Skip to main content

Προβληματίζουν τα «δίδυμα κενά» σε επενδύσεις και αποταμιεύσεις

ΙΝΤΙΜΕ/ ΧΑΛΚΙΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ-ΝΑΥΣΙΚΑ

Η χώρα μας υπολείπεται κατά πολύ του μέσου όρου στην Ε.Ε. στο α’ τρίμηνο του έτους

Μετά τα διπλά ελλείμματα… τα «δίδυμα κενά»: Η Ελλάδα αντιμετωπίζει έντονο πρόβλημα όχι μόνο με το «επενδυτικό κενό» αλλά και με το αντίστοιχο αποταμιευτικό, το οποίο μάλιστα διευρύνεται όπως προκύπτει από τα στοιχεία του α’ τριμήνου.

Ως «επενδυτικό κενό» ορίζεται η διαφορά της συμμετοχής των επενδύσεων στη διαμόρφωση του ΑΕΠ που καταγράφεται στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. Και παρά τις προσπάθειες των τελευταίων ετών αλλά και τα κοινοτικά κονδύλια που εισρέουν στη χώρα, το κενό παραμένει μεγάλο, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται μετά βίας στο 14%, όταν η Ευρώπη κινείται λίγο πάνω από το 20%.

Στο «μέτωπο» της αποταμίευσης, το πρόβλημα φαίνεται να λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Όταν στην Ε.Ε. η αποταμίευση των νοικοκυριών μοιάζει να σταθεροποιείται τα τελευταία χρόνια στο 12%-13% του διαθέσιμου εισοδήματος, στην Ελλάδα είναι αρνητική και μάλιστα τα χθεσινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αποτυπώνουν και ένα «βαθύ» αρνητικό ποσοστό τετραπλάσιο κατά το α’ τρίμηνο του 2024 συγκριτικά με το α’ τρίμηνο του 2023.

Τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) υπολογίζουν το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών -δηλαδή την αναλογία της ακαθάριστης αποταμίευσης προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημαστο -8,1% για το διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου 2024. Πρόκειται για ποσοστό τέσσερις φορές μεγαλύτερο συγκριτικά με το -2,2% που είχε καταγράψει η ΕΛΣΤΑΤ στο α’ τρίμηνο του 2023.

Με χαμηλό ρυθμό

Το ακαθάριστο εισόδημα εξακολουθεί να αυξάνεται με πολύ χαμηλότερο ρυθμό συγκριτικά με τις ακαθάριστες δαπάνες και αυτό εντείνει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα, καθώς πρακτικά το διαθέσιμο εισόδημα συμπιέζεται και περιορίζει τα ούτως ή άλλως στενά περιθώρια για αποταμίευση, κάτι που με τη σειρά του «χτυπά» και τις επενδύσεις, σε μια περίοδο που η αύξησή τους αποτελεί μέγα ζητούμενο. Προκύπτει ότι στα «δίδυμα κενά» το ένα επηρεάζει άρδην το άλλο.

Κατά το α’ τρίμηνο του 2024, το διαθέσιμο εισόδημα του τομέα των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ) αυξήθηκε κατά 1,1% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, από 34,74 δισ. ευρώ σε 35,13 δισ. ευρώ.

Τα πρωτογενή εισοδήματα

Στο ακαθάριστο ισοζύγιο πρωτογενών εισοδημάτων καταγράφηκε μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση (4,8%) αλλά τόσο οι τρέχοντες φόροι εισοδήματος όσο και οι κοινωνικές εισφορές ανέβηκαν με πολύ υψηλότερα ποσοστά (6,5% για τους φόρους και 10,2% για τις εισφορές), με αποτέλεσμα να περιοριστεί αισθητά το ποσοστό αύξησης του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος.

Κατά ίδιο διάστημα, η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά αυξήθηκε κατά 6,9% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, από 35,5 δισ. ευρώ σε 38,0 δισ. ευρώ.

