Το δυσανάλογα υψηλό κόστος που αναγκάζονται να πληρώσουν οι Έλληνες για βασικά αγαθά όπως το ρεύμα μας απασχολεί όλους έντονα.
Ένα ζήτημα κατά βάση πολιτικό, που οφείλεται στην απουσία ουσιαστικού ελέγχου για την αποφυγή υπερκερδών σε παραγωγούς και προμηθευτές ενέργειας και ενεργειακού σχεδιασμού που δεν στοχεύει στη συγκράτηση τιμών και την προστασία των καταναλωτών.
1. Πώς διαμορφώνεται η τιμή του ρεύματος που πληρώνουν οι καταναλωτές;
Οι προμηθευτές αγοράζουν ενέργεια, κυρίως, από το χρηματιστήριο ενέργειας (χονδρεμπορική αγορά) και την μεταπωλούν στους τελικούς καταναλωτές. Όταν αγοράζουν ακριβά από τους παραγωγούς και όταν δεν εφαρμόζουν- ή δεν έχουν κίνητρο να εφαρμόσουν- μέτρα που να τους προστατεύουν από τις αυξήσεις του κόστους της χονδρεμπορικής (πολιτικές αντιστάθμισης κινδύνου- hedging), τότε φυσικά την μεταπωλούν ακριβότερα ώστε να μην χάσουν το κέρδος τους.
2. Ποιοι παράγουν ενέργεια;
Σύμφωνα με τον ΑΔΜΗΕ, οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας μας φέτος καλύφθηκαν σε ποσοστό 51,6% από μονάδες ΑΠΕ (κυρίως αιολικά και φωτοβολταϊκά), 34,3% από μονάδες φυσικού αερίου, 6,7% από λιγνιτικές μονάδες, 7,3% από υδροηλεκτρικά και 0,04% από λοιπές πηγές (εισαγωγές, λοιπά καύσιμα).
Συγκεκριμένα, η παραγωγή από ΑΠΕ προέρχεται από πλήθος παραγωγών, μικρότερων και μεγαλύτερων, όπως τα μικρής ισχύος φωτοβολταϊκά ιδιωτών, για παράδειγμα τα οικιακά φωτοβολταϊκά (21,7%), έως και μεγάλα έργα που συνδέονται στο Σύστημα μεταφοράς ενέργειας του ΑΔΜΗΕ (29,8%). Οι λιγνιτικές μονάδες καθώς και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά είναι ιδιοκτησίας ΔΕΗ (14% της παραγωγής). Οι μονάδες Φυσικού Αερίου (34,3%) ανήκουν στη ΔΕΗ και σε τέσσερις ακόμη παραγωγούς. Συνεπώς, το 48.3% των ενεργειακών αναγκών καλύπτεται από μονάδες παραγωγής ενέργειας που ανήκουν σε πέντε- συμπεριλαμβανομένης της ΔΕΗ- γνωστούς επιχειρηματικούς ομίλους οι οποίοι διαμορφώνουν τελικά την μεσοσταθμική τιμή πώλησης του ρεύματος στην χονδρεμπορική αγορά.
3. Τι συμβαίνει στην χονδρεμπορική αγορά;
Τον τελευταίο μήνα (πηγή: ΡΑΕΥ) τα μεσάνυχτα οι τιμές ξεκινούν στις €171,35/MWh και πέφτουν στα χαμηλότερα επίπεδα (€57,6/MWh) στις 12.00μμ λόγω των ΑΠΕ. Από τις 18.00μμ οι τιμές ανεβαίνουν πάλι στα €116,55/MWh (τα Φ/Β σταματούν να παράγουν) και κορυφώνονται στις 21:00μμ, στα €332,80/MWh – €850/MWh στις 22/7 – όταν τις ανάγκες καλύπτουν κυρίως οι μονάδες Φυσικού Αερίου και Λιγνίτη. Σε αυτό το ράλι τιμών – πρώτοι πανευρωπαϊκά σε κόστος ενέργειας στις 20/7 – πρωτοστατεί κι η ΔΕΗ.
