέρω εξόφλησή του θα πραγματοποιείται σε 60 μηνιαίες δόσεις. Ουσιαστικά, θα συνεχίσει να εφαρμόζεται η ισχύουσα διάταξη.
Διαβάστε ακόμη: