«Καμπανάκι» χτυπά η ΑΑΔΕ στις ελεγκτικές αρχές, για να… ξεσκονίσουν γρήγορα εκκρεμότητες του παρελθόντος και να μη χαθούν χιλιάδες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος, ΦΠΑ, ακινήτων, που μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2024 περνούν στο «απυρόβλητο». Ο ελεγκτικός μηχανισμός, που έχει ήδη κινητοποιηθεί, αναμένεται ότι τον Σεπτέμβριο θα στείλει τους πρώτους… λογαριασμούς σε περίπου 20.000 φορολογούμενους για εκκρεμείς υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος, ΦΠΑ και ακινήτων του 2018.
Οι έλεγχοι, σε πρώτη φάση, επικεντρώνονται σε συνταξιούχους και μισθωτούς με αδήλωτα αναδρομικά ποσά, φορολογούμενους με αποδοχές από το εξωτερικό, ιδιοκτήτες ακινήτων με αδήλωτα εισοδήματα και ελεύθερους επαγγελματίες. Επισημαίνεται ότι προτεραιότητα δίνεται στις ανέλεγκτες φορολογικές υποθέσεις του έτους 2018, οι οποίες και παραγράφονται πρώτες στο τέλος του τρέχοντος έτους, εκτός φυσικά εάν υπάρχουν συμπληρωματικά στοιχεία, που βάσει της νομοθεσίας παρατείνουν την παραγραφή στα 10 έτη, ή άλλα δεδομένα, όπως η υποβολή ή μη φορολογικών δηλώσεων που τροποποιούν τους χρόνους παραγραφής.
5ετής προθεσμία
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι φάκελοι όλων των υποθέσεων έχουν ήδη διαβιβαστεί σε εφορίες και Ελεγκτικά Κέντρα, προκειμένου να γίνουν οι απαιτούμενοι έλεγχοι και στη συνέχεια να φύγουν τα ειδοποιητήρια με τον… λογαριασμό, αφού η όλη διαδικασία πρέπει να «τρέξει» με βάση την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην οποία αναφέρεται ότι το δικαίωμα του Δημοσίου να επιβάλει φόρους και πρόστιμα χάνεται εάν εντός του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος για την παραγραφή δεν κοινοποιήσει στον φορολογούμενο την καταλογιστική πράξη.
Με άλλη απόφαση του ΣτΕ, εντός πάντα της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, μπορεί να εκδοθεί συμπληρωματικό φύλλο ελέγχου ή πράξη διορθωτικού προσδιορισμού εφόσον περιέλθουν σε γνώση της αρμόδιας φορολογικής αρχής μετά την υποβολή της δήλωσης φόρου εισοδήματος συμπληρωματικά στοιχεία που αποκαλύπτουν απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Τέτοια συμπληρωματικά στοιχεία, σύμφωνα με το ΣτΕ, αποτελούν οι κινήσεις και τα υπόλοιπα των τραπεζικών λογαριασμών, ενώ κρίνονται ουσιώδη για τη διενέργεια πρόσθετων ελέγχων από τη φορολογική αρχή μόνο όταν αυτά αποκαλύπτουν απόκρυψη φορολογητέας ύλης, γεγονός φυσικά που συνιστά παραβίαση της φορολογικής νομοθεσίας.
Επισημαίνεται ότι ακόμη και μετά την αρχική υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, η φορολογική αρχή έχει το δικαίωμα να αναθεωρήσει την αξιολόγησή της και να προχωρήσει σε πρόσθετους καταλογισμούς, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τα σχετικά τραπεζικά στοιχεία που έχουν αποκτηθεί μετά την υποβολή της δήλωσης τεκμηριώνουν την έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου ή πράξης διορθωτικού προσδιορισμού.
Γ.Κ.