Την περαιτέρω άνοδο των τιμών στα τιμολόγια ρεύματος μαρτυρούν τα μέχρι στιγμής δεδομένα, όπως αποτυπώνονται στη χονδρική ρεύματος.
Ειδικότερα, όπως αναφέρουν πηγές της αγοράς που συνομίλησαν με τη «Ν», μια σειρά από παράγοντες, που σχετίζονται αφενός με την εποχή και αφετέρου με τεχνικά στοιχεία του συστήματος, εντός και εκτός συνόρων, διαμορφώνει ανατιμητικές τάσεις στις τιμές. Ενδεικτικό είναι ότι η μέση τιμή στην προημερήσια χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, για τις πρώτες μέρες του μήνα που διανύουμε, διαμορφώνεται ήδη στα 113,93 ευρώ ανά μεγαβατώρα, αρκετά υψηλότερα από τη μέση τιμή του Ιουνίου που «έκλεισε» στα 98,89 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Μάλιστα, η τιμή στο Χρηματιστήριο Ενέργειας καλπάζει με αύξηση 59,92% από μέρα σε μέρα και από τα 115,55 ευρώ ανά μεγαβατώρα στις 10 Ιουλίου, στα 184,79 ευρώ ανά μεγαβατώρα στις 11 Ιουλίου.
Εκτίναξη της μέγιστης ωριαίας τιμής στα 500 ευρώ/MWh
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μέγιστη ωριαία τιμή για σήμερα «έκλεισε» στο εξωφρενικό των 500 ευρώ ανά μεγαβατώρα στις 20.00 το απόγευμα της 10ης Ιουλίου, σημειώνοντας εκρηκτική άνοδο σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες, που η αντίστοιχη τιμή διαμορφωνόταν σε ένα εύρος από 175 ευρώ έως 340 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Όπως συνέβη και τον προηγούμενο μήνα σε σχέση με τον Μάιο, η αύξηση της μέσης τιμής στην προημερήσια αγορά θα ωθήσει προς τα πάνω τις χρεώσεις των τιμολογίων, καθώς οι εταιρείες προμήθειας θα αναπροσαρμόσουν την τιμολογιακή τους πολιτική προς τα πάνω σε αντιστάθμιση του αυξημένου κόστους προμήθειας.
Αν και ακόμη δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ακριβή αντίδραση της αγοράς, ωστόσο δεδομένο θα πρέπει να θεωρείται ότι τα περιθώρια απορρόφησης των όποιων ανατιμήσεων με την εφαρμογή εκπτωτικών πολιτικών στενεύουν σημαντικά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την τελική διαμόρφωση των χρεώσεων, τον τελευταίο μήνα του καλοκαιριού.
Σε κάθε περίπτωση, παράγοντες του κλάδου αναθεωρούν τις προβλέψεις τους για τη χονδρεμπορική αγορά και, από τις αρχικές εκτιμήσεις για μέση τιμή στα 105 ευρώ ανά μεγαβατώρα για τον Ιούλιο, πλέον βλέπουν μια μέση τιμή περί τα 115 με τα 120 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ήτοι αύξηση 16- 20% από μήνα σε μήνα.
Οι παράγοντες της ανόδου
Ο βασικός λόγος των ανοδικών τάσεων εδράζεται στο υψηλότερο φορτίο του συστήματος, δηλαδή τη ζήτηση που παραδοσιακά εμφανίζει ο μήνας Ιούλιος σε σχέση με τους υπόλοιπους μήνες του χρόνου.
Υποχώρηση της αιολικής παραγωγής και αυξημένη ζήτηση
Οι μεγαλύτερες ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια σε συνδυασμό με την υποχώρηση της αιολικής παραγωγής «δημιουργούν» χώρο στις ακριβότερες συμβατικές μονάδες φυσικού αερίου να μπουν στο σύστημα για την κάλυψη της ζήτησης, αυξάνοντας το συνολικό μέσο κόστος του ενεργειακού μίγματος. Η εκτόξευση της μέγιστης ωριαίας τιμής στα 500 ευρώ ανά μεγαβατώρα διαμορφώνεται σε αυτή τη βάση, όταν και το μερίδιο των ΑΠΕ στη κάλυψη της ζήτησης, εκείνη την ώρα, υποχωρεί στο 13%, έναντι 60%-63% κατά τις μεσημεριανές ώρες.
Μάλιστα, όπως δείχνουν τα διαθέσιμα στοιχεία του Χρηματιστήριου Ενέργειας, χθες Πέμπτη 11 Ιουλίου καταγράφεται το 3ο υψηλότερο φορτίο στο ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα από την έναρξη του target model τον Νοέμβριο του 2020, με το αμέσως προηγούμενο στις 21 Ιουνίου 2024.
Η «μετάδοση» των προβλημάτων της Ουγγαρίας
Μια δεύτερη παράμετρος που δημιουργεί ανατιμητικές τάσεις στην αγορά αφορά τεχνικά ζητήματα του ηλεκτρικού συστήματος της Ουγγαρίας και τα οποία επιδρούν στην ελληνική πραγματικότητα ως αποτέλεσμα της διασύνδεσης -μεγαλύτερης ή μικρότερης – των ευρωπαϊκών αγορών.
Ειδικότερα, όπως αναφέρουν πηγές της αγοράς με γνώση του θέματος, η δυναμικότητα των διασυνδέσεων Σερβίας – Ουγγαρίας και Βουλγαρίας – Ρουμανίας έχει υποχωρήσει από 800 σε 200 MW και από 1.700 σε 1.200 MW, αντίστοιχα, δημιουργώντας πιεστικές συνθήκες στην αγορά.
Την ίδια στιγμή, η πυρηνική μονάδα του Κοζλοντούι παραμένει εκτός λειτουργίας και χωρίς σταθερή παραγωγή, κατάσταση που αναμένεται να συνεχιστεί μέχρι και την Παρασκευή. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης στην αγορά της Ουγγαρίας, που επιφέρει αύξηση στις τιμές της εθνικής αγοράς, μεταδίδεται στις υπόλοιπες γειτονικές αγορές, ωθώντας τες σε ανάλογη κατεύθυνση.
Πώς διαμορφώνεαται το ενεργειακό μίγμα
Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας διατηρούν τα ηνία στο ημερήσιο ενεργειακό μίγμα, με το μερίδιό τους να ανέρχεται στο 40,10%. Ακολουθεί το φυσικό αέριο με 37,90% και έπονται οι εισαγωγές με 7,88%, ο λιγνίτης με 5,07% και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά με 4,81%