Skip to main content

«Μπλόκο» στις απάτες τύπου «καρουζέλ»

Ηλεκτρονικό δίχτυ στις δαιδαλώδεις απάτες ΦΠΑ μέσω εμβασμάτων - Πληροφορίες προς την ΑΑΔΕ αποθηκεύονται στο CESOP και αναλαμβάνει το EUROFISC

Μπλόκο στις απάτες που διαπράττονται με σκοπό την αποφυγή πληρωμής αλλά και την παράνομη είσπραξη επιστροφών ΦΠΑ έχει στήσει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), ενεργοποιώντας τις διατάξεις του άρθρου 5 του φορολογικού νόμου 5073/2023.

Αυτό προβλέπεται για την επεξεργασία και τη διασταύρωση πληροφοριών σχετικά με τις διασυνοριακές πληρωμές χρηματικών ποσών από χώρες εντός Ε.Ε. προς Έλληνες δικαιούχους εντός και εκτός Ε.Ε. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, οι κάθε μορφής πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών (τράπεζες, ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, γραφεία ταχυδρομικών επιταγών, ιδρύματα πληρωμών κ.λπ.) που εδρεύουν ή δραστηριοποιούνται εντός Ελλάδος ή σε οποιανδήποτε άλλη χώρα υποχρεούνται να αποστέλλουν στην ΑΑΔΕ, έως το τέλος κάθε μήνα που έπεται ενός ημερολογιακού τριμήνου, αρχεία με πληροφορίες για διασυνοριακές πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ευρισκόμενα σε κράτη-μέλη της Ε.Ε. προς Έλληνες φορολογούμενους – δικαιούχους αυτών των διασυνοριακών πληρωμών (beneficiary / payee).

Ειδικότερα, όσον αφορά τη χώρα μας, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών που εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε άλλες χώρες και παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών στην Ε.Ε. οφείλουν να παρακολουθούν τους δικαιούχους των διασυνοριακών πληρωμών οι οποίες ξε κινούν από χώρες-μέλη της Ε.Ε. και να αποστέλλουν κάθε τρίμηνο στην ΑΑΔΕ πληροφορίες για τους Έλληνες φορολογούμενους που έλαβαν ως δικαιούχοι-αποδέκτες περισσότερες από 25 τέτοιες πληρωμές. Οι πληροφορίες αυτές, αφού υποβληθούν στην ΑΑΔΕ, αποστέλλονται και συγκεντρώνονται κεντρικά σε μία ευρωπαϊκή βάση δεδομένων, το Κεντρικό Ηλεκτρονικό Σύστημα πληροφοριών για τις Πληρωμές (Central Electronic System of Payments information – “CESOP”), όπου αποθηκεύονται, συγχωνεύονται και διασταυρώνται με δεδομένα από άλλες ευρωπαϊκές βάσεις δεδομένων. Όλες οι πληροφορίες που αποθηκεύονται στο CESOP και αφορούν Έλληνες φορολογούμενους, αφού υποστούν επεξεργασία και διασταυρωθούν σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, τίθενται στη συνέχεια στη διάθεση των εμπειρογνωμόνων της ΑΑΔΕ που ασχολούνται με την καταπολέμηση της απάτης στον ΦΠΑ, μέσω ενός δικτύου που ονομάζεται EUROFISC.

Αρμόδιοι και διαδικασία

Ήδη, από τις 26 Μαρτίου 2024 εκ δόθηκε και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η υπ’ αριθμόν Α1024/2024 απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ, Γεωργίου Πιτσιλή, με την οποία καθορίζονται οι τεχνικές και κάθε άλλου είδους λεπτομέρειες εφαρμογής της παραπάνω διαδικασίας. Με την απόφαση αυτή ορίστηκε μεταξύ άλλων ότι:

