Στον τομέα της παροχής υπηρεσιών εντοπίζει η Τράπεζα της Ελλάδος το επόμενο μεγάλο «μέτωπο» στον… πόλεμο κατά του πληθωρισμού, εκτιμώντας ότι οι υπηρεσίες είναι αυτές που κρατούν ψηλά τον ρυθμό μεταβολής του «δομικού πληθωρισμού».
Δημοσιεύοντας χθες το «παρατηρητήριο του πληθωρισμού» για Ελλάδα και Ευρωζώνη, η ΤτΕ βλέπει ότι η φετινή χρονιά θα κλείσει με τον εναρμονισμένο δείκτη να διαμορφώνεται στο 3% έναντι 2,5% στην Ευρωζώνη, ενώ τοποθετεί την επόμενη μείωση επιτοκίων και από την ΕΚΤ και από τη Fed τον Σεπτέμβριο.
Τον Ιούνιο, η ΤτΕ κατέγραψε αρνητικό πληθωρισμό 1,7% στα επεξεργασμένα τρόφιμα στην Ελλάδα, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της πληθωριστικής κρίσης. Έτσι, τα τρόφιμα γίνονται η δεύτερη «εστία» με αρνητικό πληθωρισμό μετά την ενέργεια, η οποία και τον Ιούνιο κινήθηκε πτωτικά με ποσοστό 2,4%.
Ωστόσο, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, από τον Ιούλιο, καταγράφουν ισχυρές ανατιμήσεις.
Τα νούμερα δείχνουν ότι αυτή τη στιγμή οι υπηρεσίες αποτελούν το μεγάλο πρόβλημα, καθώς τον Ιούνιο καταγράφηκε πολύ μεγάλη αύξηση (4,4%), που συνιστά και το υψηλότερο ποσοστό εν μέσω πληθωριστικής κρίσης.
Οι υπηρεσίες είναι αυτές που κρατούν ψηλά και τον δομικό πληθωρισμό, ο οποίος ανέβηκε με ρυθμό 3,4%, υψηλότερο συγκριτικά με αυτόν της Ευρωζώνης (2,9%).
Παρακολουθώντας το «μέτωπο της ενέργειας» (όπου καταγράφηκε μείωση 2,4% τον Ιούνιο), η ΤτΕ καταγράφει τη σημαντική μείωση τιμών στο ηλεκτρικό ρεύμα σ σχέση με πέρυσι (-12,2%), αλλά και την αύξηση τόσο στο φυσικό αέριο (13,1%) όσο και στα καύσιμα κίνησης (6,3%). Αυτό που έχει πλέον ενδιαφέρον είναι αν μετά τις αυξήσεις στο ρεύμα του Ιουλίου αλλά και τις διαφαινόμενες του Αυγούστου ο τομέας της ενέργειας θα εξακολουθήσει να αποτελεί έναν μηχανισμό «συγκράτησης» για τον γενικό πληθωρισμό.
Οι αναλυτές της Τράπεζας της Ελλάδος προβλέπουν ότι ο πληθωρισμός θα μείνει πάνω από το όριο του 2% ακόμη και μέχρι το τέλος του 2026, ενώ δεν πιστεύουν το ίδιο για την Ευρωζώνη.
Έτσι, για το 2024 εκτιμούν ότι η χρονιά θα κλείσει με πληθωρισμό 3% στην Ελλάδα και 2,5% στην Ευρωζώνη, το 2025 θα υπάρξει αποκλιμάκωση στο 2,2% στην Ελλάδα και 2,3% στην Ευρωζώνη, ενώ για το 2026 θα πέσει ο πληθωρισμός στο 1,9% στην Ευρωζώνη και θα διαμορφωθεί στο 2,2% στην Ελλάδα.
Ακόμη μεγαλύτερη θα είναι η διαφορά στον λεγόμενο «δομικό πληθωρισμό» (τα πάντα πλην ενέργειας και φαγητού), καθώς για φέτος εκτιμάται ότι θα κλείσει στο 2,8% στην Ευρωζώνη και στο 3,3% στην Ελλάδα, για του χρόνου στο 2,2% στην Ευρωζώνη και στο 2,4% στην Ελλάδα, ενώ για το 2026 εκτιμάται 2% στην Ευρωζώνη και 2,4% στην Ελλάδα.