Σε απόλυτους αριθμούς δηλαδή είχαν αύξηση 2,5 δισ. ευρώ στις δαπάνες και μόλις 390 εκατ. ευρώ στα εισοδήματα.

Γιατί παρατείνεται και εντείνεται το φαινόμενο της αρνητικής αποταμίευσης; Πρόσφατα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας είχε απαριθμήσει τους βασικούς λόγους οι οποίοι παραμένουν στο «τραπέζι»:

Τη χαμηλή (ή αρνητική) αποταμίευση των νοικοκυριών την είχε αποδώσει κυρίως:

  • στο υψηλό ποσοστό της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, που ευνοεί την κατανάλωση και όχι την αποταμίευση,
  • στο ασφαλιστικό σύστημα, που, με εξαίρεση την πρόσφατη προσπάθεια δημιουργίας ενός κεφαλαιοποιητικού πυλώνα, του ΤΕΚΑ, επί πολλά χρόνια παρέμενε αμιγώς διανεμητικό και με υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης, γεγονός που αποθάρρυνε την ιδιωτική αποταμίευση,
  • στα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, που και αυτά αποθαρρύνουν την ιδιωτική αποταμίευση, και
  • στην έλλειψη κουλτούρας ή και κινήτρων ιδιωτικής ασφάλισης των περιουσιακών στοιχείων των ιδιωτών έναντι φυσικών καταστροφών, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να παρουσιάζει το υψηλότερο αντίστοιχο ασφαλιστικό κενό στην Ευρωζώνη.

Η πορεία των καταθέσεων

Τα στοιχεία που δημοσίευσε χθες η Τράπεζα της Ελλάδος έδειξαν αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα κατά τον μήνα Ιούνιο κατά 3,83 δισ. ευρώ σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.

Ειδικότερα:

  • Αύξηση κατά 3,051 δισ. ευρώ παρουσίασαν, τον Ιούνιο, οι καταθέσεις των επιχειρήσεων, έναντι αύξησης κατά 577 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα.
  • Αύξηση κατά 775 εκατ. ευρώ παρουσίασαν οι καταθέσεις των νοικοκυριών, έναντι μείωσης κατά 274 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα.

Σημειώνεται ότι η αύξηση στις καταθέσεις (ακόμη και των νοικοκυριών) δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται με τη μεταβολή της αποταμίευσης, καθώς είναι εντελώς διαφορετικοί οι λόγοι που μπορεί να επηρεάζουν το υπόλοιπο των τραπεζικών καταθέσεων και εντελώς διαφορετικός ο τρόπος που υπολογίζεται το μέγεθος της αποταμίευσης για το σύνολο των ελληνικών νοικοκυριών.

Η πορεία των δανείων

Προβληματισμός και για την πορεία κυρίως των στεγαστικών δανείων, καθώς το αρνητικό πρόσημο για ακόμη έναν μήνα επηρεάζει και αυτό με τη σειρά του τις επενδύσεις στα ακίνητα, οι οποίες παρά την αύξηση παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα συγκριτικά με τα προ κρίσης επίπεδα.

Τον Ιούνιο του 2024, o ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα επιταχύνθηκε στο 6,1% από 4,8% τον προηγούμενο μήνα.

Η μηνιαία καθαρή ροή της συνολικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα ήταν θετική κατά 3.313 εκατ. ευρώ, έναντι θετικής καθαρής ροής 66 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα.

Η μηνιαία καθαρή ροή της χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις ήταν θετική κατά 3.158 εκατ. ευρώ (έναντι 105 εκατ. ευρώ τον Μάιο) και ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής ανήλθε στο 10,3% από 8,3% τον προηγούμενο μήνα.

Θετική κατά 88 εκατ. ευρώ ήταν η μηνιαία καθαρή ροή της χρηματοδότησης προς τους ιδιώτες, αλλά στα στεγαστικά δάνεια το υπόλοιπο χρηματοδότησης ανήλθε στα 27,429 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 43 εκατ. ευρώ, με τη 12μηνη μεταβολή να διαμορφώνεται στο -2,9%