  1. Αρμόδιες υπηρεσίες για τη διαχείριση των πληροφοριών του κεντρικού συστήματος της Ε.Ε. (CESOP) είναι η Διεύθυνση Επιχειρησιακού Σχεδιασμού Ελέγχων (ΔΙΕΣΕΛ) και η Διεύθυνση Προγραμματισμού και Αξιολόγησης Ελέγχων και Ερευνών (ΔΙΠΑΕΕ).
  2. Αρμόδια υπηρεσία για την εισήγηση περί του ορισμού των υπαλλήλων συνδέσμων στο Eurofisc και τη διαχείριση των χρηστών με δικαίωμα πρόσβασης στο CESOP είναι η Διεύθυνση Επιχειρησιακού Σχεδιασμού Ελέγχων (ΔΙΕΣΕΛ).
  3. Πρόσβαση στα στοιχεία πληρωμών και τις πληροφορίες που θα αποθηκεύονται στην κεντρική βάση «CESOP» της Ε.Ε. θα έχουν οι αρμόδιοι υπάλληλοι – σύνδεσμοι του Eurofisc που έχει ορίσει η ΑΑΔΕ, οι οποίοι διαθέτουν ειδική ταυτοποίηση προσωπικού χρήστη για το CESOP.
  4. Τα στοιχεία πληρωμών και οι πληροφορίες που εξάγονται από το CESOP δύνανται να αξιοποιηθούν για ελεγκτικούς σκοπούς.
  5. Μια πληρωμή θεωρείται δια συνοριακή όταν ο πληρωτής βρίσκεται σε ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. και ο δικαιούχος βρίσκεται σε άλλο κράτος.
  6. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών έχουν υποχρέωση υποβολής αρχείων με δεδομένα πληρωμών, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού τριμήνου για υπηρεσίες που παρείχαν και αντιστοιχούν σε περισσότερες από 25 διασυνοριακές πληρωμές στον ίδιο δικαιούχο.
  7. Η υποβολή των αρχείων με τα δεδομένα των πληρωμών από τους παρόχους γίνεται μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής η οποία είναι προσβάσιμη στην ιστοσελίδα της ΑΑΔΕ. Για τους μη εγκατεστημένους παρόχους που δεν έχουν ελληνικό ΑΦΜ, απαραίτητη προϋπόθεση για την υποβολή των αρχείων είναι η έκδοση κωδικών πρόσβασης μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής CESOP.
  8. Οι νέοι κανόνες άρχισαν να ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 2024 και η πρώτη αποστολή δεδομένων πληρωμών από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών προς την αρμόδια εθνική αρχή (ΑΑΔΕ) έγινε μέχρι τις 30 Απριλίου 2024 για το α’ τρίμηνο του 2024.

Καρουζέλ: Ανάκτηση ΦΠΑ από δύσκολα ανιχνεύσιμες συναλλαγές στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Όπως προκύπτει και από το όνομα της απάτης -«καρουζέλ»- εγκληματικά δίκτυα και απατεώνες στήνουν μια σειρά από συναλλαγές, με την εκκίνηση να αποτελεί μια ενδοκοινοτική συναλλαγή, μέσα από τις οποίες ανακτάται παράνομα ΦΠΑ. Επειδή απαιτείται μεγάλος αριθμός συναλλαγών για να χαθεί ο φόρος, η εμπειρία έχει δείξει ότι οι απατεώνες χρησιμοποιούν προϊόντα μικρά σε όγκο, αλλά μεγάλης αξίας, όπως κινητά, επεξεργαστές υπολογιστών και κοσμήματα.

Η μεγαλύτερη δυσκολία στον εντοπισμό και τη στοιχειοθέτηση των υποθέσεων είναι ότι οι περισσότεροι από τους εμπλεκόμενους δεν έχουν ιδέα ότι μετέχουν σε απάτη. Σε ένα «καρουζέλ» μπορεί να υπάρξουν ακόμη και 100 ενδιάμεσες συναλλαγές, με τους εμπλεκόμενους στην πλειονότητά τους να μη γνωρίζουν ότι χρησιμοποιήθηκαν ως «απομονωτές» για να χαθούν τα ίχνη των πραγματικών δραστών. Το κόλπο Οι επιτήδειοι που διαπράττουν τη συγκεκριμένη απάτη εκμεταλλεύονται το σύστημα ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Με βάση την ενωσιακή φορολογική νομοθεσία, στις ενδοκοινοτικές εμπορικές συναλλαγές δεν επιβάλλεται ΦΠΑ, γεγονός που λειτουργεί ως εφαλτήριο για την απάτη. Μια απλή μορφή απάτης τύπου «καρουζέλ» περιλαμβάνει τα ακόλουθα βήματα: ενδοκοινοτικές συναλλαγές τους,