«Ο πληθωρισμός των υπηρεσιών στην Ελλάδα αναμένεται να είναι η πιο επίμονη συνιστώσα, αντανακλώντας κυρίως τις αναμενόμενες αυξήσεις στους μισθούς» σημειώνεται χαρακτηριστικά, ενώ προστίθεται ότι «το χαμηλότερο περιθώριο κέρδους αναμένεται να απορροφήσει μέρος της επίδρασης της υψηλής αύξησης των μισθών στον πληθωρισμό».
Προβλέψεις για επιτόκια
Στο «παρατηρητήριο πληθωρισμού» η ΤτΕ «στοιχηματίζει» ότι στη συνεδρίαση του Ιουλίου της ΕΚΤ δεν θα υπάρξει μείωση επιτοκίων (σ.σ.: δίνονται πιθανότητες 95% της συγκεκριμένης πρόβλεψης), ενώ από την άλλη εκτιμάται ότι το επόμενο βήμα στην κατεύθυνση της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής θα γίνει τον Σεπτέμβριο, με τις πιθανότητες της δεύτερης μείωσης του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ να τοποθετούνται στο 79%.
Πιθανότητα 69% δίδεται στο ότι θα υπάρξει και μια 3η μείωση μέχρι το τέλος του χρόνου, με την ΤτΕ να ποντάρει στο ότι η αλλαγή του χρόνου θα μας βρει με το βασικό επιτόκιο στο 3,25% από 4% που είναι σήμερα.
Όσον αφορά τις ΗΠΑ, η πρόβλεψη είναι η εξής: η Fed αναμένεται να διατηρήσει το επιτόκιο στο σημερινό εύρος τιμών (5,25%-5,5%) έως τον Σεπτέμβριο του 2024 και στη συνεδρίαση του συγκεκριμένου μήνα δίνονται πιθανότητες 93% για την πρώτη μείωση.
Μέχρι το τέλος του έτους η Fed αναμένεται να προχωρήσει σε δεύτερη μείωση του επιτοκίου κατά 25 μονάδες βάσης, κάτι που αναμένεται να συμβεί είτε τον Νοέμβριο είτε τον Δεκέμβριο.
«Φρέναρε» η αύξηση τιμών στην αγροτική παραγωγή
Με σημαντικά επιβραδυμένο ρυθμό και σε μονοψήφιο ποσοστό κινήθηκε η αύξηση στις τιμές παραγωγού αγροτικών προϊόντων τον Μάιο, ενώ το κόστος παραγωγής διατήρησε την καθοδική πορεία που καταγράφει από την αρχή του έτους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον δείκτη εκροών στη γεωργία και κτηνοτροφία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, τον φετινό Μάιο καταγράφηκε αύξηση 6,3% σε ετήσια βάση, έναντι 15,7% που καταγράφηκε τον Απρίλιο και 18,2% τον Μάρτιο.
Η αύξηση αποδίδεται κυρίως στις τιμές παραγωγού ελαιόλαδου, όπου τον Μάιο ενισχύθηκαν κατά 63,1%, ενώ για πρώτη φορά φέτος τόσο τα λαχανικά όσο και τα φρούτα καταγράφουν αρνητικό πρόσημο στις τιμές παραγωγού, οι οποίες σε ετήσια βάση εμφανίζουν υποχώρηση 2%.
Στο εξεταζόμενο διάστημα ο δείκτης τιμών στη φυτική παραγωγή εμφανίζει αύξηση 8,8% και κατά 0,5% ενισχύθηκε ο δείκτης τιμών της ζωικής παραγωγής, με τις τιμές παραγωγού στο κρέας να καταγράφουν αύξηση κατά 2,6% έναντι του περσινού Μαΐου, επίδοση κατάτι χαμηλότερη από τον Απρίλιο όταν οι τιμές παραγωγού στο κρέας εμφάνισαν ετήσια αύξηση 3%.
Σε ό,τι αφορά το κόστος παραγωγής, διατηρεί καθοδική πορεία εμφανίζοντας μείωση 1,2% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Μαΐου 2023, έναντι αύξησης 2,1% που σημειώθηκε κατά τη σύγκριση Μαΐου 2023 με τον ίδιο μήνα το 2022.
Η μείωση στο κόστος παραγωγής αποδίδεται από την ΕΛΣΤΑΤ στην πτώση κατά 2,4% του δείκτη τιμών των αναλώσιμων μέσων και κυρίως στη μεταβολή της ομάδας ζωοτροφές, όπου καταγράφηκε πτώση 4,6% και στα λιπάσματα κατά 14%.