4. Πώς μπορούν να μειωθούν οι χονδρεμπορικές τιμές του χρηματιστηρίου;
Με την εφαρμογή μηχανισμών αντιτράστ από ανεξάρτητες αρχές (ΡΑΕΥ, επιτροπές ανταγωνισμού) που θα διασφαλίζουν ότι δεν δημιουργούνται υπερκέρδη στους παραγωγούς- ιδίως εκεί που αντικειμενικά υπάρχει ολιγοπώλιο. Επίσης με την άμεση αναδιαμόρφωση της ενεργειακής πολιτικής ώστε να στηριζόμαστε περισσότερο στις φθηνότερες μονάδες παραγωγής ρεύματος (πχ. ΑΠΕ με αποθήκευση ενέργειας).
5. Γιατί αυξάνονται κάθε μήνα οι τιμές των προμηθευτών στη λιανική;
Διότι αγοράζουν ακριβά από την χονδρεμπορική αγορά και δεν έχουν κίνητρο να συγκρατούν τις τιμές τους. Οι ίδιοι όμιλοι που παράγουν το μεγαλύτερο ποσοστό της ενέργειας, είναι κι αυτοί που την πωλούν στους τελικούς καταναλωτές! Η απουσία πραγματικού ανταγωνισμού αφαιρεί κάθε κίνητρο στο να λάβουν μέτρα μείωσης του κόστους τους (λογική καρτέλ). Έτσι οι τιμές ανεβαίνουν διαρκώς και βαθαίνει η ενεργειακή φτώχεια.
6. Πώς θα μπορούσαν τα τιμολόγια λιανικής να ήταν φθηνότερα;
Αν η λιανική αγορά προμήθειας λειτουργούσε χωρίς στρεβλώσεις, οι πάροχοι θα αναλάμβαναν ως όφειλαν το μεγαλύτερο μέρος του κινδύνου της αύξησης του κόστους τους (ήτοι του κόστους της ενέργειας που αγοράζουν από τους παραγωγούς).
Όπως συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη, οι πάροχοι εξασφαλίζουν ανταγωνιστικές, σταθερές και προβλέψιμες τιμές μέσω μακροπρόθεσμων συμβολαίων με τους παραγωγούς (Συμβόλαια Αγοραπωλησίας- PPA) και παράλληλα συνάπτουν συμβόλαια αντιστάθμισης κινδύνου (hedging), παραμένοντας ανταγωνιστικοί και προσφέροντας σταθερά τιμολόγια στους καταναλωτές για πολυ περισσότερο από 6 μήνες, χωρίς ρήτρες αναπροσαρμογής. Και φυσικά το κράτος δεν θα έπρεπε να τους επιτρέπει υπερκέρδος αφού πωλούν ένα κοινωνικό αγαθό όπως το ρεύμα.
Η ΔΕΗ, για παράδειγμα, ως πάροχος που ελέγχει περίπου το 50% της αγοράς, παραμένοντας κρατική επιχείρηση (34% κρατικός έλεγχος) θα μπορούσε να κρατά χαμηλά τις τιμές και να αναγκάζει τους υπόλοιπους να ακολουθούν.
Οι δε ρυθμιζόμενες χρεώσεις θα μπορούσαν να μειωθούν με μεγαλύτερο έλεγχο στα κόστη ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ, και διασύνδεση των νησιών για την απαλοιφή χρέωσης ΥΚΩ. Εν κατακλείδι, το πρόβλημα του αυξημένου ενεργειακού κόστους δεν θα λυθεί με κυβερνητικά πυροτεχνήματα, επιδοτήσεις που επιστρέφουν στο ταμείο του ολιγοπωλίου στερώντας πολύτιμους πόρους από άλλες αναγκαίες επενδύσεις (Παιδεία, Υγεία, κ.α.), ή με προεκλογικές εκπτώσεις για εξαγορά ψήφων.
Απαιτείται ισχυρή πολιτική βούληση για την εφαρμογή πολιτοκεντρικών λύσεων και μιας νέας ορθολογικής ενεργειακής στρατηγικής που δεν θα εξυπηρετεί επιχειρηματικά συμφέροντα.