  • Πρώτο βήμα: Ο κύκλος της απάτης ξεκινά με την «Εταιρεία Α», που βρίσκεται στο «Κράτος Μέλος 1» η οποία πωλεί αγαθά στην «Εταιρεία Β» στο «Κράτος Μέλος 2». Η «Εταιρεία Α» δεν επιβάλλει ΦΠΑ επί της συναλλαγής εφόσον είναι η «Εταιρεία Β» που έχει την υποχρέωση καταβολής του ΦΠΑ μέσω της μεθόδου της διπλής καταχώρησης. Αυτό σημαίνει με απλά λόγια πως η «Εταιρεία Β» χρεώνει τον εαυτό της ΦΠΑ και την ίδια στιγμή διεκδικεί αυτόν τον ΦΠΑ, με αποτέλεσμα να μην έχει να καταβάλει φόρο στις φορολογικές αρχές του «Κράτους Μέλους 2». Αυτές οι συναλλαγές, όμως, δηλώνονται στο σύστημα VIES, ένα ηλεκτρονικό σύστημα στο οποίο οι επιχειρήσεις καταχωρούν τις προϊόντων και υπηρεσιών.
  • Δεύτερο βήμα: Όταν η «Εταιρεία Β», που απέκτησε τα αγαθά χωρίς να καταβάλει ΦΠΑ, προ χωρήσει σε πώληση των αγαθών στην «Εταιρεία Γ», π.χ. για 100.000 ευρώ, εντός του «Κράτους Μέλους 2», η πράξη θα περιλαμβάνει ΦΠΑ του «Κράτους Μέλους 2», π.χ. 24%, εφόσον αποτελεί εγχώρια παράδοση αγαθών. Κανονικά, η «Εταιρεία Β» θα είναι υποχρεωμένη να δηλώσει και να καταβάλει τον ΦΠΑ που εισέπραξε, δηλαδή 24.000 ευρώ, στη φορολογική αρχή. Η «Εταιρεία Β», όμως, αποτελεί τον λεγόμενο «εξαφανισμένο έμπορο» και δεν θα καταβάλει τελικά οποιονδήποτε ΦΠΑ εισέπραξε από την «Εταιρεία Γ».
  • Τρίτο βήμα: Οι συναλλαγές συνεχίζονται με πωλήσεις εντός του «Κράτους Μέλους 2», από την «Εταιρεία Γ» στην «Εταιρεία Δ», που μεταπωλεί στην «Εταιρεία Ε». Οι έμποροι μετά την «Εταιρεία Β», οι λεγόμενοι «απομονωτές», έχουν επιβάλει, εισπράξει και αποδώσει κανονικά στις αρχές τον ΦΠΑ. Η «Εταιρεία Ε» πωλεί τα ίδια αγαθά πίσω στην «Εταιρεία Α» στο «Κράτος Μέλος 1», όπου πάλι δεν επιβάλλεται ΦΠΑ εφόσον εφαρμόζεται η διπλή καταχώρηση από την «Εταιρεία Α». Οι απατεώνες ρυθμίζουν τις τιμές πώλησης μεταξύ των διαφόρων εταιρειών με τέτοιο τρόπο που η συναλλαγή να είναι κερδοφόρα, για τις εταιρείες που συμμετέχουν, δίχως να γνωρίζουν όμως πως αποτελούν πιόνια της απάτης. Στο παράδειγμα το «Κράτος Μέλος 2» χάνει 24.000 ευρώ, τα οποία δεν εισέπραξε από την «Εταιρεία Β», αλλά υποχρεούται να τα επιστρέψει στην «Εταιρεία Γ» εφόσον η εταιρεία αυτή έχει το δικαίωμα έκπτωσης. Το γεγονός πως η «Εταιρεία Β» δεν έχει αποδώσει τον ΦΠΑ στη φορολογική αρχή δεν αφαιρεί το δικαίωμα της «Εταιρείας Γ» να διεκδικήσει τον ΦΠΑ που πλήρωσε σε αυτήν, αρκεί φυσικά να μην τεκμηριώνεται πως εις γνώσιν της συμμετείχε στην απάτη. Όλα αυτά συμβαίνουν μέσα σε ένα βραχύ διάστημα. Όταν η φορολογική αρχή αναζητήσει την «Εταιρεία Β», η πιθανότατα είναι πως δεν θα βρει τίποτα.